Ο Άγιος Χριστόφορος
της Βιτάλια Ζίμμερ.
Πήρα το αυτοκίνητο και πήγα από το Κιλκίς στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόγευμα λίγο πριν νυχτώσει και βρίσκομαι ήδη έξω από το σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Έχει αλλάξει ιδιοκτήτη. Εμείς δεν ήμασταν οι ιδιοκτήτες, ήταν μια χήρα που το πούλησε. Υπάρχει μία εκκρεμότητα σε αυτό το σπίτι. Προσπάθησα να την διευθετήσω μια φορά αλλά δεν στάθηκα τυχερή.
Θυμάμαι…Είχα πάει να δω την Βάσω. Περνώντας απ’ έξω άκουσα παιδικό κλάμα. Χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε μία νέα κοπέλα με μαντήλα. Ήταν μετανάστες από τη Συρία. Μπήκα μέσα και τελικά μου πρόσφεραν γεύμα, αφού τους εξήγησα ποια ήμουν. Πέρασα όμορφα, μου πρόσφεραν με την ψυχή τους ότι είχαν και έδειξαν μία τεράστια συγκίνηση απέναντί μου. Προσπάθησα ειλικρινά να σταθώ στο ύψος μου. Όμως έριξα μία κλεφτή ματιά σε ένα σημείο του σπιτιού. Το εικονοστάσι. Δεν υπήρχε πια. Δεν πειράζει…
Τώρα είναι Σεπτέμβριος, δεν αισθάνομαι και τόσο καλά, έχω πολλά θέματα ανοικτά. Πολλά προσωπικά, ακόμα πιο πολλά επαγγελματικά. Δεν είναι το θέμα μου τα χρήματα, αλλά εφέτος δαπάνησα πολύ περισσότερα από όσα εισέπραξα, εξαιτίας της ανωμαλίας του κορονοϊού.
Είμαι έξω από το σπίτι που γεννήθηκα. Οι γύρω πολυκατοικίες φέρνουν το σκότος πριν πέσει ο ήλιος. Δεν χρειάζομαι γυαλιά ηλίου. Στέκω ακίνητη όπως τότε με το ταίρι μου. Ξανά η εμπλοκή. Μόνο που τώρα είμαι μόνη, ολομόναχη και δεν έχω το φιλί του πρίγκηπά μου να με βγάλει από τη δίνη των σκέψεων και των αναμνήσεων. Πρέπει να συνέρθω μόνη μου. Ώσπου το βλέμμα μου συναντά ένα “ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ”. Η καρδιά μου χτυπάει, πλησιάζω χωρίς να κοιτώ που βαδίζω. Η διαίσθηση βγήκε αληθινή. Ενοικιάζεται το παλιό μου σπίτι. Έχει και τηλέφωνο, αλλά εγώ δεν έχω κινητό. Μόνο ένα iPod και ένα laptop έχω…
Πάω στο κατάστημα ψιλικών. “Με συγχωρείτε, μπορώ να κάνω ένα τηλεφώνημα;” … “Η περίπου 60χρονη κυρία του καταστήματος με κοίταξε με απορία. Πρέπει να έχουν πολλά χρόνια να της ζητήσουν κάτι τέτοιο. Τώρα όλοι έχουν κινητά. “Εδώ στη Θεσσαλονίκη θέλω να καλέσω. Θα σας πληρώσω.” … Αφοπλισμένη από το παράξενο αίτημά μου, μου έδωσε την ασύρματη συσκευή. Κάλεσα για το σπίτι.
– Καλησπέρα σας. Τηλεφωνώ για το διαμέρισμα που νοικιάζετε.
– Ααα μάλιστα. Να σας πω. Είναι μόλις ανακαινισμένο. Είναι καταπληκτικό σπίτι και οικονομικό.
– Ξέρετε θέλω να σας δω από κοντά να τα πούμε λίγο.
– Θα έρθω από εκεί. Σε 10 λεπτά θα είμαι εκεί. Έχω ένα κόκκινο MATIZ αλλά περιμένετε στην είσοδο. Με λένε Γιάννα και είμαι κοντούλα και γεματούλα.
– Θα σας περιμένω.
– Το όνομά σας;
– Βιτάλια.
– Τι;
– Βιτάλια.
– Είσαι το κορίτσι που έμενε παλιά με τον Εβραίο και τη Γερμανίδα;
– Ναι εγώ είμαι.
– Αχ Θεέ μου. Έρχομαι, έρχομαι. Μην φύγεις σε παρακαλώ. Έρχομαι… αμέσως…
“Ευχαριστώ πολύ για το τηλεφώνημα. Τι σας οφείλω;” … “Τίποτα κορίτσι μου.” … “Θα ήθελα δύο μπουκάλια νερό παρακαλώ” … “Μάλιστα” … “Και δύο μάσκες, αυτές τις μαύρες” … “Μάλιστα. 8 ευρώ…” … “Κρατήστε 10, είμαστε εντάξει” … “Να σε ρωτήσω κάτι;” … “Παρακαλώ” … “Από δω είσαι; Μιλάς σπαστά Ελληνικά, έχεις αρχοντικό ύφος και θέλεις το ημιυπόγειο; Κάτι δε με λες καλά… Εσύ είσαι δικιά μας γεια” … “Είμαι η Ασλάνα, αν σας λέει κάτι το όνομα” … “Εσύ προξένεψες τον Πασχάλη. Ήμουν φίλη της Βάσως. Πάρε το δεκάευρο πίσω σε παρακαλώ και άσε τις μάσκες κάτω. Τις πήρες για να κάνεις λογαριασμό. Κι έλα να σε φιλήσω. Εγώ δεν πιστεύω στον κορονοϊό αυτό το πράγμα τέλος πάντων. Αχ τι με κάνεις…Έχω ακούσει τόσα πολλά και μόνο καλά. Είσαι γνήσια Μακεδόνισσα.” … Ένα ευχάριστο παραλήρημα ηχεί στα αυτιά μου. Υπάρχω ακόμα στη Θεσσαλονίκη. Με θυμούνται, άρα υπάρχω. Θέλω να κλάψω.
Το ΜΑΤΙΖ έφτασε ήδη. “Ευχαριστώ φεύγω…” … “Πριν φύγεις έλα πάλι από δω. Σε θέλω” … “Εντάξει”… Μέχρι να πούμε αυτές τις δύο φράσεις, μπήκε η Γιάννα μέσα. Γνωρίζονται.
– Γεια σου Αγγελικούλα μου.
– Γεια σου Γιάννα μου. Δεν θα το πιστέψεις, το κορίτσι μας, είναι η Ασλάνα.
– Η Βιτάλια… Βιτάλια πάμε! Αγγελικούλα μου, ερχόμαστε!
– Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Να σε φιλήσω και ας με κολλήσεις COVID.
– Παρακαλώ…
Προχωρήσαμε γοργά προς το σπίτι. Η πόρτα έχει αλλάξει, είναι πιο στιβαρή και σίγουρα προσφέρει καλύτερη ηχομόνωση. Τα φώτα λειτουργούν. Έχει σκέτες λάμπες χωρίς φωτιστικά. Μυρίζει φρέσκια βαφή. Ο ηλεκτρολογικός πίνακας είναι αλλαγμένος, το ίδιο και οι βρύσες. Οι μπαλκονόπορτες προς τον ακάλυπτο είναι αλουμινίου. Είναι πανέμορφο το σπίτι. Το μωσαϊκό στο πάτωμα δεν υπάρχει. Έχουν μπει πλακάκια. Με ξενάγησε στο σπίτι μου. Η Γιάννα μου δείχνει το σπίτι όπως είναι τώρα και εγώ βλέπω το σπίτι όπως ήταν παλιά. Ότι θυμάμαι, αλλά θυμάμαι τα πάντα και αυτό είναι πρόβλημα μερικές φορές. Πήγα στο δωμάτιό μου. Εκεί ήταν το εικονοστάσι. Εξακολουθεί να μην υπάρχει πια.
Αγοράσαμε το σπίτι όταν φύγατε και τελικά έμεινε η κυρία Γεωργία. Μετά έφυγε κι αυτή και πήγε στην Αθήνα. “Και μαράζωσε και πέθανε” συμπλήρωσα.
– Ψάχνεις κάτι;
– Ναι
– Το έχω. Σου ανήκει. Περίμενα χρόνια αυτή τη στιγμή. Με είχε ορκίσει η κυρία Γεωργία. Σε αγαπούσε πολύ. Το ίδιο και η Βάσω.
– Η κυρία Γεωργία σχεδόν με μεγάλωσε. Δύο μικρά φτωχά σπίτια το ένα δίπλα στο άλλο, είναι καλύτερα από ένα μεγάλο πλούσιο σπίτι. Η Βάσω ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Μας στάθηκε.
– Αρραβωνιάστηκες στο σπίτι της;
– Η Θεσσαλονίκη είναι χωριό τελικά.
– Θέλεις το σπίτι ή το άλλο;
– Δεν θέλω να νοικιάσω το σπίτι. Να το αγοράσω θέλω. Το άλλο ναι, το χρειάζομαι.
– Το σπίτι δεν είναι προς πώληση, θα σε στεναχωρήσω. Είναι εισόδημα για τη μικρή μας σύνταξη.
– Αν αλλάξεις γνώμη, θα το πάρω. Μετρητά, cash. Αύριο αν θες το κάνουμε.
– Όχι καρδούλα μου. Το άλλο το θες επειδή σου ανήκει, ή επειδή το χρειάζεσαι;
– Και τα δύο. Κυρίως το δεύτερο.
– Θυμάσαι τι γράφει;
– Είναι βαρύ αυτό που γράφει.
– Πάμε σπίτι μου σε παρακαλώ.
– Πάμε.
Περάσαμε από την Αγγελική και πήρα ένα οικογενειακό παγωτό για να μην πάω χωρίς ένα απλό δώρο. Σημείωσα το τηλέφωνο της Αγγελικής, και υποσχέθηκα ότι όσο θα είμαι στο Κιλκίς για τον τρύγο, θα την επισκεφθώ.
Ακολούθησα το ΜΑΤΙΖ μέχρι την Κάτω Τούμπα. Μπήκαμε μαζί στο όμορφο σπιτάκι τους.
“Θάνο, ήρθε!” … Ο Θάνος είναι ένας κύριος, λίγο πριν τα 70, σύζυγος της Γιάννας. “Χαίρω πολύ κυρία Βιτάλια! Καλώς ορίσατε! Παρακαλώ… καθίστε.” Η Γιάννα ετοιμάζει καφέδες, γλυκά του κουταλιού και ότι φαντάζεστε. Η συζήτηση γίνεται πλέον με τον κύριο Θάνο.
– Μόνο εφέτος δεν περίμενα να συμβεί αυτό.
– Φέτος ήταν μία μοναδική χρονιά. Ένας πόλεμος χωρίς ήχο.
– Όπως το λέτε κυρία Βιτάλια.
– Κύριε Θάνο, μιλήστε μου στον ενικό. Εγώ όμως θα συνεχίσω στον πληθυντικό.
– Ή το ένα ή το άλλο.
– Το άλλο. Τον ενικό. Μακεδόνες είμαστε.
– Λοιπόν, Βιτάλια, Ασλάνα μας. Η φήμη σου προηγείται. Έχεις δύο εποχές. Την παιδική και την άλλη, της γυναίκας. Η Γεωργία σε είχε σαν παιδί της. Την πείραξε πολύ που φύγατε, αλλά ήταν και χαρούμενη για σένα. Η Βάσω δε, έλεγε έχω μια κόρη γιατρίνα.
Ήρθε η Γιάννα με το δίσκο και το σεμέν. Τρεις Ελληνικοί καφέδες περιποιημένοι και γλυκό κυδώνι.
– Κάτσε να φας μαζί μας.
– Δυσκολεύομαι σήμερα, έχω κανονίσει κάτι. Θα έρθω για φαγητό όμως. Θα μείνω μέρες στο Κιλκίς.
– Γιάννα, φέρε το σε παρακαλώ.
Σηκώθηκε η Γιάννα και πήγε στο άλλο δωμάτιο. Είναι μία εικόνα ζωγραφισμένη από το χέρι της μητέρας μου, του Αγίου Χριστόφορου, του προστάτη των οδηγών και των συνοδοιπόρων. Για τη μητέρα μου, την Αντρέα, η έννοια συνοδοιπόρος, καλύπτει τα πάντα. Στη ζωή δεν υπάρχουν μόνο δρόμοι με άσφαλτο. Όλες οι επιλογές είναι δρόμοι. Πρέπει να έχεις κάποιον δίπλα σου να σε στηρίζει, έναν συνοδοιπόρο της ζωής και της ψυχής. Είναι σπουδαίος τίτλος για έναν Άγιο. Για την Αντρέα ήταν ο πιο σπουδαίος, ο πιο γενικός.
Η εικόνα, έμεινε δώρο στην κυρία Γεωργία. Μας τη ζήτησε για να είμαι ειλικρινής. Ήθελε να προσεύχεται για εμάς, έχοντας το βλέμμα στο έργο της μητέρας μου. Η κυρία Γεωργία την άφησε στη Γιάννα με την ελπίδα ότι θα γυρίσω ξανά, ότι θα βρω το δρόμο χάρις στον Άγιο. Είμαι άθρησκη και όχι άθεη. Έχω δει θαύματα ως γιατρός. Εκεί που απέτυχα, πέτυχαν οι άνθρωποι. Είμαι όμως βαπτισμένη Καθολική και μεγαλωμένη με την ηθική που επιβάλει η θρησκεία. Τα χρηστά ήθη είναι οι άγραφοι νόμοι της ηθικής. Η μοιχεία δεν είναι παράνομη αλλά δεν πρέπει να τη διαπράττουμε ακόμα σε μία απλή σχέση έστω και χωρίς νομικές δεσμεύσεις. Τα ρούχα μου είναι συντηρητικά, δεν σκανδαλίζω, δεν προκαλώ.
Γυρίζω την εικόνα στην πίσω πλευρά και διαβάζω “Ας γίνω ασθενής και το κορίτσι υγιές”.
Το τάμα της εκπληρώθηκε. Έγινα καλά και μίλησα ξανά μετά από μήνες και η Αντρέα αρρώστησε κάποια χρόνια αργότερα και πέθανε στην αγκαλιά μου. Ήμουν 8 χρόνια συνοδοιπόρος της, στην ασθένεια του Αλτσχάιμερ. Κι ένω με ξέχναγε τη μέρα μια φορά, έφτασε να με θυμάται μια φορά το μήνα, ώσπου με ξέχασε τελείως. Είμαι σίγουρη, ότι την ύστατη στιγμή με αναγνώρισε. Για λίγα δευτερόλεπτα, το βλέμμα της έγινε πύρινο και λαμπερό σαν το πιο ακριβό πολύτιμο πετράδι. Ένα δώρο, που όμοιό του δεν υπάρχει. Ένας θάνατος γλυκός και ένα αντίο χαραγμένο στην ψυχή μου και στα σωθικά μου με κοφτερό νυστέρι. Και μια κραυγή που όμοια δεν έβγαλα ποτέ ξανά και πένθος για δυο χρόνια. Αυτή η ανίκητη ασθένεια φέρνει τα πάνω κάτω, κάνει τη μάνα κόρη και την κόρη μάνα. Είναι σαν να έθαψα το παιδί μου. Πήρα την εικόνα αγκαλιά και έκλαψα πολύ στο ξένο σπίτι, μπροστά σ’ ανθρώπους που δεν ξέρω, χωρίς καμιά ντροπή. Τρομάξαν να με συνεφέρουν.
Έφυγα απ’ το σπίτι τους και πήγα στη Λ. Νίκης μόνη μου. Ήπια ένα ποτήρι κρασί κι έφαγα μια σαλάτα. Απέναντί μου την είδα την Αντρέα, όχι άρρωστη. Ήταν ολοζώντανη, πανέμορφη, χαμογελαστή και ευτυχισμένη με δύο τεράστια σκουλαρίκια. Τα κοντά ξανθά μαλλιά της έμοιαζαν χρυσαφένια και με τύφλωναν. Το διαπεραστικό της βλέμμα γεμάτο οξυδέρκεια, ήταν ίδιο και απαράλλακτο με μία διαφορά. Ένιωσα μία μοναδική στοργή και ζεστασιά… Αδυνατώ να διαχωρίσω τη λύπη και τη χαρά. Είμαι ξανά χαμένη στις σκέψεις μου και στις αναμνήσεις μου. Τώρα δεν θέλω να ξεφύγω από τη δίνη των σκέψεων…
Αντρέα σ’ αγαπώ…
Αντρέα Σρέντερ 1950-2013.
