Μια χειμωνιάτικη Κυριακή στη Θεσσαλονίκη
Της Βιτάλια Ζίμμερ.
Να φορέσω τα καλά μου, να ετοιμαστώ και άρωμα σωστό να βάλω. Στο πορτοφόλι μου να βάλω κέρματα πολλά, στο δρόμο μικροπράγματα σημαντικά να αγοράσω.
Ένα σιμίτικο κουλούρι τραγανό ζεστό, αυτό με το πολύ σουσάμι, μέσα στη χάρτινη σακούλα. Μία εφημερίδα, όποια βρω, αρκεί να ‘ναι του Βορρά και λίγο σοβαρή, έστω και λιγάκι. Στο μικροπωλητή ένα βραχιόλι τιρκουάζ να παζαρέψω, σεφτέ να τον εκάνω.
Έναν καφενέ με ξύλινες καρέκλες και μωσαϊκό, θέλω ξανά να τον επισκεφθώ. Με άρεσε πολύ, τότε που πήγα πιο παλιά, τυχαία τον εβρήκα, δυο βήματα κοντά στης Αγιάς Σοφιάς την εκκλησιά, στου Ναυαρίνου την πλατεία. Να βγάλω το παλτό μου, στον καλόγερο να το κρεμάσω, να ξετυλίξω απ’ το λαιμό μου το δώρο μπεζ πλεκτό κασκόλ, τα κοντινά γυαλιά από την θήκη τους να βγάλω, το καπέλο στην άκρη στο τραπέζι να τ’ αφήσω και τα γάντια, πάνω στην τσάντα μου με τάξη ν’ αποθέσω.

Να με φέρεις έναν καφέ ελληνικό βαρύ, στη χόβολη σιγοβρασμένο και θέλω ζάχαρη καθόλου να με βάλεις. Ένα λουκούμι αντίδωρο είν’ αρκετό, λίγη γλύκα τραγανή σε μένα να προσφέρει. Να φορέσω τα γυαλιά μου, την εφημερίδα να διαβάσω και σαν έρθει ο αχνιστός καφές στο μπρούτζινο το μπρίκι, στο φλυτζάνι να τον ρίξω, σαν μάγισσα που φτιάχνει το μαγικό της νιότης φίλτρο. Το άρωμά του να αναπνεύσω, πιο καλά για να ξυπνήσω. Λίγα λεπτά ακόμα και την πρώτη γεύση του να πάρω. Καυτό φίλί μου μοιάζει, της γλώττας η πρώτη επαφή με τον ζεστό λαχταριστό κι ευωδιαστό καφέ. Την ξέρω αυτή τη γεύση από παλιά, μα κάθε της φορά, είναι σαν να ‘ναι η πρώτη.

Να διαβάσω τα κοινωνικά, τα πολιτικά και τα τοπικά τα νέα. Να διαβάσω τα έγκυρα των ειδικών, για τα παιδιά του ΠΑΟΚ και του Άρη, κι ας είμαι άλλη ομάδα. Και ξάφνου ένας γέροντας στο διπλανό τραπέζι επέλεξε τον καφέ του να απολαύσει. Φοράει μπλε κοστούμι, γιλέκο και γραβάτα γαλάζια με διπλό τον κόμπο, πλεγμένο απ’ της κυράς τα μαγικά της χέρια. Στην πάνω τσέπη έχει μαντήλι μεταξένιο και στην άλλη ένα ρολόι, με λαμπερή την χρυσαφένια αλυσίδα που σχηματίζει την τέλεια καμπύλη. Και τα υποδήματα αστράφτουν, λες κι είναι στρατηγός, δετά τα τόλμησε να τα φορέσει, μα έχουν κόμπο περίτεχνο που μόνος του δεν λύνεται ποτέ. Έχει πρόσωπο γλυκό με ένα παλιό κατάλευκο μουστάκι, που τρίχα δεν ξεφεύγει. Μαλλιά δεν έμειναν καθόλου, μα φαίνεται πως το μυαλό το έχει. Κουβέντα θα τον κάνω. Να μιλήσουμε ώρα μισή και άλλη τόση, χωρίς ονόματα να πούμε, να υμνήσουμε το νόστο της παλιάς Θεσσαλονίκης, της φτώχειας – της αγάπης, που ανθρώπους έφτιασε καλούς. Και στο τέλος, να σ’ ευχηθώ παππού καλήν την όρεξη να έχεις, της γερόντισσας το νόστιμο φαΐ της Κυριακής, να το φχαριστηθείς και να το απολαύσεις. Συγχαρίκια να της πεις κι ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο να της εδώσεις. Άσε με να σε κεράσω τον καφέ, τόσους άλλους με κέρασε στο παρελθόν, η γενναία σου ακούραστη γενιά. Το παλτό σου να σε βάλω αρχοντογέροντα, γιακά και πέτο να σε φτιάξω, ίσια τα ρούχα σου να μείνουν και την ρεπούμπλικα να μην ξεχάσεις. Καλοντυμένος έφυγες, καλοντυμένος στο σπιτικό σου να γυρίσεις. Αν ζούσε ο πατέρας μου, θα ήταν σαν εσένα.
Παρακαλώ, για δυο καφέδες το αντίτιμο να δώσω, του κυρίου και τον δικό μου. Τα ρέστα δικά σου παλικάρι μου. Μόνο θέλω μια χάρη να με κάνεις. Ένα ταξί να με καλέσεις, Καραμπουρνάκι να με πάει, γιατί ψαρόσουπα παρήγγειλα απ’ τα χθες, μήνες πολλούς τη λαχταράω. Λευκό κρασί να με σερβίρουν και μια ρακή μ’ ελιές για ορεκτικό, το δεύτερο το ξύπνημα να νιώσω.

Και σαν το γεύμα μου τελειώσω, πεζή θα πάω στου Χατζή. Κι εκεί ξανά θα αρχίσει πόλεμος μεγάλος, στο δικό μου το παράξενο κεφάλι.
Καζάν ντιπί;
Εκμέκ;
Ή μήπως κρεμ μπουλέ;

Κιμπάρισσα καρντασίνα!.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Nefelor, ευχαριστώ πολύ…
Μου αρέσει!Μου αρέσει!