Το τέλος ενός ταξιδιού
«Blue shadows
are rising up in the east;
smoothly and swiftly
the ship sails on:
on a calm sea, before evening,
we shall safely reach land».
Tristan and Isolde
της Μίμας Δουγαλή
Το καλοκαίρι τελείωνε πια, ξεψυχούσε και σιγά σιγά βυθίζονταν όλα γύρω γύρω στον απάνεμο κόλπο σε μια ήρεμη αχλή. Τ’ απογεύματα και τα βράδυα βάφονταν γλυκά με ήπια θλιμμένα χρώματα, σαν το πινέλο αυτού του ζωγράφου να βουτούσε άπληστα στο αιώνιο κεχριμπάρι και στη σέπια, πίσω από τα πεύκα, μέσα στις συστάδες και τους βράχους και τις σπηλιές, πίσω απ’τα φλύαρα κύματα και τα λαγαρά νερά, κάτω απ’ τα σύννεφα. Ήταν σαν να μην υπήρχε ψυχή σ’ αυτό το μοναχικό τοπίο και ο άνεμος στέναζε πότε πότε τα βράδυα μέσα απ’τις τρύπες και τα κοιλώματα των βράχων και τις πευκοβελόνες με φωνές, ψιθύρους, σφυρίγματα και μυστηριώδη ουρλιαχτά που ξαφνικά άρχιζαν και ξαφνικά επίσης έπαυαν, αφήνοντας στη θέση τους μια κάθετη απόλυτη σιωπή.
Η βάρκα ήταν αραγμένη στο κρυμμένο μέσα στις συστάδες και τα σκοτεινά πεύκα απόμερο φυσικό λιμανάκι, κανένα ιστίο ή κατάρτι της δεν εξείχε, τίποτε δεν έδειχνε από μακρυά την ύπαρξή της. Ήταν αραγμένη εκεί στην άκρη για νάχει ο επιβάτης της εύκολη πρόσβαση στη στεριά – μια μικρή σανιδένια αποβάθρα στεκόταν στα ήρεμα νερά για το σκοπό αυτό – γύρω τριγύρω μικροί βράχοι και πέτρες οδηγούσαν σε μια παρατημένη λιγοστή αμμουδιά. Σιωπή κι εγκατάλειψη παντού.
Ήταν απομεσήμερο πια κι οι σκιές είχαν αρχίσει να μακραίνουν και το φως να πλαγιάζει – ο γέρος παρέμενε στο ίδιο σημείο, ακίνητος και χαμένος σε εικόνες που αναδεύονταν μέσα στους παλιούς του κόσμους, σε σκέψεις άγνωστες και βαθιές.
Αίφνης, από το βάθος των σκιερών δέντρων και πίσω από τα χορτάρια και τα βράχια της σιωπηλής ακτής αναδύθηκε πρώτα αχνά και μετά πιο έντονα και δυναμικά, με μια δέσμη φωτός που απλώθηκε και γλύκανε και περιέλουσε το μέρος, ένας νέος. Περπατούσε αμέριμνος στον κρυμμένο στενό δρόμο ανάμεσα στα δέντρα, χαμογελούσε στον αέρα και στο φως κι η θάλασσα που πλησίαζε ήταν σαν να του πρόσφερε μια χορευτική ελαφράδα στο περπάτημα – η ματιά του γεμάτη άνοιξη και γέλιο, τα μαλλιά δυνατά, γυάλιζαν στο φως, τα βήματά του σίγουρα, οι κινήσεις του αυτάρεσκες, το σώμα του έτοιμο να εκτοξευθεί σαν τεντωμένο βέλος, σαν σαΐτα έτοιμη για τον αιθέρα – καμμία θλίψη, καμμία έγνοια δεν σκίαζε το ευρύ μέτωπο, η ύπαρξή του όλη ακτινοβολούσε προσμονή, ελπίδα και τόλμη.
Ο γέρος ένοιωσε τον λαμπερό ερχομό – ανασηκώθηκε το γυρτό σώμα και σαν να χύθηκε βάλσαμο μέσα του μια ζωντάνια αλλόκοτη, ύψωσε το πρόσωπο προς τον ουρανό σαν να οσμίστηκε κάτι θεσπέσιο και θεραπευτικό – ένας παλμός, σαν μελωδία προσευχής ανυψώθηκε – ο νέος με χορευτικά βήματα πλησίασε την μικρή αποβάθρα, προχώρησε με σιγουριά στα ετοιμόρροπα σανίδια και με μια ελαστική κίνηση πήδηξε μέσα στην βάρκα – το φως ήταν ήπιο και διάχυτο και η σιωπή επίμονη – έλυσε τον κάβο που κρατούσε την βάρκα καθηλωμένη στα ρηχά, τοποθέτησε τα κουπιά στη θέση τους και άρχισε χωρίς βιασύνη να λάμνει. Η βάρκα γλιστρώντας αθόρυβα στα ήρεμα νερά ξανοίχτηκε αργά προς το φυσικό άνοιγμα που οδηγούσε στ’ ανοιχτά.
Ήμουν κι εγώ εκεί. Και δεν θάναι ψέμα αν σας διαβεβαιώσω ότι στο τέλος, και καθώς έπεφταν βελούδινες οι σκιές της νύχτας, πάνω στην μικρή βάρκα που απομακρυνόταν απαλά στο πέλαγος, πρέπει να διέκρινα μια σιλουέτα μοναχά: οι δύο ενώθηκαν και συγχωνεύθηκαν σε ένα, κι αυτό έγινε, ίσως κάποια στιγμή που πέρασε μια σκιά στον ορίζοντα ή ένα σκοτεινό πουλί να φτερούγισε, σβήνοντας το τέλος του ενός ταξιδιού μέσα στην αρχή ενός άλλου καινούριου και άγνωστου, που άρχιζε μόλις τώρα.
Μάϊος 2019
