Το κερί
της Βιτάλια Ζίμμερ.
Μια φλόγα ευαίσθητη, σε κάθε ανάσα σου κινείται, αμύνεται για να μην σβήσει. Ευαίσθητη και στη βροχή, στον άνεμο, στην ασφυξία. Κι αν έρθει του ανέμου η ξαφνική ριπή, μπορεί να σβήσει, για λίγο, στιγμιαία. Μετά μπορεί να δεις την φλόγα, σαν άνθρωπος στου πόνου το κρεββάτι, να ζει ξανά, τα μάτια του να ανοίγει, να ανασαίνει μόνος. Η φλόγα είναι η ζωή, είναι η αγάπη. Η φλόγα θέλει οξυγόνο, θέλει αέρα, αιθέρα που λέγαν κι οι αρχαίοι. Μα αν φυσήξεις δυνατά, τότε η φλόγα σβήνει.
Ένα κερί ατάραχο, προστατευμένο, έχει μία φλόγα σταθερή σαν ζωγραφιά της φύσης και της τέχνης. Θαρρείς πως είναι ακίνητη μα το κερί που λιώνει, ρέει συνεχώς, θαρρείς πώς κείνη κλαίει σιωπηλά μα τα δάκρυά της τα καυτά, το στολίζουν ασύμμετρα-τυχαία γύρω γύρω, σαν μαρτυρία της ζωής. Και το κερί δεν είναι πια καινούριο, δείχνει τα σημάδια του, όπως οι πληγές στο σώμα μας, ενώ τα ίχνη της ανελέητης φθοράς του χρόνου, κράζουν σιωπηλά. Κι όσο το κρυφό φιτίλι είναι άθικτο άκοπο χωρίς ψεγάδι, τόσο μοιάζει με αυτό που δεν μπορείς να αγγίξεις, που εμείς οι άνθρωποι το λέμε, το φωνάζουμε, ψυχή.
Μια ζωή γεμάτη ψεύδη και αλήθειες που συγκρούονται σαν τις ψυχρές-θερμές, τις αέριες τις μάζες, που στα σπίτια πόνο και θλίψη προκαλούν, ενώ ρημάζουνε τα σπιτικά μας. Ότι κι αν συνέβη, ότι κι αν συμβεί ή δεν συμβεί, ξέρω μέσα μου καλά, πως το κίνητρο πηγάζει απ’ την αγάπη. Τα λάθη είναι ανθρώπινα. Μόνο αγέννητοι και βρέφη δεν έχουνε ποτέ τους αμαρτάνει.
Ένα δικό μου δάκρυ, στο πρόσωπό μου κύλησε, έπεσε, ευθύς απάν’ στη φλόγα. Η φλόγα έσβησε με μιας, το δάκρυ του ανθρώπου που αγαπάει είναι δυνατό, ανίκητο, φουρτούνα ολάκερη μπορεί να γίνει. Ένα κερί, το δικό μου κερί, έσβησε πρόωρα, δίχως κανείς μας να πεθάνει.
Θα το φυλάξω το κερί, γιατί γνωρίζω. Το δουλεμένο, το παλιό κερί, χρειάζεται μόλις μια σπίθα για ν’ ανάψει πάλι.
