Το έθιμο της βάπτισης
της Βιτάλια Ζίμμερ
Η βάπτιση είναι μυστήριο. Δεν είναι έθιμο. Συνοδεύεται όμως από έθιμα, που μεταβάλλονται ή εξαφανίζονται. Φοράμε τα καλά μας παίρνουμε το δώρο μας και πάμε. Έξω από το ναό έχει στηθεί μία υπερπαραγωγή. Μπαλόνια, λουλούδια, ξύλινοι πάγκοι σικάτοι, κουτιά, τούλια, στολίδια, μπομπονιέρες, ονειροπαγίδες και ότι φανταστεί ο καθένας. Όλα σε μία απόχρωση ανάλογα με το φύλο του παιδιού. Μοναδικές εξαιρέσεις είναι τα δίδυμα διαφορετικού φύλου, αλλά κι εκεί υπάρχουν λύσεις. Δεν μου αρέσουν. αλλά είναι δικαίωμα του καθενός να κάνει τη βάπτιση του παιδιού του όπως επιθυμεί.
Ο σύζυγος ανάλογα με την εποχή και την ώρα της βάπτισης, επιλέγει κοστούμι ή κάτι πιο Casual. Εγώ, φόρεμα μακρύ σε ανοικτό χρώμα το καλοκαίρι ίσως και καπέλο και λίγο πιο σκούρο το χειμώνα πάντα όμως σε παλ αποχρώσεις. Είναι γιορτή χαράς. Όχι! Είναι μυστήριο. Μην το ξεχνάμε αυτό. Οι παπάδες εκνευρίζονται με αυτά. Η βάπτιση για τον ιερωμένο είναι το πρώτο τη τάξη μυστήριο. Ο γάμος είναι υποδεέστερος. Στο τέλος θα χωρίσουν… όπως λένε και γελάνε. Στη βάπτιση δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο με το διαζύγιο.
Πάμε λίγο πιο πίσω χρονικά. Βρισκόμαστε σε ένα ιδιωτικό ιατρείο ενός καρδιολόγου. Είναι εκτός Αθήνας σε μεγάλη πόλη της επαρχίας. Έχουμε ραντεβού για ένα άσχετο θέμα. Όπως περιμέναμε στο σαλόνι, ανοίγει η πόρτα του γραφείου του και βγαίνει ένας κύριος. “Τι σας οφείλω γιατρέ;” … “Να πας στο καλό.” Δεν πήρε χρήματα.
Μας καλωσόρισε εμένα και τη μαμά μου. Είμαστε πλέον τρεις μας και οι επισκέψεις τελείωσαν. Μιλάμε ελεύθερα. Τρεις γιατροί. Ο Δρ. Αρης καρδιολόγος, η Δρ. Αντρέα Παιδίατρος και εγώ. Η Αντρέα θα τον επαινέσει για την άρνησή του να δεχθεί χρήματα. Κούνησε το κεφάλι με συγκαταβατικό τρόπο, χαμογέλασε με στοργή και μας ταξίδεψε ακόμα πιο πίσω στο χρόνο. Όταν ήταν στην κοιλιά της μάνας του.
“Η μάνα μου ήταν έγκυος σε εμένα. Πριν τον πόλεμο φυσικά. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε και γεννήθηκα ορφανός. Φέρω το όνομα του πατέρα μου και όχι του παππού μου. Αυτό ήταν κακό για τους άλλους. Όταν πήγαινα στις βαπτίσεις του χωριού, με έδιωχναν.
Δεν με άφηναν να μαζέψω τα κέρματα που πετούσαν. Τότε ήταν έθιμο να πετάει ο νονός κέρματα στην εκκλησία. Εμείς, δηλαδή τα άλλα τα παιδιά, έπεφταν στα γόνατα και μάζευαν όσο πιο πολλά μπορούσαν. Τότε δεν υπήρχαν μπαλόνια και αηδίες. Εγώ ήμουν ο γρουσούζης, ο ορφανός. Δεν άφηναν τα ορφανά στις βαπτίσεις. Τώρα με θέλουν όλοι.
Σιχάθηκα τα λεφτά τους και τα λεφτά όλου του κόσμου. Η ζωή τα έφερε έτσι που πήγα στην Αθήνα και σπούδασα γιατρός, με τα λεφτά του γαμπρού μου. Πάντρεψαν την αδερφή μου στα 16 της και με δουλειά στα χωράφια με σπούδασαν. Τότε πήρα έναν ακόμα όρκο. Δεν θέλω τα λεφτά των συγχωριανών μου. Δεν μου χρειάζονται. Δεν μου χρειάστηκαν ούτε στον πόλεμο. Τώρα θα τα χρειαστώ; Ο κύριος που είδατε είναι από το χωριό μου. Με έδιωχνε κι αυτός. Είμαι σίγουρος ότι το θυμάται…”
Η Αντρέα, αυτό το σχεδόν μόνιμα ανέκφραστο γερμανικό θηρίο, επιτέλους λύγισε. Μία πανέμορφη καλοντυμένη ψυχρή Γερμανίδα με διαπεραστικό βλέμμα, έσπασε από τη συγκίνηση. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Και ξέρω γιατί λύγισε. Για εμένα. Βλέπεις κι εγώ έμεινα ορφανή από πατέρα. Τότε πήραμε τη μεγάλη απόφαση… Όπερ και εγένετο.
Αντρέα σ’ αγαπώ.
