Ο Άρης Αλεξάνδρου έγραφε το κιβώτιο με ματωμένα χέρια
Είμαι προδότης για τη Σπάρτη, για τους είλωτες Σπαρτιάτης.
«ανήκω στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών»
Ο Άρης Αλεξάνδρου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη
Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη).
Ήταν γιος του –καταγόμενου από την Τραπεζούντα– Βασίλη Βασιλειάδη και
της, εσθονικής καταγωγής, ρωσίδας Πολίνα Άντοβνα Βίλγκεμσον. Τα
ρωσικά ήταν η μητρική του γλώσσα. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη
Θεσσαλονίκη το 1928, ενώ το 1930 μετακόμισε στις προσφυγικές εστίες
της Αθήνας. Φοίτησε σε δημοτικό σχολείο της Αθήνας, όπου έμαθε
ελληνικά, και το 1933 γράφτηκε στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο, όπου γνώρισε
τον Αντρέα Φραγκιά. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά οι δυο
τους, μαζί με τους Γεράσιμο Σταύρου, Χρίστο Θεοδωρόπουλο και Λεωνίδα
Τζεφρώνη, σύστησαν μια ομάδα με ιδεολογικές αναφορές στον μαρξισμό, η
οποία συνέχισε τη δράση της και στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Το
συναίσθημα της απογοήτευσης εκφράζει και η ποίηση του Άρη
Αλεξάνδρου (1922-1978). Ο ποιητής γνώρισε για πολλά χρόνια την εξορία
και τη φυλακή. Στο διάστημα ανάμεσα στο 1946 και το 1959 εξέδωσε
τρεις ποιητικές συλλογές: Ακόμη τούτη η Άνοιξη (1946), Άγονος γραμμή
(1952) και Ευθύτης οδών (1959). Χάρη στα ώριμα κυρίως ποιήματά του,
που με την ειρωνεία τους θυμίζουν την καβαφική ποίηση, ο Αλεξάνδρου
κατέκτησε σημαντική θέση ανάμεσα στους μεταπολεμικούς ποιητές ως
ασυμβίβαστος και υποδειγματικά ανυποχώρητος επαναστάτης ανάμεσα
στους ποιητές της «ποίησης της ήττας». Κορυφαίο, ωστόσο, έργο του
είναι αναμφισβήτητα το μοναδικό του μυθιστόρημα, Το κιβώτιο, που
γράφτηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο Παρίσι (1966-1972) και
κυκλοφόρησε το 1974 στα ελληνικά και τα γαλλικά. Η ιδιοτυπία της
γραφής του (βλ. παρακάτω, Μεταπολεμική πεζογραφία) έκανε το
μυθιστόρημα αυτό του Αλεξάνδρου να αναγνωριστεί ως ένα από τα
μυθιστορήματα-σταθμούς της νεότερης ελληνικής πεζογραφίας. Ο Άρης
Αλεξάνδρου άφησε επίσης πολύ σημαντικές μεταφράσεις, κυρίως από τη
ρωσική λογοτεχνία.
«Θυμάμαι ότι έγραφε και τα χέρια του ήταν ματωμένα. Εγραφε τα
βράδια μετά τη δουλειά. Στο τελευταίο κεφάλαιο είχε πυρετό».
…Η Καίτη Δρόσου γυρνάει πίσω στα δύσκολα χρόνια του Παρισιού, τότε
που ολοκληρώθηκε το «Κιβώτιο». Μιλάει με ψυχραιμία και ειλικρίνεια, που
με φέρνει σε αμηχανία. Η ίδια έκανε την καθαρίστρια και ο Αλεξάνδρου το
«garcon». Ενα είδος ανθρώπου για όλες τις βαριές δουλειές.
Παραπονέθηκε ποτέ; «Ποτέ. Αυτό είναι σλάβικο. Οι Ρώσοι πεθαίνουν χωρίς
να βγάλουν λέξη. Μιλιά. Εφυγαν από την Αθήνα λίγο μετά τη χούντα. Ο
άνθρωπος που είχε γνωρίσει, όπως γράφει και η Λίζυ Τσιριμώκου, «την
αμείλικτη καταδίωξη από το κράτος της Δεξιάς, το ανάθεμα και την
κατασυκοφάντηση από την επίσημη Αριστερά», ζει στο Παρίσι μέσα στην
πιο απόλυτη μοναξιά.
Μα το Παρίσι ήταν τότε γεμάτο Ελληνες πολιτικούς εξόριστους. «Δεν
θυμάμαι να ήρθε κανείς να μας βρει. Ετσι όπως ζούσαμε με τον Αρη έπρεπε
ο άλλος να ‘ρθει. Μας είχε μείνει από τα χρόνια του διωγμού, που ήταν,
άλλωστε, όλη μας η ζωή. Εάν είχες κάνει εξορία και έβλεπες ανθρώπους
στο δρόμο, έπρεπε αυτοί να σου μιλήσουν πρώτοι. Γιατί δεν ήξερες αν σε
ακολουθεί χαφιές. Επειτα, όλοι οι Ελληνες του Παρισιού έκαναν πολιτική.
Επρεπε να δώσουμε γην και ύδωρ στον Κολιγιάννη. Δεν θέλαμε, είχαμε
πάρει αποστάσεις από το κόμμα. Να κάνουμε τι; Να κατεβαίνουμε τα
μπουλβάρ με τις ελληνικές σημαίες; Τον Γάλλο, άλλωστε, δεν τον
εκπλήσσεις με τίποτα». -Δεν τον πόναγε τον Αρη Αλεξάνδρου η χούντα;
«Αφάνταστα. Μα με τι άλλο πέρα από την πολιτική ασχολήθηκε ο Αρης σε
όλη του τη ζωή; Ολο του το έργο είναι πολιτικό. Αλλά από ένα σημείο και
ύστερα δεν ξαναδιάβασε ούτε εφημερίδα. Ούτε στη Γαλλία. Εγώ έπαιρνα
τη «Μοντ». Ούτε που την κοίταγε. «Εγώ αυτό που θέλω θα το δω ξαφνικά
μπροστά μου πρωτοσέλιδο. ΕΠΕΣΕ Η ΧΟΥΝΤΑ», μου έλεγε. Στην Ελλάδα
ούτε για καλοκαίρι δεν ξανάρθαμε. Οταν έπεσε η χούντα ήρθαμε το 1976
και κάναμε διακοπές με τον Ρίτσο στη Σάμο και μετά ξαναφύγαμε». Ο Αρης
Αλεξάνδρου πέθανε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1978 στα 56 του χρόνια. Το
«Κιβώτιο» είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από τον «Κέδρο» το 1975,
αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Στη Γαλλία είχε κυκλοφορήσει λίγο.
«Λίγες μέρες πριν πεθάνει το είχε δει στη βιτρίνα του Γκαλιμάρ και του
είχαν στείλει και λίγα αντίτυπα», θυμάται η Καίτη Δρόσου. «Η πρώτη
γαλλική κριτική δημοσιεύτηκε τη μέρα της κηδείας του. Ο Αρης έφυγε
χωρίς να καταλάβει τίποτα από την απήχηση που θα είχε το «Κιβώτιο».
Αλλά και για την τύχη του στην Ελλάδα δεν είχε καλύτερη γνώμη. Μέχρι
να μας πει η κυρία Κρανάκη ότι έχει κάνει αίσθηση, ο Αρης νόμιζε ότι είχε
πάει πάτο». Είχε αρχίσει να το γράφει στην Ελλάδα, το 1966. Οταν ο Αρης
Αλεξάνδρου και η Καίτη Δρόσου έφυγαν για το Παρίσι δεν πήραν μαζί τους
τα πρώτα χειρόγραφα. Οταν το ξανάπιασε μετά από περίπου τέσσερα
χρόνια ο Γιάννης Ρίτσος εξεπλάγη που μπόρεσε να ξαναβρεί το ίδιο στιλ,
τον ίδιο τόνο. Ενα γράμμα του Ρίτσου με ημερομηνία αποστολής 19
Οκτωβρίου 1972, Σάμος, κλείνει την καινούργια γαλλική έκδοση του
«Κιβωτίου». «(…) Σχετικά τώρα με το «Κιβώτιο», α, αγαπητέ μου Αρη, τι
εξαιρετικό μυθιστόρημα. Οσο πιο πολύ προχωράει τόσο περισσότερο
απελευθερώνεται από «ορισμένες δυστυχείς ιστορικές εμπειρίες» και
εισέρχεται στο παγκόσμιο πεδίο του καθολικού ανικανοποίητου όλων για
όλα, σ’ αυτό το βαθύ και για πάντα ανεξερεύνητο πεδίο της «αποτυχίας
ζωής και δημιουργίας»…». Το «Κιβώτιο», αυτό το «αντι-έπος της
δογματικής αριστεράς, αποστασιοποιημένο από τα ανδραγαθήματα, τα
ηχηρά συνθήματα, τους γενναίους αγωνιστές με τα λάβαρα και τα
φυσεκλίκια», όπως γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου, ανήκει σήμερα στις πρώτες
πρώτες θέσεις του κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Και, το
σημαντικότερο ίσως, έρχεται συνέχεια σε επαφή με νέους αναγνώστες. Η
Καίτη Δρόσου θυμάται τη Νανά Καλιανέση του «Κέδρου» να της λέει:
«Ξέρεις ότι έχω δύο μεγάλες επιτυχίες, τον Βάρναλη και τον Ρίτσο.
Αλλά βιβλίο που να πουλάει κάθε μέρα, κάθε μέρα σαν το
«Κιβώτιο», δεν έχω».
Πηγή: Ελευθεροτυπία Δημοσιεύθηκε στις
19/05/2003

