Η Οδύσσεια του καπτα Στρατή
της Έφης Καραμιχάλη
Ένα πρωϊνό του Σεπτέμβρη του ‘22 βγήκαν στη Μυτιλήνη. Τριάντα κορμιά στοιβαγμένα σε μια βάρκα, κολλημένα το ένα πάνω στ’ άλλο, με τα μωρά τους αγκαλιά δεμένα πάνω τους, μη και τα πάρει το κύμα. Όλη τους η ζωή μέσα σ’ ένα μπόγο στα πόδια τους. Ανάσα δεν πρόλαβαν να πάρουν, μέχρι να βραδιάσει τους ξαναμάζεψαν, σε πλοίο αυτή τη φορά, με προορισμό τον Πειραιά.
Με την απόγνωση στα μάτια, την ατέλειωτη θλίψη μέσα τους, αλλά με την ανάγκη και τη δύναμη της επιβίωσης, τους έβαλαν στην αρχή μέσα στο Δημοτικό Θέατρο. Κρεμάσανε στα φουαγέ και στους εξώστες την προσφυγιά τους για μήνες. Ο Στρατής ήταν καπετάνιος στη Σμύρνη σε μεγάλο ψαράδικο αλλά έπαιζε και πολυ καλό βιολί. Αγκαλιά το είχε σε όλο το ταξίδι και όσες φορές έπαιζε μέσα στο γεμάτο πρόσφυγες θέατρο, ο ήχος του σαν να περνούσε από τις καρδιές όλων, να έφτανε πέρα στην ανατολή και να ξαναγύριζε, φέρνοντας μαζί του μυρωδιές από τις αυλές τους, νερό από τις βρύσες τους, πορφυρά δειλινά και γλυκοφώτιστα ξημερώματα από τις γειτονιές τους.
Αργότερα έφυγε για Δραπετσώνα. Σε ένα παράπηγμα μπροστά στη θάλασσα μαζί με την γυναίκα του τη Φωτεινούλα και το μόλις τριών χρονών γιό του. Με ότι είχαν προλάβει να φέρουν από “μέσα”, και μετά από περίπου τέσσερα χρόνια δουλειάς στο λιμάνι, αγόρασε ένα μικρό σκαρί. Στη μάσκα της πλώρης με κατακόκκινο χρώμα το ονομάτισε κιόλας “Η Σμύρνη”. Δεν μπορούσε αλλά και δεν ήθελε να ξεχάσει τίποτα από ότι άφησε πίσω. Έγινε γνωστός για τις καλές του ψαριές και το γλυκό ήχο του βιολιού του, όταν τα βράδια όλοι μαζί στην προκυμαία ένωναν τις θύμησες και τους καημούς τους.
θα ήταν κοντά τέλος Σεπτέμβρη του ‘26 που τους γνωστοποιήθηκε από την τότε κυβέρνηση του Κονδύλη ότι ένα μικρό νησί κοντά στη Χαλκιδική, που ανήκε στο Αγ. Όρος, το έδωσαν οι αγιορείτες για τους πρόσφυγες και όσοι ήθελαν μπορούσαν να πάνε για μόνιμη κατοικία. Δεν το σκέφτηκε και πολύ ο καπετάν Στρατής. Τριάνταπέντε χρονών παλληκάρι ήταν ακόμη. Τη θάλασσα την ήξερε καλά. Βάζει την Φωτεινούλα του μαζί με το αγόρι του στο μονοκάταρτο σκαρί του, φορτώνουν και όλο το βιός τους κι ένα πρωινό με μπουνάτσα, μόλις που έσκαγε ο ήλιος, ξεκίνησαν.
Πάλι στη θάλασσα, πάλι για μια νέα πατρίδα, πάλι αυτό το σφίξιμο στο στήθος του ξεριζωμού. Ρωτώντας του είχαν πει ότι σε τρία μερόνυχτα θα φτάσουν. Η θάλασσα ήρεμη. Όλα τα είχε βάλει σε μια σειρά. Το ήξερε το καΐκι του καλά. Και ο καιρός πρίμα ήταν μαζί του. Μόνο ένα γλυκό μελτεμάκι απ’ τα τελευταία του φθινοπώρου τους βρήκε μεσοπέλαγα. Ένα μελτεμάκι που θαρρείς και του έφερνε μυρωδιές από το Αϊβαλί, τη Φώκαια τη γλυκιά του Σμύρνη, το Κουσάντασι και τον Μαρμαρά. Τότε ήταν που έπαιρνε το βιολί του και εκεί μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας έπαιζε “Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι στο ντουνιά δεν έχει γίνει” και έπνιγε το λυγμό του γιατί δεν ήθελε να στεναχωρέσει την Φωτεινούλα του. Μαζί από παιδιά στον ίδιο μαχαλά γεννημένοι και μεγαλωμένοι. Τον αγαπούσε η γυναίκα του και τον εμπιστευόταν. Ο Στρατής της ήταν όλος ο κόσμος της.
Πέρασαν τα τρία μερόνυχτα και στεριά δεν έβλεπε πουθενά. Το απόγευμα της τέταρτης μέρας άρχισε να τον ανησυχεί ένας δυνατός Λεβάντες και τα κύματα που άρχιζαν σιγά σιγά να ανεβαίνουν απ’ τα ίσαλα του καϊκιού του. Έπεσε η νύχτα και τον βρήκε όρθιο να προσπαθεί να κουμαντάρει το σκαρί του. Το νερό άρχισε να μπαίνει στο κατάστρωμα και τα κύματα δεν μπορούσε πια να τα τιθασεύσει. Η Φωτεινούλα μούσκεμα σε μια γωνιά αγκαλιά με το παιδί. Πάλευε κοντά 5 ώρες με τη θάλασσα όταν μέσα στην νύχτα άρχισαν να αχνοφαίνονται κάτι φωτεινά σημάδια ελπίδας. Προσπαθούσε να διακρίνει τι ήταν –“μάλλον τα καντήλια του Άγ. Όρους” έλεγε μέσα του, και ήλπιζε – όταν μπροστά του βλέπει μια βάρκα και έναν ρασοφόρο. Ένας αγιορείτης ήταν, που είδε την λάμπα τους μέσα στην νύχτα και βγήκε να βοηθήσει. Τους έβγαλε στη στεριά και τους έβαλε σ’ έναν ταρσανά να βγάλουν την νύχτα. Το πρωί με μια θάλασσα λάδι, τους κατευόδωσε για το νησί και με μια ώρα ρότα από κει, έφτασαν στο μέρος που θα γινόταν η δεύτερη πατρίδα τους.
Ριζώσανε σε τούτο τον όμορφο τόπο. Με πολύ δουλειά, μπεσαλίκι, αξιοπρέπεια, μα πάνω από όλα αγάπη μεγάλωσαν το νοικοκυριό τους και την οικογένεια τους. Σχεδόν είκοσι χρόνια πηγαινοερχόταν στη Θεσσαλονίκη κουβαλώντας ψάρια απ’ το νησί. Άραζε το σκαρί του στην προκυμαία, που του θύμιζε τόσο πολύ την Σμύρνη, έδινε την πραμάτεια του και για μια ανάσα και μια ρακί πήγαινε στο φίλο του τον Χαίμ, Εβραίο, που είχε ένα ραφείο κάπου στην Αριστοτέλους, χήρος, με ένα δεκάχρονο κοριτσάκι με κατακόκκινα μαλλιά. Χρόνια κρατούσε η φιλία τους, αλλά από το ‘41 που μπήκαν οι Γερμανοί στη πόλη δυσκόλεψε η ζωή του φίλου του, δεν τον έβλεπε συχνά. Το ραφείο του, το έκλεισαν και ακουγόντουσαν πολλά για το μέλλον της πολυπληθούς εβραίικής κοινότητας. Ένα πρωινό του Μάρτη του ‘43, τον είδε από μακρυά να τον περιμένει στο λιμάνι. “Πάω να σου φέρω το κορίτσι μου να το πάρεις μαζί σου στο νησί καπετάν Στρατή, να το κρύψεις, να σωθεί, αύριο μας στέλνουν στην Κρακοβία» του είπε και έφυγε τρέχοντας. Τον περίμενε μέχρι που νύχτωσε, δε φάνηκε πουθενά. Τον βρήκε το χάραμα στην προκυμαία να περιμένει ακόμη. Τίποτα. Μετά από δυο μέρες που ξανάρθε τον έψαξε στο γκέτο, αλλά τους είχαν ήδη στείλει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Δυο ανθρώπους είχε πάντα στην σκέψη του ο καπετάν Στρατής. Εκείνον το ρασοφόρο που τους έσωσε και το φίλο του τον Χαίμ. Πήγε να τον βρει τον Αγιορείτη μετά από κάποια χρόνια αλλά δυστυχώς δεν τον “πρόλαβε”. Όσο για το φίλο του τον Eβραίο, όταν τελείωσε ο πόλεμος και δεν τον είδε να έρχεται, πίστεψε πια οριστικά ότι δεν θα τον ξανάβλεπε.
θα ήταν Μάης του ’60. Είχε αφήσει πια την θάλασσα, «τη χόρτασε» όπως έλεγε και έμενε πια στη Θεσσαλονίκη με την Φωτεινούλα του. Είχε πατήσει τα ’70. Περπατούσαν τ’ απογεύματα, εκείνη την ώρα του δειλινού, κατέβαιναν στη παραλία να θυμηθούν και να αγναντέψουν ξανά την ζωή τους. Τον είδε απέναντι να έρχεται. Ο φίλος του ο Χαίμ και δίπλα του ένα λυγερόκορμο κορίτσι με κατακόκκινα μαλλιά!
