Φρέσκα

Ιστορίες για την ποίηση…Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Νικόλαος αρχικά κι αργότερα, όταν ξαναβαφτίστηκε, Κωνσταντίνος, Κώστας στην προσωπική ζωή και Ντίνος στην καλλιτεχνική. Δημητριάδης κανονικά, Δημητρίου από λάθος, Χριστιανόπουλος από δική του επιλογή, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι από τους πιο γνωστούς σήμερα ποιητές και παράλληλα μία από τις πιο μυστηριώδεις, σχεδόν μυθικές, μορφές των νεοελληνικών γραμμάτων.

Μαζί με τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου και τον Γιώργο Ιωάννου, αποτελούν τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά της Θεσσαλονίκης, που εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς ως η «τριάδα των ερωτικών ποιητών» της πόλης. Έζησαν τον τελευταίο πόλεμο και τον εμφύλιο στην παιδική και εφηβική τους ηλικία κι επέλεξαν να μη στρατευθούν ποτέ. Δικό τους μέλημα, που δικαιολογεί άλλωστε και τον χαρακτηρισμό «ερωτικοί ποιητές», η έκφραση της ερωτικής τους ιδιαιτερότητας αλλά και η αλλαγή των παραδοσιακών εκφραστικών μέσων. Και οι τρεις τους θα αποτελέσουν τον πυρήνα του περιοδικού «Διαγώνιος» (1958-1983), που έχει ως ιδρυτή και διευθυντή το Ντίνο Χριστιανόπουλο.

«Αν έχω κάποια δύναμη την οφείλω ολόκληρη στην ποίηση»

[Από την ενότητα Ο αλλήθωρος]

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το απόγευμα

Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατέλειωτη συζήτηση στο πεζοδρόμιο.
Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε
και χάνονταν εκεί που είχαμε κατέβει την τελευταία φορά.
Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα
και το κορίτσι του διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του.
Φυλλορροούσε η ακακία κι ευώδιαζε το γιασεμί
και μες στην Τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι
και τα κορίτσια γύρναγαν σχοινί –
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν από θάνατο,
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν από τύψη,
κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα,
δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έγραψε το ποίημα αυτό για τον τότε κρατούμενο στο Γεντί Κουλέ Μανόλη Αναγνωστάκη, σε πολύ δύσκολες εποχές (1949). Η Τάπια είναι η περιοχή γύρω από το διασωθέν τμήμα του ρωμαϊκού κάστρου που βρίσκεται απέναντι από το κτίριο της παλιάς Φιλοσοφικής.

[Από την ενότητα Νεκρή πιάτσα]

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Κακόφημη συνοικία

Κάθε λίγο και λιγάκι βγαίνει στο μπαλκόνι της και τινάζει, όλο τινάζει, πότε ένα σελτεδάκι, πότε μια μικρή κουρελού, πότε ένα τραπεζομάντιλο. Της είπαν ότι κάτω από το σπίτι τους συχνάζουν πρόστυχες και ανώμαλοι, κ από τότε την τρώει η περιέργεια. Και δος του και τινάζει, ρίχνοντας κι από καμιά ματιά. Μα, τι παράξενο, ποτέ της δεν κατάφερε ν’ αντιληφθεί τίποτε. Πολλά φορτηγά σταματούν για λίγο, οι φορτηγατζήδες ελέγχουν τα λάστιχα, παίρνουν νερό από τη βρύση και τα λένε λιγάκι μεταξύ τους. Συχνά περνούν ζευγαράκια, μεθυσμένοι, νεαροί με τα μοτοποδήλατα. Μερικοί τύποι κοντοστέκονται και μετά χάνονται στο βάθος της αλάνας, σε κάποιο ημιυπαίθριο μηχανουργείο∙ εκεί, λένε, είναι τα Σόδομα και τα Γόμορα – μα δε φαίνεται τίποτε, ούτε καβγάδες ακούγονται, ούτε προστυχόλογα. Ή μήπως όλα αυτά γίνονται μετά τα μεσάνυχτα, και γι’ αυτό δεν παίρνει χαμπάρι; Πάντως, κάτι συμβαίνει, κάτι πολύ σοβαρό. Η επάνω οικογένεια έφυγε, γιατί είχαν, λέει, παιδιά και δε μπορούσαν να ζουν σε τέτοιο περιβάλλον. Ο απόστρατος του τρίτου πατώματος φωνάζει κάθε λίγο το 100. Ο ιερεύς που μένει στο ρετιρέ έγραψε στις εφημερίδες διά τον βούρκον της ακολασίας και καλεί τους αρμοδίους να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα. Ο δήμος, βέβαια, έβαλε κάτι φανάρια, μα κι αυτά όλο σβήνουν. Κι αυτή, δωσ’ του και βγαίνει κάθε λίγο στο μπαλκόνι, τα χέρια της πιαστήκανε απ’ το πολύ να τινάζει, ούτε ένα μόριο σκόνης δεν έμεινε πια στις κουρελούδες της – μα η κακόφημη συνοικία εξακολουθεί να κρατάει κρυφά τα μυστικά της.

προσφυγομαχαλάς πάνω στα κάστρα – Φωτό απο flicr http://pareaeptapyrgiou.blogspot.com/2016/05/blog-post_25.html