Φρέσκα

Φυλακή

του Αργύρη Νικολάου

 

Όταν ακούς από τον πιο πράο άνθρωπο που ξέρεις τη λέξη φυλακή δεν μπορείς παρά να στρέψεις την προσοχή σου σ’ αυτόν. «Φυλακή; Εσύ;» του είπα. «Ναι, φυλακή» απάντησε ντροπαλά, «κανονική φυλακή, σαν αυτές που περιγράφει ο Πέλλας, ο Χάκας, ο Κοροβέσης…».
Βλέποντάς με να συνεχίζω να τον κοιτάζω με απορία: «Ω, δεν είχα κάνει τίποτα. Απλώς μ’ είχε βάλει στο μάτι απ’ την πρώτη ώρα που πάτησα το πόδι μου στο στρατόπεδο ένας δόκιμος. Δε μ’ άφηνε ούτε λεπτό σε ησυχία, λες και είχε βάλει σκοπό της ζωής του να με εκμηδενίσει.
Πρώτα με ξεχώρισε από τους συστρατιώτες μου, μετά μου ανέθεσε τα πιο βαριά πράματα, στο τέλος, εξοργισμένος που οι δυνάμεις μου μ’ εγκατέλειψαν, με φυλάκισε.
Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή που μ’ έσυραν στο κελί κι έμεινα μόνος. Από τη μια ένιωσα μια ανακούφιση που γλύτωσα απ’ το διώκτη μου, απ’ την άλλη έκλαιγα. Μα τί έκανα; Μα τι έκανα; επαναλάμβανα. Τις μέρες του εγκλεισμού δεν ξέρω πως άντεξα. Αφού τότε δεν ήξερα από έξυπνες στρατηγικές όπως εκείνου του ποιητή που ζωγράφισε ένα παράθυρο στον τοίχο της φυλακής και το ‘σκασε από εκεί ή όπως εκείνου του ζωγράφου Ηλία Πολίτη που πρότεινε να ορίσει ο φυλακισμένος με κιμωλία στο δάπεδο το τετράγωνο ενός υποτιθέμενου κελιού, να μπει μέσα και την άλλη μέρα να βγει στον εντός εισαγωγικών ελεύθερο χώρο του θαλάμου, απολαμβάνοντας έτσι την ψευδαίσθηση της ελευθερίας του…. αφού, επαναλαμβάνω, δεν ήξερα από παρόμοιες στρατηγικές μάλλον θα πρέπει την αντοχή μου να την αποδώσω στην τύχη ή στην ικμάδα μου».