Night dream
της Βιτάλια Ζίμμερ.
Κι όταν τον Δημιουργό τον ευχαρίστησα, αγναντεύοντας το φως του παρελθόντος – το φως του γαλαξία, εκεί απάνω στων Άλπεων τα βουνά, κούραση μεγάλη ένιωσα κι αποκοιμήθηκα επιτέλους. Μα ένα όνειρο περίεργο είδα ξανά. Είναι η γύφτισσα γριά, την βλέπω στα όνειρά μου από μικρό, πολύ μικρό κορίτσι. Στους εφιάλτες έρχονταν και κούναγε τα χέρια εγώ για να ξυπνήσω, εγώ για να σωθώ. Ποτέ δεν είδα το χαμόγελό της, μα κατά βάθος ήξερα πως το καλό μου θέλει.
Κι εκεί που κρύωνα σε μια κορφή με θέα της μεγάλης έκρηξης το φως, μια ζέστη ένιωσα, με μια κουβέρτα αλλιώτικη να με σκεπάζει. Κοιμήθηκα δεν ξέρω πόσο, κι όταν τα μάτια μου τα άνοιξα, είδα τη γύφτισσα μπροστά μου. Δεν ένιωσα έκπληξη καμιά και πριν προλάβω να μιλήσω, στην αγκαλιά της μ’ άρπαξε σαν να ‘μουν κόρη της η πρώτη.

Η κουβέρτα που κρατούσε πριν, στον Ίζαρ ποταμό, ήταν γύρω στο κορμί μου σαν φίδι τυλιγμένη, φτιαγμένη με ανθρώπινα μαλλιά, που οι άλλοι με βιά από κεφάλια πεθαμένων τα είχανε αρπάξει. Την κοίταξα καλά. Φορούσε τα παπούτσια μου. Κρατούσε κείνο το κίτρινο το ρόδο, που μαραμένο ήταν, από τις τρεις μας εισπνοές. Τη μία τη δική μου στον ποταμό τον Ίζαρ, την άλλη τη δική της και μία του εκείνου του μωρού που μ’ έκανε κατάρα να φωνάξω.
Εκεί που τ’ άφησα το ρόδο, το μύρισε εκείνη, ζωντάνεψε ξανά και τα παπούτσια μου τα φόρεσε. Μετά πήγε το ρόδο στο μωρό, που τ’ άρωμά του μύρισε και πρόλαβε να κλάψει μονάχα μια φορά. Η κουκουβάγια, που ‘κλεψε μια μυρωδιά μικρή, δεν άφησε όση έπρεπε για το μωρό να ζωντανέψει. Και τότε κατάλαβα ποιο ήταν κείνο το μωρό. Ήταν το δίδυμο ολόιδιο του πατέρα μου αδέρφι, που μόλις γεννήθηκε, στο χάρο πήγε αμέσως. Στους εχθρούς δείξαν το πεθαμένο και τ’ άλλο που έζησε στου πρόσφυγα το σπίτι, το κρύψανε καλά. Κανείς δεν έμαθε ποτέ αυτό το μυστικό, μόνο η γύφτισσα γριά, μου ‘πε πως απ’ τη γιαγιά μου το έμαθε, σ’ ένα στρατόπεδο της φρίκης. Θαρρώ πως κείνος ο καλός ο θειός μου γεννήθηκε μεγάλος. Λες και το ξέρε καλά, πως αν μια ανάσα μόνο πάρει, εγώ θα γεννηθώ μετά.

Κι η γύφτισσα έβγαλε μια φέτα γλυκό ψωμί, τη στόλισε με μέλι και με περίσσια αγάπη μου την πρόσφερε να φάω να χορτάσω. Κι ύστερα με λύπη, δόξα και με σθένος φύγαμε, στον ποταμό του Ίζαρ για να πάμε. Εκεί θα πρέπει να πλυθώ, τις πληγές μου να γιατρέψω, τον κύκλο της νύχτας ξανά να τον γυρίσω.
