Φρέσκα

ΚΟΥΡΕΑΣ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΓΕΝΕΩΝ

του Γιώργου Ρούβαλη

 

Hello, good evening. Could I speak to Mr Comis, please?

Mr Comis is not at home. Would you like to call at his office?

Yes, thank you madam. I’ve got the number.

Hello, Mr Comis please?

Speaking.

Χάρη καλησπέρα, δεν ξέρω αν με θυμάσαι, είμαι ο συμπολίτης σου ο Γιώργος ο Ρ. Μέναμε στην ίδια γειτονιά με σας .

Και βέβαια σε θυμάμαι Γιώργο. Πώς με βρήκες μετά από τόσα χρόνια;

Σου τηλεφωνώ από τις Βρυξέλλες. Μου έδωσε το τηλέφωνό σου ο κοινός μας φίλος, ο Γιάννης ο Σ. Σε παίρνω γιατί μου διηγήθηκε μια ιστορία που σε αφορά κι ήθελα να σε ρωτήσω μερικά πράγματα
σχετικά. Είν’ αλήθεια ότι όταν έρχεσαι στο Ναύπλιο πηγαίνεις πάντα για κούρεμα στον ίδιο κουρέα;

Βέβαια. Έχω τώρα πάνω από είκοσι πέντε χρόνια που μένω στην Αγγλία. Ναι, πυρηνικός φυσικός.
Στην Ελλάδα έρχομαι μια – δυό φορές το χρόνο. Και όταν πάω στο Ναύπλιο πάω πάντα στον κουρέα μου τον Αντίκα τον Τάκη.

Κοίτα τί περίεργο πράγμα. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Έχω-από παλιά-τον κουρέα τον Γιώργο τον
Τζανετόπουλο, στην Πλαπούτα. Αυτός είναι γιος κουρέα, στο ίδιο μέρος. Όταν λοιπόν πήγαινα στο Ναύπλιο από το εξωτερικό, κυρίως καλοκαίρι, πήγαινα πάντα να με κουρέψει αυτός, που με κούρευε από παιδί. Η αδερφή του μάλιστα η Σοφία, μοδίστρα, ερχόταν και έραβε στη μητέρα μου.

Για φαντάσου! Και εγώ που νόμιζα ότι μόνο εγώ ήμουν ο τρελός που επέμενε μπαρμπέρικα και
ελληνικά, πού’ λεγε το σύνθημα του 80! Αφού να φανταστείς ότι στην αρχή που είχα πάει στην
Αγγλία για μεταπτυχιακά, έμενα ακούρευτος (αξύριστος όχι!) περιμένοντας να ‘ρθω Πάσχα,
Χριστούγεννα και καλοκαίρι να με κουρέψει ο Τάκης.

Σού ‘λεγε ιστορίες από παλιά;

Ιστορίες ιδιαίτερες δεν μου ‘λεγε, αλλά αυτός όπως μου διηγήθηκε κούρευε τρείς γενιές από την
οικογένειά μου. Ναι, ακριβώς. Κούρευε τον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μου δηλαδή, που ήταν από το Σκαφιδάκι, τον πατέρα μου, τον θυμάσαι, καπνέμπορο, κι εμένα! Συγκινήθηκα μ ́ αυτό και μια φορά που είχα έρθει καλοκαίρι, του πήγα και την κόρη μου, που ήταν οχτώ χρονών και είχε κοντά μαλλιά και την κούρεψε και αυτήν! Έτσι λοιπόν, ο Τάκης κούρεψε τέσσερις γενιές Κόμηδων!

Αν αυτό που μου λες δεν είναι ρίζες, αναρωτιέμαι τι είναι. Επειδή κι εγώ μένω σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα έξω, έχω παρατηρήσει ότι ο οικογενειακός γιατρός, ο οδοντίατρος και βέβαια ο κουρέας είναι πολύ σημαντικοί. Δεν βρίσκεις εύκολα όπως τους θες και κυρίως δεν τους βρίσκεις που να σε ξέρουν από παιδί αναντάμ – παπαντάμ. Έξω αισθάνεσαι σαν ορφανός. Κι όταν γυρίσεις στην πατρίδα, τρέχεις αμέσως στον δικό σου άνθρωπο που ξέρει το κεφάλι σου, τι έχει μέσα και το ίδιο τα κεφάλια όλων των δικών σου…

Έτσι είναι Γιώργο. Εγώ έχω πάρει ξένη, Αγγλίδα. Αλλά προσπάθησα η κόρη μου να μάθει ελληνικά,
την φέρνω συχνά στο σπίτι μας στο Σκαφιδάκι, της μιλάω για την οικογένειά μας, την Ελλάδα, το
Ναύπλιο, θέλω να νοιώθει ότι από κάπου κρατάει και αυτή, όπως και ο πατέρας της.

Ε, και δεν είναι τόσο δύσκολο να ερωτευθεί το Ναύπλιο, την ωραιότερη πόλη της Ελλάδας . Αλλά που βρισκόταν ο κουρέας σου;

Στον Μεγάλο Δρόμο, σε κάτι μικρά μαγαζάκια που βρίσκονται κολλημένα στο τζαμί, το Τριανόν,
πριν φτάσεις στην πλατεία Συντάγματος αριστερά. Έχω τώρα δέκα χρόνια να πάω. Μπορεί και νά
‘χει πεθάνει ο Τάκης, γιατί είχε προβλήματα με τα πόδια του, δεν μπορούσε να σταθεί πολλή ώρα
όρθιος.

Θα μάθω και θα σου πω. Πάντως, ο δικός μου ο κουρέας, ο Τζανετόπουλος, ζει και βασιλεύει. Βέβαια το κουρείο το ‘κλεισε, πήρε σύνταξη. Χάρισε μάλιστα τον εξοπλισμό στο Πελοποννησιακό
Λαογραφικό Ίδρυμα της Ιωάννας Παπαντωνίου. Αλλά έχει το σπίτι του γιου του στην Πρόνοια και το δικό του στον Συνοικισμό. Πάω και τον βλέπω εκεί και μου λέει ένα σωρό ιστορίες απ’ το παρελθόν. Για τον πατέρα του, πολύ αυστηρός , είχε έξι παιδιά, για την Κατοχή και την πείνα, όταν ο ίδιος ήταν παιδί, για το παλιό Ανάπλι, τις πλάκες που έκαναν ο ένας στον άλλο, για την Πρόνοια, γειτονιά όλο αλληλεγγύη τότε και άλλα πολλά. Είναι ο σύνδεσμός μου με το παρελθόν της πόλης μας  και με τα νιάτα μου.

Ο Αντίκας είχε αρχίσει με τον Καμακιώτη, έναν από τους πιο παλιούς κουρείς-κομμωτές του
Ναυπλίου. Μ’ αυτόν άρχισε και ο Στράτος ο Γόσιας, που είχε κομμωτήριο χρόνια στον Μεγάλο Δρόμο. Αργότερα ο Τάκης άνοιξε δικό του μαγαζί εκεί που σου είπα. Ήταν κοντός, στιβαρός και
λιγομίλητος. Μας διηγόταν πάντως ότι τα τελευταία χρόνια η κοινωνία του Ναυπλίου είχε αλλάξει. «Τί να σου πω Χάρη μου, ο πατέρας σου ο κύριος Κώστας ο Κόμης και οι φίλοι του ήταν πραγματικοί κύριοι. Τώρα πλέον δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι».

Κι έχει δίκιο γιατί οι παλιοί Αναπλιώτες είτε πέθαναν, είτε πήγαν να ζήσουν στην Αθήνα κι όσοι απέμειναν είναι πλέον μειοψηφία σε σύγκριση με τους ξενόφερτους («φερτοί» τους λένε στα χωριά) που δεν γεννήθηκαν εκεί, δεν αγαπούν τόσο την πόλη και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να κάνουν -το γρηγορότερο- λεφτά.

Πάντως όσο ζουν οι κουρείς μας ή όσο ζούμε εμείς που τους θυμόμαστε, οι αναμνήσεις αυτές δεν
σβήνουν. Αν μάλιστα τις γράψουμε, τόσο το καλύτερο. Τα παιδιά της «Απόπειρας» του περιοδικού
που έβγαινε τη δεκαετία του 90 στο Ναύπλιο δημοσίευσαν ένα σωρό παλιές φωτογραφίες,
ημερολόγια, άλμπουμ και με κτίρια, αλλά και με συλλόγους, συντεχνίες και παλιά επαγγέλματα. Τους έχουμε και τους βλέπουμε στις κιτρινισμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ξέρουμε μάλιστα πως λέγονταν οι περισσότεροι.

Καλά λες. Είναι ένας τρόπος να αναβιώσουμε το παρελθόν, να μείνει κάτι κι απ’ αυτούς τους
ανθρώπους που κούρεψαν τόσα κεφάλια (και ξύρισαν τόσα μάγουλα) στο Ναύπλιο, μας έκαναν ωραία αγοράκια αντί για γίδια, ύστερα κυρίους αντί για αγριανθρώπους και -κυρίως- ήταν κοντά μας για τρείς-τέσσερις γενιές…

Δικοί μας άνθρωποι, σχεδόν μέλη της οικογενείας. Αλλά τότε στις μικρές πόλεις μια οικογένεια
είμαστε και αυτό αναζητούμε τώρα όταν γυρίζουμε στα μέρη μας, την καλημέρα, τον παλιό
συμμαθητή που θα δεις στον δρόμο, την κοπέλα που πρωτοαγάπησες (έστω και αν πήρε άλλον) και τα μικρά δρομάκια και πλατείες όπου έπαιζες μικρός. Η ζωή σου αποδώ ξεκίνησε κι αν έχεις σπίτι εδώ, ίσως κι εδώ να τελειώσει.

Λοιπόν Χάρη μου, σ’ ευχαριστώ για την κουβέντα. Θα τα ξαναπούμε εν καιρώ. Και μια ευχή:
ραντεβού για κούρεμα το καλοκαίρι στο Ναύπλιο! Σ’ ένα παλιό κουρέα, που θα μας ξέρει από
παλικαράκια!

________________
Από τη συλλογή “Στ’ Ανάπλι”, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2005