Φρέσκα

Χειρωνακτών εγκώμιο

του Μιχάλη Δήμα

 

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021.

Καύσωνας, πυρκαγιές και Ολυμπιακοί Αγώνες χωρίς θεατές, οι 32οι  και ετεροχρονισμένοι. Ντάλα καλοκαίρι και ντάλα μεσημέρι  με τον υδράργυρο ακόμα και εδώ να σκαρφαλώνει σε ύψη πρωτοφανή και δυσθεώρητα. Ωστόσο, η ζωή κοντά στη φύση του δίνει πολλές ευκαιρίες ν’ ασχοληθεί με χειρωνακτικές εργασίες που πάντα αγαπούσε.

Βγήκαν, λοιπόν, από την αποθήκη τα σχετικά σύνεργα. Τσάπα, φτυάρι, τσουγκράνα, κλαδευτήρι και πριόνι. Ώρα να ιδρώσει και λίγο γιατί στην Αθήνα σκούριασε. Ώρα να δαμάσει τα θεριά της φύσης που τον πολιορκούν. Πάντα έτρεφε έναν ιδιαίτερο σεβασμό και θαυμασμό στους χειρώνακτες μάστορες και κυρίως στους οικοδόμους. Αυτούς που παίρνουν ένα σχέδιο στα χέρια τους και σου φτιάχνουν σπίτι.

Ένας τέτοιος είναι και ο Νικόλας, ο εργολάβος, που πολύ νεώτερος, είχε δουλέψει κοντά του για κάποια φεγγάρια. Και είναι σαν να τον βλέπει ακόμη και τώρα πάνω στη σκαλωσιά, να φτύνει μες τις χούφτες του, να ξεκρεμάει το σκεπάρνι απ’ το σβέρκο και να το δουλεύει ραπτομηχανή. Να σκουπίζει τον ιδρώτα από το πρόσωπο με το κασκέτο του και να κρεμάει στο στόμα του ένα  REX. Και τον ακούει να του λέει. Άντε, λεβέντη μου φτιάξε καφέ, μέχρι να έρθει η πρέσα και κατέβασε από το φορτηγό τους δονητές.

Μα ακούει και έναν χειριστή πρεσαδόρο, καταχείμωνο αυτή τη φορά, με βροχή κρύο και αέρα να τραγουδά, καθώς χειρίζεται την προβοσκίδα αυτού του τέρατος, πάνω στη σκαλωσιά το τραγούδι της Κωχ και συ τρελή με τυραννάς,  με τόσο πάθος λες και το είχε γράψει ο ίδιος, για αυτά που περνά. Δες με δεκάξι ώρες στο ντορό γεννιέμαι και πεθαίνω στο τιμόνι δεκάξι ώρες δεν περνούν με τον καυτό αέρα που σκοτώνει. Δες με πίσω από λάστιχα τροχούς βαλμένο σταθερά μέσα σε πρέσα…