Ο ανένταχτος beat ποιητής Σπύρος Μεϊμάρης
Σπύρος Μεϊμάρης…Beat και άλλες διαδρομές μιας κεντρικής μορφής
Το 1951 βγαίνει στην Αμερική το βιβλίο «Στο δρόμο» του Τζακ
Κέρουακ, το 1955 το «Ουρλιαχτό» του Άλεν Γκίνσμπεργκ. Και τα
δύο τάραξαν τα λογοτεχνικά ύδατα, αλλά και τα κοινωνικά
δεδομένα στην Αμερική. Πότε έρχεσαι σε επαφή με το «πνεύμα»
των beat;
Το 1959 ήταν μία χρονιά συγκλονιστική στην Αμερική. Τα
γεγονότα, πολιτικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά, ήταν φοβερά. Έχει γραφτεί
και σχετικό βιβλίο. Βρίσκομαι λοιπόν εκείνη τη χρονιά, σε ηλικία 17 ετών,
για πρώτη φορά εκεί, κοντά στο Σαν Φρανσίσκο, χάρη σ’ ένα πρόγραμμα
ανταλλαγής σπουδαστών. Πέφτω, δηλαδή, πάνω σε μια χρονική στιγμή
όπου ο αντίκτυπος αυτών των δύο έργων είναι τεράστιος. Με το που τα
διάβασα άνοιξε ο ουρανός για μένα. Βρήκα σε αυτά μια καθαρά προσωπική
γραφή και ποίηση, κάτι το οποίο δεν είχα ξανασυναντήσει σε τέτοιο εύρος.
Διάβασα το «Ουρλιαχτό» στο πρωτότυπο, γιατί είναι γραμμένο σε μια
γλώσσα καθημερινή. Εάν προσπαθούσα εκείνη την εποχή να διαβάσω τους
αναγνωρισμένους ποιητές των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Φροστ, Άρσιμπαλ Μακ Λις, οι
οποίοι ήταν καθιερωμένοι και ακαδημαϊκοί, ως ένα βαθμό, δεν θα τους
καταλάβαινα. Αυτή ήταν μια μεγάλη επανάσταση στα αμερικανικά
γράμματα: η ποίηση να μπορεί να απαγγέλλεται, να ακούγεται, όχι μόνο να
διδάσκεται στο πανεπιστήμιο ή στο σχολείο.
Ποια ήταν η δική σου σχέση με την ποίηση μέχρι την αποκαλυπτική εκείνη στιγμή που
διάβασες το «Ουρλιαχτό»;
Με την ποίηση δεν είχα καθόλου σχέση. Σταγυμνασιακά μου χρόνια είχα διαβάσει δύο ποιητές, λίγο Καβάφη, λίγο
Καρυωτάκη. Είχα διαβάσει, επίσης, σε μετάφραση Μποντλέρ και Ουόλτ
Ουίτμαν. Η ζωγραφική και η μουσική με απασχολούσαν πολύ περισσότερο.
Η ζωγραφική, ιδίως, ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Κι αυτό φάνηκε με τις
σχέσεις που είχα στην πορεία με ζωγράφους. Με τον Αλέξη Ακριθάκη, τον
Αλέξη Ταμπουρά. Μπορούσα πάντα να συμμετέχω στην πραγματικότητα
που έβλεπαν οι ζωγράφοι. Κάποια στιγμή, όμως, στην Αμερική, αφού είχα
ζωγραφίσει δύο πίνακες, συνειδητοποίησα ότι δεν κάνω για ζωγράφος κι
έτσι την άφησα. Παραμένω λάτρης, θιασώτης. Όπως και με τη μουσική. Τι
είχε συμβεί; Επηρεασμένος βαθιά από τη γραφή αυτών των ανθρώπων,
αποφάσισα να γράψω κι εγώ. Επειδή ήθελα αυτό που θα γράψω να το
διαβάσει κάποιος και να μου πει τη γνώμη του, έπρεπε να γράψω στα
αγγλικά, που όμως ήταν περιορισμένα. Έτσι προέκυψε μια σειρά από
ποιήματα στα αγγλικά, τα οποία τα έδειχνα στους φίλους μου που τους άρεσαν και με ενθάρρυναν.
Στην εισαγωγή του βιβλίου σου «Δηλώσεις της Σιγαλιάς», γράφεις
ότι μετά από αυτή την αμερικανική εμπειρία γύρισες στην Ελλάδα,
εν έτει 1960, νιώθοντας «ξένος». Ότι το ταξίδι στην Καλιφόρνια
δεν ήταν μόνο ταξίδι στο χώρο αλλά, κυρίως, στο χρόνο. Κάνεις
λόγο για μια «οδυνηρή προσγείωση» στην ελληνική
πραγματικότητα.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ήμουν σαν εξωγήινος και
παρέμεινα έτσι. Στην Αμερική έπαθα την πλάκα της ζωής μου. Εμφάνιζε
ένα πολύ σαφές κομμάτι της πραγματικότητας, όπως το ζούσε η γενιά μου.
Ο κινηματογράφος και, ειδικότερα, το Rock n’ Roll, ήταν μία αποκάλυψη
πριν από την ποίηση. Αυτοί οι ποιητές για μένα ήταν σαν Rock n’ Roll
ποιητές. Δηλαδή προηγούντο των ανθρώπων που έγραψαν στίχους στα ροκ
συγκροτήματα στη συνέχεια. Ό,τι ενδιαφέρον συνέβαινε εκείνη την εποχή,
συνέβαινε στην Αμερική. Ζωγραφική λόγου χάριν, abstract expressionism,
που εγώ λάτρευα, Ρόθκο, Μάδεργουελ, Πόλοκ… Όταν επέστρεψα, ένιωσα
εντελώς εκτός χρόνου. Με τους γονείς μου υπήρχαν πάντα συγκρούσεις,
το περιβάλλον του σπιτιού ήταν νοσογόνο. «Κάτι έχει αυτός ο άνθρωπος»,
λέγανε, «πρέπει να τον πάμε στους ψυχιάτρους». Αφού δεν θέλει να
δουλέψει, κάθεται και διαβάζει και κρατάει σημειώσεις (ημερολόγιο), δεν
είναι καλά. Δραπέτευα κατά καιρούς, μόλις γύριζα όμως πάθαινα
κατάθλιψη.
Οι «δραπετεύσεις» αυτές πού σε οδήγησαν;
Αφού έμεινα πολύ λίγο στην Ελλάδα, ένα χρόνο περίπου, αποφασίζω να πάω στο Λονδίνο
να σπουδάσω κινηματογράφο, όπου μάλιστα είχα γίνει δεκτός σε μια
σχολή. Ο πατέρας μου δεν με αφήνει και προτιμάει να με στείλει στο
American University of Beirut, να σπουδάσω λογοτεχνία στη Βηρυτό.
Πηγαίνω λοιπόν εκεί, έχοντας χρήματα για να γραφτώ και να φοιτήσω για
ένα χρόνο. Φτάνοντας, όμως, κάτι μου λέει να μη γραφτώ, να κρατήσω τα
χρήματα. Εκεί πέφτω πάνω στον Πίτερ Ορλόφσκι, ο οποίος είχε έρθει από
την Ταγγέρη. Εντωμεταξύ, μόλις είχα δει τον Γκίνσμπεργκ στην Αθήνα. (Ο
Φερλινγκέτι, πριν την επίσκεψη του Γκίνσμπεργκ στην Ελλάδα, εν έτει
1961, του είχε δώσει ονόματα ανθρώπων να δει εδώ, εμένα και τον Βασίλη
τον Βασιλικό). Κάνουμε παρέα, του λέω τα καθέκαστα. Δύο εβδομάδες στη
Βηρυτό και μου έρχεται η ιδέα να πάω στο Παρίσι. Φτάνω στη Μασσαλία,
φτάνω και στο Παρίσι, όπου ήξερα ένα Βρετανό ζωγράφο, και μένω μαζί
του για δύο με τρεις μήνες. Μετά έκανα διάφορα ταξίδια, πήγα Ιταλία,
Μαρόκο, Ισπανία, είδα στην Ταγγέρη τον Πολ Μπόουλς και την Τζέιν
Μπόουλς. Στο Παρίσι, πήγαινα στην οδό Git le Coeur, στο ξενοδοχείο
γνωστό ως «Beat Hotel». Είχα επαφές με τον Χάρολντ Νορς, τον Ουίλιαμ
Μπάροουζ, τη Νάζλι Νουρ, τον Σίνκλερ Μπέιλς. Κανείς από τους beat δεν
ήταν τότε γνωστός στην Ευρώπη. Ο Μπάροουζ δεν είχε βγάλει καν το «Γυμνό γεύμα». Ήμασταν λίγοι τότε όσοι είχαμε πιάσει με τις κεραίες μας τη σημαντικότητα αυτών των ανθρώπων.
Για σένα, δηλαδή, οι σύγχρονοι Έλληνες ποιητές είναι ταυτισμένοι με την ελληνική
εμπειρία, την ελληνικότητα εν γένει από την οποία ήθελες να
ξεφύγεις. Εσένα τι σε συγκινούσε, τι έψαχνες να βρεις;
Οι ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας, ας πούμε μετά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μεν
αριστεροί Ρίτσος, Λειβαδίτης, Βρεττάκος, περιγράφουν τις
δυστυχίες/εμπειρίες της απομόνωσης των στρατοπέδων με υπερρεαλιστικό
τρόπο και τον αποκλεισμό και την καταπίεση της μεταπολεμικής ελληνικής
κοινωνίας, ενώ συγκεκριμένα ο Ρίτσος καταφέρνει να μιλήσει ιδιαίτερα
προσωπικά, χρησιμοποιώντας σε μεγάλο βαθμό σύμβολα και αλληγορίες.
Οι άλλοι τώρα, απολιτικοί ως επί το πλείστον, Σεφέρης, Ελύτης,
Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, μιλούν για την Ελλάδα σαν σύμβολο και
θεματολογία, αλλά και ως έννοια φιλοσοφική και μεταφυσική, την εποχή
που αυτές οι έννοιες είχαν μία αλήθεια και μία ισχύ. Οι νεότεροι ποιητές
που ακολουθούν, επηρεασμένοι από τους προκατόχους τους αλλά και από
ξένους ποιητές, όπως ο Τ.Σ. Έλιοτ, γράφουν αφηρημένα, γεγονός που
θαμπώνει την εικόνα της ποίησής τους και κρύβει το πρόσωπό τους πίσω
από ένα χείμαρρο επιτηδευμένων λέξεων, με σκοπό τον εντυπωσιασμό του
αναγνώστη. Εγκεφαλική ποίηση ως επί το πλείστον.
Οι πρώτες σου δημοσιεύσεις
ξεκινούν το 1968 σε underground εκδόσεις;
Γενικά, είμαι απών από
τα ποιητικά τεκταινόμενα και τους αντιπροσώπους τους από τις αρχές της
δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα, με εξαίρεση τη συμμετοχή μου σε
ορισμένα περιοδικά. Τα πρώτα αυτά γραπτά δημοσιεύονται το 1968. Στον
Κούρο βγαίνει το «Αρνάκι άσπρο και παχύ» και ακολουθούν τα «Όνειρα
πραγματικότητας» στο «Panderma», και τα δύο εκδόσεις του Λεωνίδα
Χρηστάκη. Αυτές οι δημοσιεύσεις, πράγματι, κυκλοφόρησαν κάπως
subterranean, υπογείως. Άλλα ποιήματα είχαν βγει στο «Πάλι», στο
«Σήμα», στο «Residue» και το «Interim Pad». Η ποίηση μέσα στην
απομόνωσή μου ήταν ένας τρόπος να εκφραστώ. Δεν είχα άλλο σημείο
αναφοράς, η ποίηση κι εγώ και ο υπόλοιπος κόσμος εχθρικός. Άρχισα να
εκφράζομαι όπως μπορούσα στα ελληνικά και αυτά τα γραπτά βγαίνανε
λίγο ακατέργαστα. Ωστόσο, όψιμα αντιλήφθηκα ότι είχαν δημιουργήσει
κάποια αίσθηση. Μικρές αναφορές στην ποίησή μου, ως μεμονωμένη
περίπτωση, υπάρχουν σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες και μελέτες
εκείνης της εποχής.
Παρότι η ποίησή σου περνάει από αυτά τα
στάδια εξέλιξης, οι αναφορές σε σένα συνοδεύονται συνήθως από
χαρακτηρισμούς όπως «ο μόνος Έλληνας beat ποιητής.
Γενικότερα, παρατηρείται μια έλλειψη σοβαρότητας και
ακρίβειας στην καταγραφή των καλλιτεχνικών φαινομένων στην Ελλάδα.
Το Beat είναι ένα φαινόμενο καθαρά αμερικανικό. Άλλο οι επιρροές. Το
Beat δεν συστηματοποιείται θεωρητικά, όπως ο «σουρεαλισμός», ο
«εξπρεσιονισμός» κτλ. Το επίμαχο στοιχείο είναι από πού κι ως πού η
ποίηση του Μεϊμάρη είναι beat ή ότι ο Μεϊμάρης είναι beat. Ή τι καθορίζει
τη beat ποίηση. Θα μπορούσαμε να μιλάμε μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία για
το θέμα. Αυτοί που λένε ότι είμαι beat, πρέπει να πάρουν την ευθύνη να
μου πουν κι εμένα τι σημαίνει αυτό, πέρα από το ιστορικό και το
ανεκδοτολογικό πλαίσιο. Αποδέχομαι το χαρακτηρισμό, στο βαθμό που έχει
να κάνει με τις γνωριμίες και τις σχέσεις που είχα με διακριτά μέλη αυτής
της σκηνής και την ιστορικότητα της υπόθεσης. Τίποτε παραπάνω. Αν
αυτό γίνεται αφορμή ώστε να διαβάσει κανείς άλλους συγγραφείς και
ποιητές, είναι οπωσδήποτε κάτι θετικό…
Η ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΝ
Άπειρα μολύβια στον ουρανό Και οι ήχοι που
με ακολουθούν Όπου κι αν βρεθώ. Στο κάστρο μου βρίσκομαι όπως πάντα.
Οι ανθρώπινες φωνές είναι βαρετές. Το φως που με τρυπάει, που με
διαπερνάει, Καθώς διασχίζω τον Καλιφορνέζικο δρόμο, Καθ’ οδόν προς τον
Ωκεανό. Κατηφορίζω ορμητικά με το ποδήλατό μου, Δίπλα στα σπίτια που
υψώνονται όλο χάρη. Ομάδες απεγνωσμένων παίζουν σκάκι στο δρόμο.
Τους παρακολουθώ. Κάθομαι στο παγκάκι του ηλίου σιωπηλός, Σχετικά
ευτυχισμένος, κοιτάζοντας μ’ εμβρίθεια Τους άφθονους πρωινούς
περιπατητές.
(Σαλαμίνα 18 Νοέμβρη 2008)
Πηγή: https://www.athensvoice.gr/culture/book/48836_o-poiitis-spyros-meimaris
