Γιώργος Σεφέρης…Ύδρα
ΙΓ΄
Ύδρα
Δελφίνια φλάμπουρα και κανονιές.
Το πέλαγο τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε,
σήκωνε τα πολύχρωμα κι αστραφτερά καράβια
λύγιζε, τα κλυδώνιζε κι όλο μαβί μ’ άσπρα φτερά,
τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε
τώρα γεμάτο χρώματα στον ήλιο.
Άσπρα πανιά και φως και τα κουπιά τα υγρά
χτυπούσαν με ρυθμό τυμπάνου ένα ημερωμένο κύμα.
Θά ηταν ωραία τα μάτια σου να κοίταζαν
θά ηταν λαμπρά τα χέρια σου ν’ απλώνουνταν
θά ηταν σαν άλλοτε ζωηρά τα χείλια σου
μπρος σ’ ένα τέτοιο θάμα·
το γύρευες
τί γύρευες μπροστά στη στάχτη
ή μέσα στη βροχή στην καταχνιά στον άνεμο,
την ώρα ακόμη που χαλάρωναν τα φώτα
κι η πολιτεία βύθιζε κι από τις πλάκες
σου ’δειχνε την καρδιά του ο Ναζωραίος,
τί γύρευες; γιατί δεν έρχεσαι; τί γύρευες;
