Οι εντιμότατοι συνάδελφοι – 1
γράφει ο Ντίνος Δαφαλιάς.
Πέντε άτομα είμασταν η παρέα τότε στα σπάργανα της XIOSBANK. Ο Δημήτρης, ο Γιάννης, Ο Γιώργος 1, ο Γιώργος 2 κι η αφεντιά μου. Ο πιο αμετανόητος φαρσέρ ήταν ο Δημήτρης, που ήταν και προϊστάμενος. Ο Γιώργος 2 είχε μισή καταγωγή από Κεφαλλονιά με ότι αυτό σημαίνει. Κάθε απόγευμα ετοίμαζε το χαρτοφύλακα βάζοντας μέσα βιβλία και δισκέττες προσπαθώντας να βρει τη βέλτιστη τοποθέτηση. Αφού πάλευε ένα τέταρτο να φτιάξει την τσάντα, την σήκωνε, έβλεπε ότι ήταν βαριά, μετάνιωνε και την έβαζε στη ντουλάπα και ύστερα φεύγαμε για ποτό. Κάθε μέρα η ίδια ιστορία.
Του το κόψαμε με βίαιο τρόπο. Μία φορά αποφάσισε να πάει στην τουαλέτα πριν φύγουμε. Έκατσε στη λεκάνη κι εμείς από τη χαραμάδα της πόρτας ρίξαμε οινόπνευμα μπόλικο μέχρι να φτάσει σ’ αυτόν. Μετά, φωτιά. Ούρλιαζε και στον πανικό του άνοιξε τη βρύση του νιπτήρα και πέταγε νερό με την παλάμη στη φωτιά και τα έκανε χειρότερα. Καψαλίστηκε. Έφτιαξε ξανά το υγρό πυρ. Λογικά ήταν κουμπούρας στη Χημεία.
Μια άλλη φορά την ώρα που μιλούσε στο τηλέφωνο κι έλεγε αηδίες και υπόσχονταν πράγματα που δεν γίνονταν, ο Δημήτρης πήρε το ψαλίδι κι έκοψε το καλώδιο του ακουστικού. Πήρα σελοτέιπ και το ένωσα όπως στα κινούμενα σχέδια. «Γιώργο! Το έφτιαξα!» του είπα.
Σιχασιάρης εν τω μεταξύ, μας έδωσε λαβή για άλλη μία φάρσα. Πήγε μία μύγα παχιά-παχιά και κόλλησε σε μία καφέ ταινία συσκευασίας από ανοιγμένο χαρτοκιβώτιο. Πήραμε την ψόφια μύγα και την κολλήσαμε με UHU στο φλιτζάνι του. Πάει ο Γιώργος να τη διώξει, τίποτα η μύγα. Όσο και να κούναγε τα χέρια, εκεί αυτή. Πήρε μια χαρτοπετσέτα και έπιασε τη μύγα να την βγάλει. Την τραβάει και έμειναν τα πόδια μόνο στο φλιτζάνι. Μετά πήρε μαρκαδόρο και σημάδεψε την κούπα.
Σε μία από τις πολλές ολονύχτιες μεταπτώσεις, είπαμε να πιούμε μία μπυρίτσα στο Village στο Μαρούσι. Ώς συνήθως, ήρθε τελευταίος. Πιάσαμε τον σερβιτόρο και του είπαμε ότι σε λίγο θα έρθει ένας ακόμα. «Πες του μία τιμή παράλογη». Πήρε μια μπύρα κι αυτός και ρώτησε πόσο κάνει να πληρώσει. Τρεισίμισυ χιλάδες του λέει. «Πόοοσοο;» Έγινε μωβ, κρύος ιδρώτας τον έλουσε κι έκανε να βγάλει τα χιλιάρικα από το πορτοφόλι. Εμείς απαθέστατοι.
Κάθε Παρασκευή πηγαίναμε στο δισκάδικο Metropolis κάτω χαμηλά στην Πανεπιστημίου και αγοράζαμε κανά δίσκο. Ο Γιώργος 1 βρήκε την ευκαιρία και του κόλλησε στην πλάτη, ένα τεράστιο αυτοκόλλητο του δισκάδικου μέσα στο μαγαζί με κόσμο. Φορούσε μαύρο σακάκι και το αυτοκόλλητο που ήταν πραγματικά τεράστιο είχε φόντο κόκκινο και άσπρα γράμματα, έκανε μπαμ από χιλιόμετρο. Κινητή διαφήμιση ήταν. Τότε, τον περπατήσαμε από την Ομόνοια μέχρι την Σέκερη στο Κολωνάκι, στο Fresh για γλυκό. Διαλέξαμε επίτηδες ένα σημείο μακριά, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του στις λιχουδιές. Στο πεζοδρόμιο μας προσπερνούσαν οι πιτσιρικάδες που γύρναγαν τον κοίταζαν και έσκαγαν στα γέλια. Στην αρχή απόρησε, αλλά εμείς ήμασταν αδιάφοροι. Ειδικά έξω από το REX γίναμε θέαμα. Εμείς ήμασταν δίπλα του και συζητούσαμε μαζί του απαθέστατοι.
Στο Fresh ανεβήκαμε στον ημιώροφο που είχε τραπεζοκαθίσματα. Ο Δημήτρης φοβήθηκε ότι θα βγάλει το σακάκι. Όμως του είπα να μην ανησυχεί, γιατί ο Γιώργος 2 όταν δεν αισθάνεται άνετα δεν βγάζει το σακάκι, ούτε με 40 βαθμούς. Ήρθε ο σερβιτόρος να πάρει παραγγελία. Με δυσκολία κρατούσε τα γέλια του. Εμείς απαθέστατοι του είπαμε ο καθένας το γλυκό της επιλογής μας. Ο σερβιτόρος προσπαθούσε να καταλάβει αν είμαστε όλοι ηλίθιοι ή είναι φάρσα. Φάγαμε τα γλυκά μας και ήρθε η ώρα να φύγουμε. Στο ισόγειο χάλασε η δουλειά. Αποφασίσαμε να πάρουμε και γλυκά για το σπίτι. Η πανέξυπνη κοπέλα που ήταν στο πόστο του ισογείου, μυρωδιά δεν είχε πάρει και του λέει: «Με συγχωρείται κύριε, αλλά το αυτοκόλλητο που βάλατε στην πλάτη σας, το έχετε βάλει στραβά».
Δεν είναι δυνατόν. Τι έκανες μωρέ βούρλο; Θα πήγαινε Σύνταγμα και μετά στο σπίτι με το τρόλεϊ με το τεράστιο αυτοκόλλητο στην πλάτη. Μας χάλασες τη φάρσα. Δυο ώρες τον έχουμε έτσι και τον γυρνάμε στην Αθήνα. Ξεποδαριαστήκαμε.
«Μα το είδα τόσο τεράστιο και είπα αποκλείεται να είναι πλάκα. Το έχει βάλει στραβά».
