Night rose
της Βιτάλια Ζίμμερ.
Πήγαμε στον Ίζαρ ποταμό, που ‘ναι παιδί του Δούναβη, στην Μαύρη Θάλασσα πηγαίνει. Μια περιποίηση να νιώσω, να γίνω έτοιμη και καθαρή για την επόμενή επίσκεψη, βαθιά μέσα στη μαύρη νύχτα.
Κι εκείνη η γριά η γύφτισσα, έβγαλε τα παπούτσια της και όρμησε στον ποταμό, τα μαλλιά μου να μου πλύνει. Σήκωσε το φόρεμα το κόκκινο το λουλουδένιο. Κι είδα τα πόδια της τα μαύρα τα λεπτά, λες κι είχε μόνο κόκκαλο και δέρμα δεν υπήρχε, μα η γριά άντεχε στο ρεύμα των γρήγορων υδάτων.
Με βοήθησε να σηκωθώ και πάνω στις πέτρες να πατήσω. Τα κρύα νερά του ποταμού με έχουνε ξυπνήσει. Δεν θυμάμαι πότε ήταν μέρα, μα νοιώθω σαν να ξύπνησα πριν από λίγο. Και πήγαμε στην όχθη κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. Μια κουκουβάγια τρόμαξε-φτερούγησε και πήγε σε δέντρο πιο μεγάλο, απέναντι στην άλλη όχθη.
Τα μαλλιά μου χτένισε και στις πληγές μου έτριψε άγνωστο βοτάνι. Από τον κόρφο της έβγαλε του μίσους το κίτρινο το ρόδο. Μα μύριζε τόσο πολύ και όμορφα, που η κουκουβάγια ξαναγύρισε στο δέντρο το δικό μας. Μου έδωσε το ρόδο, που ήταν κομμένο με αγάπη από τα χέρια της τα τρυπημένα απ’ τα πολλά τ’ αγκάθια που ‘χε πάνω του, περσότερα κι από το αγκαθωτό στεφάνι.
Στα χέρια μου το πήρα και το μύρισα μονάχα μια φορά και οι πληγές που είχα, έφυγαν με μιας. Αυτό το ρόδο ακόμα και νεκρούς τους ανασταίνει. Μου ‘πε ψιθυριστά στ’ αυτί, τι πρέπει να το κάνω. Να πάω νύχτα εκεί στο μαυρισμένο τόπο του Νταχάου, κάτω στο χώμα να τ’ αφήσω. Κάποια ψυχή το περιμένει με λαχτάρα κι εγώ κάποιον άλλον που ξέρω και δεν ξέρω θα τον συναντήσω. Ένα κλάμα μωρού θα ακούσω, αλλά ποτέ δεν θα προλάβω να το δω και να τ’ αγγίξω. Για όλα φταίει εκείνη η κουκουβάγια που μύρισε λίγο κι αυτή, το μυροβόλο ρόδο.
Αφού με έντυσε, με χάιδεψε τρυφερά, τόσο τρυφερά λες κι ήταν μία ακόμα μάνα. Τα παπούτσια της μου έδωσε που ήταν και δικά μου.
Ότι είχε το ‘δωσε σε εμένα. Μόνο τη γκρίζα κουβέρτα κράτησε, τη δίπλωσε προσεκτικά και κάτω από τη μασχάλη της την έβαλε να την κρατήσει.
Την ευχή της έδωσε μαζί με τους χρησμούς και τότε πρώτη φορά το είδα, ένα χαμόγελο ελπίδας και αγάπης, το πρόσωπό της να φωτίζει.
Και πήγα στο Νταχάου, κρατώντας με ευλάβεια εκείνο το μοναδικό, το ευωδιαστό το κίτρινο τριαντάφυλλο της νύχτας και του μίσους, που αγάπη εμένα μου ‘δωσε πολλή.

Συγκλονιστικό!
Να χορτάσεις αγάπη.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!