Φρέσκα

Ιστορίες για την ποίηση (64)…“Αι λέξεις” του Ανδρέα Εμπειρίκου

Στον Nάνο Bαλωρίτη

Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύραν του Σαρωνικού, υπό το φίλιον φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων – των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων – ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ωρισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και δια το μέλλον, αι λέξεις «Eλελεύ», «Σε αγαπώ», και «Δόξα εν υψίστοις», και, αιφνιδίως, ως ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται, ή ως κλαγγή αφίξεως ορμητικού μετρό εις υπογείους σήραγγας των Παρισίων, και αι λέξεις: «Chardon-Lagache», «Denfert-Rochereau», «Danton», «Odeon», «Vauban», και «Gloria, gloria in excelsis».

«Εγώ εξεπαιδεύθην στην καθαρεύουσα. Τα εκφραστικά μου μέσα στη δημοτική ήσαν ακαδημαϊκά, ψεύτικα. Τα ‘μαθα. Έγραφα ως δημοτικιστής ώσπου έφθασα στον υπερρεαλισμό. Και έχω ακόμη μερικά κείμενά μου τυπικώς υπερρεαλιστικά. Και σαν νέος που ήμουν και παιδί, δεν ήμουν καν δημοτικιστής, με την έννοια που λέμε σήμερα, ήμουν μαλλιαρός, μαθητής του Ψυχάρη, κάτοχος της γραμματικής του».