Η μοίρα προστάζει
της Βιτάλια Ζίμμερ.
Εκείνος είναι νέος, 28 ετών. Μένει στα νότια προάστια και εργάζεται στο βορρά της Αθήνας. Κάθε μέρα χάνει τουλάχιστον δύο ώρες για τη μετακίνησή του. Η εργασία του είναι σε γραφείο αλλά το οκτάωρο δεν αρκεί. Στο τέλος της ημέρας, γυρίζει κουρασμένος στο σχεδόν άδειο σπίτι του. Θα κάνει ένα ντους, θα παραγγείλει, θα φάει και θα ξαπλώσει βλέποντας TV. Στο τέλος θα αποκοιμηθεί με ανοιχτή την τηλεόραση. Ο ύπνος του είναι βαθύς. Κάποια στιγμή ξυπνάει και ψάχνει το τηλεχειριστήριο να την κλείσει. Το πρωί φτιάχνει καφέ εσπρέσο και καπνίζει ένα τσιγάρο. Μετά, κατευθείαν στην εργασία του.
Εκείνη είναι 22 ετών. Εργάζεται ως γραμματέας σε μία επιχείρηση ανταλλακτικών αυτοκινήτων. Είναι δραστήρια γεμάτη ενέργεια. Οι γονείς της, της αγόρασαν ένα μικρό αυτοκίνητο πόλης για να κινείται. Είναι η πρώτη φορά που εργάζεται και είναι πολύ ενθουσιασμένη. Κάθε βράδυ σχεδόν θα βγει με τις φίλες της για καφέ ή ποτό. Πληρώνεται λίγα χρήματα αλλά είναι όλα δικά της γιατί μένει με τους γονείς της.
Ένα απόγευμα όλα άλλαξαν. Εκείνος έφυγε νωρίτερα από την εργασία του επειδή θα γίνονταν αλλαγές των γραφείων και των χώρων. Ήταν χαρούμενος που θα φύγει μέρα από το γραφείο. Ξαφνικά η ίδια διαδρομή αποκτά περισσότερο χρώμα. Αρχίζει και προσέχει περισσότερο τις εικόνες και όχι την οδήγηση.
Εκείνη καθυστέρησε να φύγει. Ένα πρόβλημα με μία παραλαβή ενός φορτίου, διατάραξε το πρόγραμμά της. Είναι εκνευρισμένη και αρχίζει και οδηγεί με λάθος τρόπο.
Δύο άνθρωποι θα κάνουν λάθους χειρισμούς στην οδήγηση και θα συγκρουστούν. Ευτυχώς δεν έχουν χτυπήσει. Μόνο υλικές ζημίες. Ευθύνεται εκείνη. Εκείνος τα έχει με την απροσεξία του. Δεν έχει σημασία εάν το λάθος είναι του άλλου. Αν δεν ήταν αφηρημένος, θα μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση. Τώρα θα ταλαιπωρηθεί. Εκείνη αρχίζει να φωνάζει, μέχρι που εκείνος της δείχνει το STOP που παραβίασε. Έκατσε στο πεζοδρόμιο και ξέσπασε σε λυγμούς. Η ζημιά στα αυτοκίνητα είναι μεγάλη.
Ταιριάζουν πολύ, πάρα πολύ. Πρέπει να φύγει ο θυμός από το προσκήνιο. Εκείνος είναι πιο μεγάλος, πιο έμπειρος. Καταλαβαίνει την ευκαιρία και προσπαθεί να την ηρεμήσει. Ζητάει το τηλέφωνο των οικείων της. Καλεί και τους ενημερώνει ότι έχει συμβεί ένα ατύχημα και παράλληλα τους καθησυχάζει. Ο κόρη τους είναι καλά, αλλά βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. Τους ενημερώνει για το σημείο. Ο πατέρας της τον ευχαρίστησε και αναχώρησε για το σημείο. Σε 20 λεπτά ήταν εκεί, με τη μηχανή του. Πήγε αμέσως στην κόρη του. Όλα καλά.
Ευχαρίστησε ξανά το νεαρό και περίμεναν μαζί, μέχρι να έρθει η οδική βοήθεια. Αντάλλαξαν τηλέφωνα. Ήρθε η οδική βοήθεια και έφυγαν. Η ευκαιρία χάθηκε. Αν δεν είχε έρθει ο πατέρας της, ίσως ήταν καλύτερα για εκείνον.
Η ζωή του άλλαξε. Πρέπει να κινηθεί με συγκοινωνία για 20 ημέρες. Οι επισκευές και η γραφειοκρατία θα τον ταλαιπωρήσουν. Κάθε απόγευμα που φεύγει, ίσως βρει κάποιον συνάδελφο να τον αφήσει στο κέντρο της Αθήνας. Δεν συμβαίνει πάντα. Μερικές φορές μένει μόνος στο γραφείο.
Έτσι κι απόψε. Κοιτάζει τη συσκευή του τηλεφώνου με απλανές βλέμμα. Σηκώνει το ακουστικό και σχηματίζει τον αριθμό της κοπέλας.
- Πήρα να δω αν είσαι καλά.
- Καλά είμαι. Ευχαριστώ. Εσύ πώς είσαι;
- Ταλαιπωρούμαι χωρίς αυτοκίνητο. Απόψε θα αργήσω λίγο και θα πάρω ταξί. Είμαι κουρασμένος.
- Μάλιστα. Συγγνώμη για την ταλαιπωρία. Λυπάμαι.
- Δεν πειράζει. Μετακινούμαι συνέχεια. Κάποια στιγμή θα γινόταν κι αυτό.
- Που δουλεύεις;
- Στο Μαρούσι.
- Δώσε μου τη διεύθυνση. Θα έρθω με το αυτοκίνητο του αδερφού μου. Είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω. Ο πατέρας μου σε συμπάθησε. Το εκτίμησε που πήρες τηλέφωνο να τους ενημερώσεις.
- Σε περιμένω. Έλα προσεκτικά. Θέλω να φτάσεις…
Η συνάντηση έγινε τελικά. Κι ενώ στο ατύχημα ήταν ήρεμος, απόψε τρέμει ολόκληρος. Τώρα θα συγκρουστούν οι χαρακτήρες.
- Καλησπέρα
- Καλησπέρα. Το βρήκες εύκολα;
- Ναι έχω ξαναέρθει εδώ.
- Ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση. Θα ήθελα μία χάρη.
- Πες μου…
- Μην με αφήσεις στο σπίτι. Θέλω να φάω κάτι, είμαι νηστικός όλη μέρα. Δυο καφέδες έχω πιει μόνο.
- Πεινάω κι εγώ. Αν θες πάμε παρέα. Κερνάω εγώ, ο μπαμπάς δηλαδή μου έδωσε χρήματα να σε κεράσω.
- Αν θέλει να κεράσει ο μπαμπάς, τότε να έρθει ο μπαμπάς. Οι δυο μας μιλάμε τώρα.
- Ένα σουβλάκι θέλω μόνο.
- Κι εγώ. Πάμε. Θα σου πω….
Τα ταπεινό ψητοπωλείο, διάσημο για την καυτερή σάλτσα του είναι το ιδανικό περιβάλλον. Ένα πιατάκι με ένα τυλιχτό σουβλάκι και άφθονη μπύρα για να σβήσει την κάψα. Το αλκοόλ επιδρά και στους δύο. Το χαμόγελο είναι διάχυτο. Φαίνεται καθαρά, θα τα βρουν μεταξύ τους. Στην αρχή δεν αγγίζονται αλλά κάθονται δίπλα ο ένας στον άλλον κι όχι απέναντι. Εκείνη φοράει ένα ωραίο φορεματάκι που τονίζει την καλή σιλουέτα της και τη νιότη της. Ένα τζιν μπουφάν δίνει πιο ανεπίσημο χαρακτήρα. Η τσάντα της όμως είναι ακριβή. Το μακιγιάζ είναι το ελάχιστο δυνατό. Έχει ίσια καστανά μαλλιά και πολύ όμορφα γαλαζοπράσινα μάτια. Εκείνος φοράει ένα τζιν σκισμένο και ένα ωραίο γαλάζιο πουκάμισο. Η ζώνη του είναι φαρδιά και τα παπούτσια του είναι σκούρα δετά πολύ ταιριαστά με το τζιν. Δεν φοράει τίποτα άλλο. Έχει μόνο ένα τσαντάκι μπανάνα, στον ώμο, για να κουβαλά τα γυαλιά ηλίου, το κινητό και τις κάρτες του. Το άρωμά του είναι θεσπέσιο. Η κοπέλα τον μυρίζει ασυναίσθητα στον ώμο. Σχεδόν τον ακουμπάει με το στόμα της. Θέλει να τον φιλήσει στο στόμα τώρα. Τα αγγίγματα που αυξάνονται με την υποψία της αδεξιότητας μόνο τυχαία δεν είναι. Τα γόνατά τους είναι ενωμένα. Πιάνει το χέρι της και το κρατά. Μέχρι εκεί. Φτάνει για απόψε. Ικανοποιήθηκε η όραση, η αφή, η όσφρηση και η ακοή. Η γεύση του σώματος του άλλου, θα περιμένει λίγο….
Τελικά ένα λιτό τραπέζι αξίας λίγο περισσότερο από 10 ευρώ, αξίζει όσο μια ζωή. Η ευκαιρία δεν θα πάει χαμένη. Σημασία έχει η στιγμή.
Τον πήγε στο σπίτι του. Δεν ανέβηκε επάνω. Ήθελε πολύ. Αν είναι να γίνει κάτι, ας γίνει αύριο. Όχι σήμερα, θα ήταν λάθος. Αύριο ή μάλλον μεθαύριο…. Δυσκολεύεται να κρύψει τις διογκωμένες θηλές της και κλείνει το τζιν μπουφάν όσο μπορεί. Εκείνος το έχει δει. Τώρα ξέρει. Της αρέσει.
- Τα λέμε μεθαύριο! Αύριο έχω μία υποχρέωση…
- Κι εγώ! Περιμένω τηλεφώνημά σου.
- Καληνύχτα!
- Καληνύχτα!
Ένα φιλί στο μάγουλο γεμάτο τσαχπινιά ήταν η καληνύχτα της.
Η μοίρα πρόσταξε, οι άνθρωποι το ένιωσαν και δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Το μόνο που άφησαν να φύγει, να εξατμισθεί, ήταν ο θυμός.
Κέρδισαν το ύψιστο βραβείο του έρωτα…
Η μεθεπόμενη ημέρα ήρθε. Αμηχανία για το ποιος θα τηλεφωνήσει πρώτος. Πρέπει να το κάνει εκείνη. Το δεύτερο βήμα είναι υποχρέωσή της. Το κινητό χτυπά. Ναι! Είναι εκείνη, ας μην το ακυρώσει….
– Ισχύει για απόψε;
– Βεβαίως ισχύει!
– Έφτιαξα ένα γλυκό που βγήκε χάλια. Να το φέρω;
– Φέρτο! Θα φτιάξω κι εγώ ένα φαγητό χάλια. Σε περιμένω!
Ένα τεράστιο χαμόγελο συνοδεύει το πυρέξ με το αποτυχημένο γλυκό. Πρώτη φορά ασχολήθηκε. Όλα τα έφτιαχνε η μαμά της. Αφιέρωσε χρόνο για πρώτη φορά στην κουζίνα για να φτιάξει ένα δώρο κι όχι να το αγοράσει. Είναι ένα εξαιρετικό δώρο και εκείνος το ανταπέδωσε με μία εξαιρετική καρμπονάρα την οποία διαφήμιζε ως απαίσια για να μην νιώσει εκείνη άσχημα. Ο έρωτας περνάει από το στομάχι…
Ένα εμφιαλωμένο λευκό κρασί συμπλήρωσε το φαγητό επάνω στο παλιό τραπέζι του με τις δύο αταίριαστες καρέκλες. Δύο επίσης αταίριαστα ποτήρια τσούγκριζαν συνεχώς. Το φιλί δεν άργησε να έρθει. Ένα πρώτο διστακτικό και ένα δεύτερο χαοτικό, χωρίς τέλος. Τα χείλη τους τέμνονται όπως το σύμβολο του άπειρου. Ο χρόνος σταματά για αυτούς. Τα πάντα κινούνται αργά, ακόμα και η Γη σταματά να περιστρέφεται. Χωρίς να το καταλάβουν θα βρεθούν στο αυτοσχέδιο μονό κρεβάτι του. Οι κινήσεις είναι αργές, δεν βιάζονται. Οι ανάσες και οι σφυγμοί επιτέλους συντονίζονται.
Είναι δύο κι έγιναν ένα…
