Φρέσκα

Έριδες κι αέρηδες…Ο λούστρος

της Βιτάλια Ζίμμερ.

 

Άλλες μέρες είναι καλές, άλλες όχι. Αν έχει βρέξει την προηγούμενη μέρα, είναι καλύτερα. Κάποιοι πελάτες είναι σταθεροί. Κάποιοι άλλοι είναι περαστικοί και τους βλέπεις μόνο μια φορά.

Τα χρόνια περνούν, όλα γύρω αλλάζουν και ο κύριος Μιχάλης ενοχλεί τον διπλανό ιδιοκτήτη εστιατορίου. Ο λούστρος χαλάει την εικόνα της περιοχής και του καταστήματός του. Προσπαθεί μάταια επί χρόνια να τον διώξει. Πότε καλεί την αστυνομία, άλλες φορές το λέει στο Δήμαρχο. Δεν γίνεται τίποτα. Ο κύριος Μιχάλης, είναι σκυμμένος και εστιάζει στο υπόδημα. Οι κινήσεις του είναι επιδέξιες αλλά με τα χρόνια γίνονται όλο και πιο αργές.

Ο άπληστος καταστηματάρχης επιμένει ότι υποβαθμίζει την εικόνα της επιχείρησής του. Βρίζει θεούς και δαίμονες για την τύχη του. Ο κύριος Μιχάλης δεν μιλάει ποτέ. Δεν τον έχει ακούσει ποτέ να μιλάει. Κι όταν εκείνος τον βρίζει, ο κύριος Μιχάλης τον κοιτάει στα μάτια. Η γαλήνια σιωπή του, του προκαλεί ακόμα περισσότερο θυμό.

Ένα κρύο μουντό πρωινό, εκεί που γυάλιζε το υπόδημα ενός περαστικού, έγειρε για πάντα και έκλεισε τα μάτια. Συγκεντρώθηκε κόσμος γύρω του. Πλησίασε κι ο καταστηματάρχης γεμάτος απορία.

Τι έγινε; τους ρώτησε.

Πέθανε ο κυρ Μιχάλης ο μουγκός.

Ωχ Θεέ μου τι έκανα…