Φρέσκα

Μαρτιάτικο βραχιολάκι

της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου

 

Από την προηγούμενη το βράδυ, του Φλεβάρη, η μητέρα θα έφτιαχνε με άσπρη και κόκκινη κλωστή ένα υποτυπώδες βραχιολάκι Μαρτιάτικο και θα μου το έδενε στο χέρι. Δεν θυμάμαι καλά μα νομίζω πως προτιμούσα το Μάρτη μου στο δεξί μου. «Για να μην σε κάψει ο ήλιος» μου έλεγε. «Γιατί καίει ο ήλιος τον Μάρτη μαμά;» θα ρωτούσα με παιδική αφέλεια. «Έτσι είναι το έθιμο» μου απαντούσε χωρίς πολλές εξηγήσεις. Κι αφού το έλεγε η μητέρα, που όλα τα ήξερε, μου ήταν αρκετό.

Ο ασπροκόκκινος Μάρτης στο χέρι έπρεπε να φτιαχτεί το προηγούμενο βράδυ που η μητέρα είχε λάσκα γιατί το πρωί δεν ήταν ώρα για τέτοια πράγματα. Το σπίτι είχε πυρετώδεις ρυθμούς το πρωί. Ξύπνημα, τόσα παιδιά, τόσα «σήκω επιτέλους, δεν θα προλάβεις να πας σχολείο», ποδιές, γάλα με κακάο για να μη μου “βρωμάει”, ο πατέρας να ξυρίζεται στον καθρέφτη του μπάνιου με εκείνα τα περίεργα σύνεργά του, κάποιος θα έβαφε τελευταία στιγμή τα παπούτσια του με βερνίκι, κρύο και τουρτούρισμα, χτένισμα, σάκα, τσιμπιές, κι έπρεπε και να παραφυλάξω να χύσω το γάλα στο νεροχύτη γιατί καραδοκούσε που το ‘ξερε.

Οι κλωστές για το Μάρτη και για το ράψιμο ήταν σε ένα συρτάρι της κουζίνας. Και τα σύνεργα για να βάφουμε τα παπούτσια μας κι αυτά εκεί τα βάζαμε, στο κάτω κάτω συρτάρι. Δυο βούρτσες δηλαδή, η μία για τα παπούτσια, η άλλη για τα ρούχα και βερνίκια Camel. Εκείνο το συρτάρι είχε και ψαλίδες για το κλάδεμα του πατέρα, μια πέτρα για το ακόνισμα της λάμας των μαχαιριών, ένα μικρό πριόνι και μια λίμα για το ακόνισμά του. Ήταν τα εργαλεία της άμεσης ανάγκης για να μην χρειάζεται να πηγαίνουμε στην αποθήκη που ήταν εκτός σπιτιού. Κι από πάνω, στ’ άλλα συρτάρια, πετσέτες, μαχαιροπήρουνα, εργαλεία της κουζίνας. Γκρίνιαζε καμιά φορά η μητέρα όταν επεκτείνονταν ο πατέρας με τα εργαλεία του παραπάνω. Δεν ήταν και πολλά τα συρτάρια βλέπεις.

Καθόταν ο πατέρας σε ένα σκαμνάκι στην αυλή, έπαιρνε το πριόνι και το έσφιγγε ανάμεσα στα πόδια του. Και μία λιμάριζε το ένα δόντι προς τ΄αριστερά και το άλλο δόντι προς τα δεξιά. Έτσι γίνεται το ακόνισμα του πριονιού.

Μ’ εκείνα τα εργαλεία τέτοια μέρα, σα θα ‘μπαινε ο Μάρτης, θα τις είχε κλαδέψει τις τριανταφυλλιές ο πατέρας. Ήταν το κέφι του αυτές οι τριανταφυλλιές. Όλος ο διάδρομος και από τις δύο πλευρές και όλη η ανατολική πλευρά του σπιτιού γεμάτη, με όλα τα χρώματα. Κόκκινες, κίτρινες, δίχρωμες, ροζ, αναρριχώμενες. Στο διάδρομο αυτόν στεκόμασταν, μέσα στα τριαντάφυλλα, για να μας βγάλει φωτογραφίες. Και ήταν πολύ περήφανος που όλοι μιλούσαν για κείνες τις τριανταφυλλιές, που άλλο σπίτι τόσες πολλές και τόσο όμορφες δεν είχε. Καμιά φορά, τ’ απογεύματα, έκοβε ένα τριαντάφυλλο από την αγαπημένη του που ήταν μια κατακόκκινη, με βελούδινα πέταλα και βαθύ άρωμα, και το κρατούσε προσεκτικά μέσα στα χέρια του. Το κρατούσε ώρες, καμιά φορά το έβαζε και στην τσέπη του σακακιού του. Πάντα βρίσκαμε ξεραμένα τριαντάφυλλα στις τσέπες του σακακιού του πατέρα. Τον έβλεπα βυθισμένο στις μεγαλίστικες έγνοιες του να το κρατά στην μύτη του ώρα πολύ και να το μυρίζει με απανωτές ρουφηξιές. Τί να σκεφτόταν άραγε εκείνες τις ώρες ο πατέρας;

Σήμερα που δεν υπάρχουν πια εκείνες οι τριανταφυλλιές, ούτε η μητέρα για να μου φτιάξει το Μάρτη για να με προστατέψει κι ούτε ο πατέρας για να μου φέρει την άνοιξη με τα ίδια του τα χέρια, με τις ψαλίδες και το πριόνι του το καλοακονισμένο, υπάρχει όμως η ωραιότερη εικόνα μου. Ένα κοριτσάκι με το Μάρτη της μητέρας στο δεξί της χέρι να τρέχει χαρούμενο στο διάδρομο με τις τριανταφυλλιές του πατέρα. Κι αν ακόμα όλα τα τριαντάφυλλα του κόσμου δεν μυρίζουν όπως εκείνα, εγώ το κρατώ μέσα μου εκείνο το κοριτσάκι που έφτιαξαν οι δυό τους, και παρηγοριέμαι…

Αρχείο Αλεξάνδρα Λαμπροπούλου