Ο κλέφτης κι η αρκούδα
της Βιτάλια Ζίμμερ.
Έτρεχε σαν λαγός με το ασθενικό του σώμα. Ήταν ελαφρύς και γρήγορος από τη μία και από την άλλη ήταν νηστικός. Τα κατάφερε και μπήκε στο πυκνό το δάσος. Τον έχασαν οι χωρικοί. “Πάμε, πήρε ένα μάθημα να μην ξαναπατήσει στα νοικοκυριά μας. Αν ήθελε φαΐ, ας το ζητούσε ο άτιμος.”
Περίμενε κάμποση ώρα να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Είχε κρυφτεί σε μία τρύπα, σαν τάφος ήταν. Σηκώθηκε, τινάχτηκε από το χώμα και τα ξερά φύλλα και πήρε το μονοπάτι για ένα άλλο χωριό.
Στο δρόμο είδε μία αρκούδα καθιστή να τρώει μέλι από την κερήθρα. “Που τη βρήκες τη κερήθρα; Να πάω κι εγώ να πάρω λίγο μέλι να φάω…” … “Πάρε από το δικό μου” αποκρίθηκε η αρκούδα. “Δεν θέλω το δικό σου. Μην στο στερήσω. Κι εσύ πεινάς κι εγώ πεινάω.” … “Δεν γίνεται αυτό, γιατί θα πεινάσουμε για πάντα και οι δύο. Δεν μπορείς να πάρεις όσο μέλι θες από τη μέλισσα. Αν της το πάρεις όλο, θα πεινάσει και θα πεθάνει. Και τότε, δεν θα ξαναβρείς μέλι ποτέ. Πάρε από το δικό μου.”
Κι άπλωσε το χέρι με μεγάλο δισταγμό και πήρε ο κλέφτης το κομμάτι. Ευχαρίστησε την αρκούδα και πήρε το δρόμο του ξανά.
“Που πας τώρα;” του είπε η αρκούδα.
Θα πάω εκεί που δεν με ξέρουν,
εκεί που μια ντροπή δεν θα ‘χω.
Δουλειά να ζητιανέψω,
φαΐ στους ξένους να χαρίζω.
Κι αν τύχει κι έρθεις από κει
κρεβάτι θα σου στρώσω.
