Φρέσκα

Η Τιτίκα της Πόλης

της Έφης Καραμιχάλη

 

Την έλεγαν Τιτίκα. Εγώ σαν παιδί τη θυμάμαι εκεί γύρω στα ογδόντα της, πολύ αδύνατη, κοντούλα, με κατάμαυρα μάτια και ένα εντυπωσιακό κατάξανθο μαλλί πάντα περιποιημένο.

Στήριζε το σαρκίο της σε ένα ασημί μπαστούνι και κάθε πρωί, εκεί γύρω στις 11, περνούσε μπροστά από τα σπίτια μας για να πάει στα μπουρδέλα της γειτονιάς. Φρόντιζε τα “κορίτσια”, έτσι έλεγε.

Πιστεύω ότι και η ίδια, πόρνη πολλά χρόνια, είχε ανάγκη ακόμα και στα γεράματά της απ’ τις μυρωδιές και τις αναμνήσεις των χρόνων εκείνων, που στο γυμνό κορμί της έσβηναν τους πόθους τους τα αρσενικά της πόλης, και όχι μόνο.

Ο πατέρας έλεγε ότι ήταν από τις καλύτερες χορεύτριες στην Κωνσταντινούπολη. Τί είχανε δει τα μάτια της, τί είχε ζήσει το κορμί της, πόσες ζωές κουβαλούσε μέσα της, κανείς μας δεν ήξερε και δεν έμαθε ποτέ!

Έμενε λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας, μέσα σε μια αυλή γεμάτη κάμαρες, αλλά η δική της ξεχώριζε απ’ την κόκκινη δαντελωτή κουρτίνα στο μοναδικό της παράθυρο.

Τη συντηρούσε όλη η γειτονιά. Σαν όνειρο θυμάμαι μια φορά που μαζί με τη μάνα μου της πήγαμε ένα πιάτο φαγητό.

Το δωμάτιό της είχε μια καργιόλα στην άκρη, μια ξύλινη ντουλάπα χωρίς καπάκια, ένα τραπεζάκι με πολλά μικρά μπουκαλάκια από αρώματα, και σε όλους τους τοίχους φωτογραφίες από την “ΠΟΛΗ”, την Αγιά Σοφιά κι ανατολίτισσες χορεύτριες.

Ένα βράδυ, άγνωστο πώς, πήραν φωτιά οι κάμαρες στην αυλή. Μέχρι να σβήσουν με κουβάδες τη φωτιά οι γείτονες, οι ξύλινες παράγκες έγιναν στάχτη.

Την Τιτίκα τη βρήκαν νεκρή. Το μόνο που απέμεινε στην καμένη της κάμαρη, ήταν οι δύο κατάξανθες περούκες της στο πάτωμα…

blonde feminine wig on black background