Αρνάκι τη Μεγάλη Βδομάδα
του Γιώργου Ρούβαλη
Όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο Θηλέων, στο Ναύπλιο, πολύ με είχε ταλαιπωρήσει το θέμα της θρησκείας. Όπως θα θυμάσαι κι εσύ, τότε, δεκαετία του ’60, τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά στην επαρχία. Μας είχαν από κοντά, με τα λουριά σφιγμένα. Ο πατέρας μου, ευτυχώς, μορφωμένος άνθρωπος, βιομήχανος, που είχε ζήσει στο εξωτερικό, δεν με καταπίεζε. Ειδικά στο θέμα της θρησκείας μου είχε πει καθαρά, ότι αυτοί κι αυτοί ήταν οι κανόνες και ας έκανα ό,τι ήθελα. Μεγάλη ενθάρρυνση αυτή, μ’ όλο που ήμουν κορίτσι.
Εκεί όμως που βρήκα έναν δάσκαλο, έναν οδηγό, ένα υπόδειγμα, όχι μόνον εγώ αλλά και όλες μας σχεδόν οι συνομήλικες ήταν στο πρόσωπο της συμμαθήτριάς μας της Τούλας, κόρης του παπά της ενορίας, του Αγίου Σώζοντος. Αυτή η Τούλα ήταν μια μικρή επαναστάτρια για κείνη την εποχή. Κι ήταν και παπαδοπούλα, μοναχοκόρη. Αυτή πρώτη σήκωνε το λάβαρο της αμφισβήτησης και μας άνοιξε τα μάτια γύρω απ’ την υποκρισία των μεγάλων και την τυπολατρεία που βασίλευε τότε.
Πώς το έκανε; Θα σου πω. Εκείνα τα χρόνια, θεμελιώδης ήταν η επιρροή της εκκλησίας στη ζωή μας. Όχι μόνο σταυροκοπήματα και λειτουργίες αλλά – κυρίως – έντονη χειραγωγία των νέων. Υποχρεωτικός εκκλησιασμός κάθε Κυριακή, με προσυγκέντρωση στο Γυμνάσιο, απουσίες, υποχρεωτική εξομολόγηση, κατηχητικό και τα λοιπά. Στο σχολείο, μόνον η Ζωή του Παιδιού και το περιοδικό του Ερυθρού Σταυρού Νεότητος κυκλοφορούσαν ελεύθερα. Κάθε άλλο περιοδικό απαγορευόταν. Βέβαια εμείς διαβάζαμε και το Ρομάντζο και το Φαντάζιο και τον Ταχυδρόμο. Λαχταρούσαμε να δούμε τις κοσμικότητες στην Αθήνα, τη μόδα, πώς ντύνονταν τα μανεκέν. Μ’ όλο που η δικιά μας ενδυμασία ήταν τυποποιημένη και μονότονη: η μπλε μας ποδιά με το γιακαδάκι, μακριά μέχρι σχεδόν τους αστραγάλους, άσπρα σοσόνια και μαύρα παπούτσια. Και
ακόμα και υποχρεωτική κορδέλα στα μαλλιά. Ούτε μακιγιάζ, ούτε νάυλον κάλτσες και βόλτες ατελείωτες στο Μεγάλο Δρόμο να βλέπουμε τα αγόρια. Σταματάγαμε , ας πούμε ,στο μεγάλο καθρέφτη που υπήρχε στο ισόγειο του ξενοδοχείου Μυκήναι, απέναντι απ’ το τζαμί, το σινεμά μας το Τριανόν, και φτιάχναμε το μαλλί, το μόνο που μας έμενε αφού ούτε κραγιόν, ούτε ρουζ, ούτε σκουλαρίκια επιτρέπονταν. Αυτό μέχρι τις οχτώ, που ήταν η ώρα που μπορούσαμε να κυκλοφορούμε. Όσο πλησίαζε, κάναμε στα γρήγορα κι άλλη μια βόλτα, κι άλλη μια, με μανία, να προλάβουμε να δούμε περισσότερο κόσμο, να μας δουν, να γελάσουμε, να πούμε καμμιά σαχλαμάρα, να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι ζούμε. Γυρνάγαμε τόσο πολύ, σαν σβούρες, που στο σπίτι το βράδυ, μας πονούσε η μέση μας. Σινεμά δε, πότε – πότε και σε ταινίες ειδικά επιλεγμένες για μας. Από πάρτυ, άστα. Μόλις μάθαινε ο σκοταδιστής καθηγητής, ο Κούγιας, αυτός που τόσο μας είχε ταλαιπωρήσει τότε, ότι κάποια ετοίμαζε κάτι, πήγαινε και την απειλούσε: «Μην τολμήσεις και κάνεις αυτό που μου είπαν ότι οργανώνεις, αλλίμονό σου!». Κι αυτή η κακομοίρα, από φόβο, πολλές φορές ματαίωνε το πάρτυ.
Ε, λοιπόν η Τούλα, η παπαδοπούλα ήταν μία πρωτοπόρος. Με απλό τρόπο και συγκεκριμένα
παραδείγματα μας έκοψε το φόβο της θρησκείας, της τιμωρίας, του αμαρτήματος. Το Πάσχα, ας πούμε, εγώ τρελλαινόμουν να τρώω κόκκινα αυγά. Δεν ξέρω γιατί, μου άρεσαν και τα καταβρόχθιζα όλη τη Μεγάλη Βδομάδα, χωρίς να τηρώ τη νηστεία και χωρίς να περιμένω την Ανάσταση. Κι ήταν η Τούλα που μ’ έκανε να μη φοβάμαι, γιατί μου διηγήθηκε ότι ο πατέρας της ο παπάς, έτρωγε κι αυτός και δεν κρατούσε τη νηστεία. Μάλιστα μας το απέδειξε και πρακτικά: «Να ‘ρθείτε», μας είπε σε πεντέξη συμμαθήτριες, «το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, στην πλαϊνή πόρτα του Αγίου Σώζοντος, και θα δείτε τι γίνεται». Πάμε κι εμείς και τί να δούμε; Στα μισά των Δώδεκα Ευαγγελίων να έρχεται η παπαδιά με απλάδες φορτωμένες με αρνάκι και κόκκινα αυγά, που καταβρόχθιζε ο παπάς, ο δεσπότης και ίσως και τα παπαδοπαίδια μέσα εκεί. Μείναμε εμβρόντητες. Δηλαδή αυτοί μας έβγαζαν το λάδι – που λέει ο λόγος – στη νηστεία και αρταίνονταν κρέατα τις πιο αυστηρές μέρες. «Μα βέβαια, βρε χαζές! – μας λέει η Τούλα -. Πώς αλλιώς νομίζετε ότι θα άντεχαν τα δώδεκα ευαγγέλια και μετά όλη την ολονυκτία του στολίσματος του Επιταφίου; Με τη νηστεία; Φυσικά και χλαπακιάζουν κι εσάς τα κορόιδα σας έχουν στη νηστεία, ούτε λάδι». Όπως έλεγε κι ο Αυλωνίτης – χοντρός κι ο ίδιος – σε μια παλιά ταινία: «Φάτε, χλαπουτίστε, ρίχτε μέσα σας, φφφφάτε!…». Αυτό μας συγκλόνισε κι αρχίσαμε να βλέπουμε με άλλο μάτι και τον πατέρα της Τούλας, τον εφημέριο του Αγίου Σώζοντος, έναν ψηλό, ωραίο, μαυρομάλλη παπά αλλά πολύ αυστηρό κι όλους του άλλους υποκριτές, επιτρόπους και θρησκευομένους.
Ένα δεύτερο παράδειγμα της Τούλας, μας συντάραξε ακόμα πιο πολύ. Είμαστε τότε στα δεκατέσσερα, δεκαπέντε κι είχαν αρχίσει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Αθώα πράγματα βέβαια, ματιές κλεφτές στον περίπατο, καμμιά κουβέντα στο δρόμο, κανένα φιλάκι στα κρυφά, σε ερημιές και σκοτάδια. Γραμμή τότε για υποχρεωτική εξομολόγηση. Και επειδή μερικά κουτορνίθια ήταν έτοιμα να πάνε να ξεράσουνε στον παπά την πάσα αλήθεια, η Τούλα μας πρόλαβε: «Μη σκεφθείτε καν να πείτε τα πάντα στον πατέρα μου, φίδι που σας έφαγε. Εγώ η ίδια τον άκουσα να λέει στις μανάδες σας, όταν πήγαινε για αγιασμό ή ευχέλαιο: τώρα με την εξομολόγηση θα μάθουμε τα πάντα για τα κορίτσια σας κι εγώ θα ρχομαι να σας τα λέω, να μπορούμε να τα ελέγχουμε!». Ούτε μυστήριο της εξομολόγησης δηλαδή, ούτε εχεμύθεια, ούτε μυστικά μεταξύ μας και του Θεού. Ό,τι και να λέγαμε, πήγαινε κατευθείαν στα σπίτια μας και από ποιον, απ’ τον ίδιο τον εξομολόγο!
Αλλάξαμε τακτική λοιπόν κι εμείς, κι αρχίσαμε τα ψέματα. Ναι, δεν διάβασα τα μαθήματά μου, ναι, αντιμίλησα στη μαμά μου, τέτοια, αθώα αμαρτήματα. Το τι πραγματικά κάναμε, κρυφά, τάφος, μόνο μέσα μας.
Άντε μετά να πιστέψεις στην ηθική τους και στην υποκρισία τους. Γίναμε κι εμείς μουσίτσες, ζωή να χει η Τούλα που μας άνοιξε τα μάτια.
Αυτή η Τούλα του έκανε κι άλλο ένα κάζο του πατέρα της του παπά. Όσο περνούσαν τα χρόνια κι
τελείωνε το Γυμνάσιο, την προόριζε για γάμο μ’ έναν δημόσιο υπάλληλο, μεγαλύτερό της. Τον είχε βρει κιόλας, με το σκεπτικό ότι έτσι το κορίτσι του θα ήταν εξασφαλισμένο οικονομικά. Έλα όμως που η Τούλα ερωτεύτηκε άλλον που δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος! Ήταν ο Χάρης, ένα παλληκάρι μελαχροινό, με υπέροχα μάτια, λεβέντης, που είχε η οικογένεια του ένα λεωφορείο, δηλαδή σωφέρ. Αδύνατον ν’ ακούσει για τέτοια περίπτωση ο παπάς. Απειλούσε ότι θα του έρθει έμφραγμα. Σηκώνεται λοιπόν η Τούλα και κλέβεται μαζί του και καταλήγουν στην Αθήνα, στο σπίτι μου. Εγώ μόλις είχα χωρίσει από τον σύζυγό μου που μου είχαν επιβάλλει, έναν πολιτικό μηχανικό πολύ μεγαλύτερό μου. Ενάμιση μήνα μου κράτησε ο γάμος γιατί υπήρχε ένα κουσούρι που αποκαλύφθηκε μετά. Να την λοιπόν η Τούλα, να μου ζητάει βοήθεια οικονομική, πάνω που ήμουνα κι εγώ αρκετά στενάχωρα. Βγάζω, που λες, ένα δαχτυλίδι ωραίο που είχα – μου το ‘χε χαρίσει ο μπαμπάς στα δεκαπέντε μου – και της το δίνω, να περάσει τη δυσκολία. Με μεγάλη χαρά της το έδωσα, ήταν η πιο αγαπημένη μου φίλη και της χρώσταγα κι εγώ τη δικιά μου την επανάσταση.
Να μη στα πολυλογώ, η Τούλα παντρεύτηκε τον σωφέρ, ο παπάς ούτε έμφραγμα έπαθε ούτε τίποτα, έχτισαν σιγά – σιγά το σπίτι τους και έκανε και δυο παιδιά, αγόρια, που το πρώτο το έβγαλε με το όνομα του παπά. Βράχος όμως εκείνος, αδύνατον να την συγχωρέσει κι ας ζούσαν και στην ίδια πόλη. Μόνον μετά το δεύτερο παιδί ήρθε να την δει, της είπε ότι είχε κάνει λάθος κι ότι την συγχωρούσε. «Καταλαβαίνεις, παιδί μου, της είπε, τι ντροπή για μένα να κλεφτείς εσύ, που είμαι και παπάς, και να μην μπορέσω να σε στεφανώσω ο ίδιος, που σ’ έχω μονάκριβη!» Μπα, η Τούλα ήταν πολύ άνετη. Αφού είχε σχεδόν πετύχει τη συγχώρεσή του παπά, γυρνάει και του λέει: «Κι γι’ αυτό στενοχωριέστε καλέ μπαμπά, άμα θέλετε χωρίζω με τον Χάρη και ξαναπαντρευόμαστε μ’ εσάς ιερέα!» Τόσο ψύχραιμη ήταν. «Όχι, όχι! – απαντάει ο καυμένος ο παπάς. Μείνε όπως είσαι, μόνο ορκίσου μου ότι δεν θα μου ξανακάνεις τέτοιες λαχτάρες!»
