Φρέσκα

Night visitor

της Βιτάλια Ζίμμερ.

Η πύλη δεν είναι κλειδωμένη. Στο ένα χέρι μου κρατώ το κίτρινο τριαντάφυλλο. Έσπρωξα με φόβο την σιδερένια κρύα πύλη κι εκείνη άνοιξε διστακτικά με ένα τσιριχτό τριγμό, σπάζοντας με ανατριχίλα την απόλυτη ησυχία. Όποιοι είναι εδώ με άκουσαν μα εγώ κανέναν τους δεν βλέπω. Σκύβω σαν να προσκυνώ τον άγνωστο Θεό και αφήνω της γύφτισσας το δώρο, ένα ευωδιαστό όμορφο λουλούδι, ταγμένο να μαραθεί σε τούτο το καταραμένο χώμα.

Ψυχές μυριάδες χάθηκαν, δολοφονήθηκαν. Τέτοια αμαρτία ο Άνθρωπος ποτέ δεν έχει ξανακάνει. Τις βλέπω μέσα απ’ την ομίχλη, με στόματα ορθάνοιχτα, να πάρουν με απόγνωση μια τελευταία ανάσα. Τα μάτια τους δεν βλέπουν, δείχνουν μόνο, τον τρόμο του σύντομου σαδιστικού θανάτου. Σε λίγα δευτερόλεπτα σωριάζονται, άντρες, αγόρια, γυναίκες και κορίτσια. Τα ρούχα με βία θα τους βγάλουν, μαζί και τα χρυσά τους δόντια. Τους κόβουν τα μαλλιά με μιας, για να υφάνουν στης ντροπής τον αργαλειό. Γυμνούς στο κρεματόριο τους πάνε.

Βγάζω τα υποδήματά μου, τα αφήνω δίπλα από το κίτρινο γεμάτα αγκάθια ρόδο και μετά θα περπατήσω αργά, κοιτάζοντας μόνο μπροστά με βλέμμα παγωμένο. Μετά από λίγα βήματα στο κρύο κοφτερό πλακόστρωτο, ο πόνος είναι αφόρητος, μα εξακολουθεί να παραμένει λίγος. Ο τρόμος αυτού εδώ του τόπου τη νύχτα είναι ο πιο μεγάλος, που ακόμα και τη μέρα το διάβολο σκοτώνει.

Σκελετωμένοι άνθρωποι, ήδη είναι νεκροί, παρότι περπατάνε. Είναι σαν να τους σκότωσαν δυο και τρεις φορές. Οι ψυχές αυτές, δεν θα βρουν ποτέ το άστρο τους να μετοικήσουν. Κι υπάρχουν ακόμα περισσότερες, εκείνες που περίμεναν καρτερικά να γεννηθούν και δεν γεννήθηκαν ποτέ. Το παιδικό τους κλάμα κανείς μας δεν θα ακούσει, το πιο γλυκό της μάνας τους το χάδι δεν θα νιώσουν, το τρυφερό νανούρισμα ποτέ τους δεν θα ακούσουν και τη ζεστή τη γονική την αγκαλιά, την έχασαν πριν καν την αποκτήσουν.

Μα τώρα ακούω ένα κλάμα βρεφικό. Η γύφτισσα είχε δίκιο, τα στήθια μου τα βγάζω, ζεστή τροφή από τα σπλάχνα μου να δώσω.  Το κλάμα ήταν σύντομο, τόσο έζησε, λίγα δευτερόλεπτα μονάχα.

Γονάτισα γυμνόστηθη, πληγές στα γόνατα να κάνω, μια ευχή να πω και μια κατάρα να φωνάξω. Στο χρόνο πίσω να ταξίδευα, τον τρελό μες την κοιλιά της μάνας του να τον χαλάσω, γεμάτη αίμα φόνισσα να γίνω και το πικρό του αίμα στο στόμα μου να βάλω, σταγόνα να μην μείνει απ’ αυτόν.

Στο άλλο χέρι μου κρατώ νυστέρι, της τέχνης μου εργαλείο. Πάνω στο χέρι της καρδιάς, δυο νούμερα τρεμάμενη χαράζω, με το άλλο το δεξί, τ’ αδέξιο το χέρι. Δυο αριθμοί, δυο άνθρωποι που χάθηκαν στων αερίων τους θαλάμους.

Σηκώθηκα αργά, ύψωσα τα χέρια μου ψηλά και έβγαλα μια δυνατή κραυγή που αγρίμια τρόμαξαν και φύγαν μακριά. Κι εκείνη λάμπα με το σκουριασμένο της καπέλο, που απ’ το ’40 μέρα νύχτα έφεγγε, έσπασε με μιας και ο τόπος γέμισε γυαλιά, όπως τη νύχτα των κρυστάλλων. Πήρα το δρόμο της επιστροφής δείχνοντας τον τρόπο, πάνω στα κοφτερά τα θραύσματα ξυπόλητη περπάτησα και το πουκάμισο το κούμπωσα ξανά.

Άφησα το κίτρινο το ρόδο, μήπως και κάποιος το άρωμά του το μυρίσει και ξαναγίνει ζωντανός.

Άφησα και τα παπούτσια μου, ο αναστημένος να φορέσει, άλλες πληγές στα πόδια να μην κάνει.

Άφησα και το αίμα μου να στάζει, κηλίδες μια γραμμή, να φαίνονται να λαμπυρίζουν, την Έξοδο να δείχνουν.

Άφησα την πύλη ορθάνοιχτη…

 

 

2 Trackbacks / Pingbacks

  1. Night rose – imaginistes
  2. Night driving – imaginistes

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.