Φρέσκα

Κώστας Καρυωτάκης…Τρεις Μεγάλες Χαρές

Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος!
Δ. Σολωμός

 

Ι. Καλός υπάλληλος

 

Είναι ένας αγαθός γεροντάκος. Έπειτα από τριάντα χρόνων ὑπηρεσία, έχει νά διατρέξει όλους
τούς βαθμούς. Γραφεύς στο πρωτόκολλο.

Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα, σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος από το πρωὶ ως το βράδυ στο παρθενικό βιβλίο του, περνούσε τούς αριθμούς και αντέγραφε τὶς περιλήψεις. Κάποτε, μετά την καταχώριση ενός εισερχομένου ή ενός εξερχομένου, ετράβαγε μιά γραμμή πού έβγαινε από την τελευταία στήλη και προχωρούσε προς το περιθώριο, έτσι σάν απόπειρα φυγής. Αυτή ἡ ουρά δεν είχε θέση εκειμέσα, όμως την τραβούσε βιαστικά, με πείσμα, θέλοντας νά εκφράσει τον εαυτό του. Ἂν έσκυβε κανεὶς πάνω στην απλή και ίσια γραμμούλα, θά διάβαζε τηνιστορία του καλού ὑπαλλήλου.

Νέος ακόμη, μπαίνοντας στην ὑπηρεσία, εχαιρέτησε με συγκαταβατικό χαμόγελο τούς συναδέλφους του. Έτυχε νά καθίσει σ᾿ αυτήν την καρέκλα. Κ’ έμεινε εκεί. Ήρθαν ἄλλοι αργότερα,
έφυγαν, επέθαναν. Αυτός έμεινε εκεί. Οι προϊστάμενοί του τον θεωρούσαν απαραίτητο. Είχε αποκτήσει μία φοβερή, μοιραία ειδικότητα.

Ελάχιστα πρακτικός ἄνθρωπος. Τίμιος, ιδεολόγος. Μ’ όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε
αξιώσεις ευπατρίδου. Ένα πρωί, επειδή ο Διευθυντής του του μίλησε κάπως φιλικότερα, επήρε
το θάρρος, του απάντησε στον ενικό, εγέλασε μάλιστα ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον
ώμο. Ο κύριος Διευθυντής τότε, μ᾿ ένα παγωμένο βλέμμα, τον εκάρφωσε πάλι στη θέση του.
Κ’ έμεινε εκεί.

Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ από το γραφείο, παίρνοντας τον παραλιακό δρόμο, βιαστικός βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα το μπαστούνι του με την ωραία, νικέλινη λαβή, γράφει
κύκλους μέσα στο ἄπειρο. Και μέσα στούς κύκλους τα σημεία του απείρου. Όταν περάσει τά
τελευταία σπίτια, θ’ αφήσει πάντα να ξεφύγει ψηλά με ορμή το μπαστούνι του, έτσι σάν απόπειρα λυτρωμού.

Μετά τον περίπατο τρυπώνει σε μία ταβέρνα. Κάθεται μόνος, αντίκρυ στά μεγάλα, φρεσκοβαμμένα βαρέλια. Όλα έχουν γραμμένο πάνω απ᾿ την κάνουλα, με παχιά, μαύρα γράμματα, τ’
όνομά τους: Πηνειός, Γάγγης, Μισσισσιππής, Τάρταρος. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το
τέταρτο ποτηράκι γίνεται ποταμόπλοιο, με το οποίο ταξιδεύει σε θαυμάσιους, ἄγνωστους κόσμους. Από τά πυκνά δέντρα, πίθηκοι σκύβουν και τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχής.

Το τραγούδι του χωρισμού (1940) Φίνος Φιλμ.