Μικροδιηγήματα (4)
Μάνθος Ἀγγέλης… Ἡ ξένη
❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀❀
ΧΤΥΠΗΣΑ ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ τῆς πόρτας. Ξεφλουδισμένη μπογιὰ καὶ μιὰ ξινὴ μυρωδιὰ ἀπὸ μαγειρεμένο λάχανο. Πιανόμουν ἀπὸ τὰ μικροπράγματα τῶν ἤχων καὶ τῆς ὄσφρησης νὰ μὴ τὸ βάλω στὰ πόδια.
Στ’ αὐτιά μου ὁ ἦχος τοῦ κουδουνιοῦ ἀκούστηκε σὰ συναγερμός. Ὕστερα ἀπὸ ἑνὸς λεπτοῦ χτυποκάρδι, ἡ πόρτα ἄνοιξε. Μιὰ γυναίκα γύρω στὰ ἑξήντα. Λίπος διπλωμένο στὴν κοιλιά. Σκόρπια ρόλεϊ στὰ θαμπὰ κόκκινα μαλλιά της. Ἄσπρες ρίζες μέχρι τὴ μέση. Τὸ τσιγάρο ξεχασμένο στὸ στραβωμένο της στόμα. Ἡ τσίτινη ρόμπα μισάνοιχτη. Ἡ μητέρα μου.
Χρησιμοποίησα τὸ ἄλλοθι τῆς στατιστικῆς ὑπηρεσίας, ὅπου δούλευα γιὰ λίγες ὧρες τὸ καλοκαίρι καὶ πέρασα μέσα.
Κανένα μητρικὸ ἔνστικτο, ξεπηδώντας σὰ χείμαρος, δὲν τὴν προέτρεψε νὰ μ’ ἀναγνωρίσει. Καθιστικὸ μαζὶ μὲ κουζίνα. Μιὰ παλιὰ τηλεόραση στὴ διαπασὼν – τὴ χαμήλωσε χωρὶς νὰ τὴν κλείσει. Κάθισα στὴ ξεφτισμένη πολυθρόνα ποὺ μοῦ ὑπέδειξε. Τίποτα δὲ μὲ εἶχε προετοιμάσει γι’ αὐτό. Ἀνακάτευε κάτι στὴν κατσαρόλα καὶ φώναξε ἀπὸ τὸν πάγκο τῆς κουζίνας ἂν ἤθελα καφέ. «Ναί, εὐχαριστῶ», ψέλλισα γιὰ νὰ κερδίσω χρόνο. Ἡ ἴδια δικαιολογήθηκε ὅτι ἔπινε πάντα λίγο τζὶν πρὶν τὸ μεσημεριανό, ἀλλὰ τὰ ἄδεια μπουκάλια τοῦ μπέρμπον πάνω στὸν πάγκο δὲ συνηγοροῦσαν σ’ αὐτό…
«Οἰκογενειακὴ κατάσταση;» Ἄρχισα τὶς ἐρωτήσεις μέσα ἀπὸ τὰ ἔντυπα ποὺ κρατοῦσα. Φωνὴ σταθερή. Χέρια ποὺ ἔτρεμαν κάτω ἀπ’ τὰ χαρτιά. «Δια-δια-ζευγμένη», εἶπε τραυλίζοντας. Τὸ ποτήρι γεμάτο στὸ χέρι. «Τέκνα;», «Τρία», ἀπάντησε μετὰ ἕνα σύντομο δισταγμὸ καὶ σήκωσε τὸ ποτήρι. «Στὰ τέκνα… στὰ τεκνά!…» μοῦ ἔτεινε τὸ δείκτη. «Νὰ ἐκεῖ πάνω», ρούφηξε μὲ θόρυβο μιὰ γουλιά. Πνίγηκε στὸ βήχα της. Ἔστρεψα τὸ βλέμμα στὴ φωτογραφία ποὺ ἔδειχνε. Πάνω στὴ σκονισμένη ἐταζέρα. Τρία ἄγνωστα παιδικὰ πρόσωπα χαμογελοῦσαν στὸ φακό. Μακαριότητα τῆς πρώτης ἡλικίας. Τὴν κοίταξα ἐρωτηματικὰ φαίνεται, γιατί ἀμέσως ἀπάντησε θυμωμένα. «Δὲ λείπει κανείς!» Σχεδὸν πίστεψα πὼς προδόθηκα. Θυμήθηκε τὸ κρεμασμένο τσιγάρο στὸ στόμα της. Τράβηξε μιὰ γερὴ ρουφηξιά. Κατάπιε τὸν καπνό. Γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα νόμισα πὼς θὰ σκάσει. Ἄλλαξε κουβέντα. «Εἶσαι παντρεμένη;» Στὴν ἀρνητική μου ἀπάντηση σχολίασε «Καλύτερα. Οὔτε παιδιὰ νὰ κάνεις. Τὰ παιδιὰ εἶναι μπελάς». Συνέχισα τὶς τυπικὲς ἐρωτήσεις τῶν φυλλαδίων. «Ἄνεργη», «συντηρεῖται ἀπὸ τὴν πρόνοια». «Παιδιά ἐκτὸς γάμου;»
Ἡ ἐρώτηση ποὺ στριφογύριζε σὰ τρελὴ στὸ μυαλό μου, ἐπιτέλους, βρῆκε τὸ δρόμο της. «Είναι πολὺ ἀδιάκριτοι ἐκεῖ στὴν ὑπηρεσία». Ἔκανα εἴκοσι χρόνια νὰ τὴ βρῶ. Δὲ θὰ ἔχανα τώρα τὴν εὐκαιρία. Νὰ τὴν κάνω νὰ μιλήσει. Νὰ σπάσει. Νὰ τὸ παραδεχτεῖ. Μόνο αὐτὸ μ’ ἔνοιαζε. Ὅμως, συνεχῶς ξεγλιστροῦσε. Ἀνέβαλλε. Ἄλλαζε. Μαγικὴ εἰκόνα.
Τὸ μάτι μου ἔπεσε σὲ μία ἀκόμα φωτογραφία. Στὸ κουτσὸ τραπεζάκι δίπλα μου. Τὴν πῆρα στὰ χέρια. Τὸ τραπεζάκι ἔγειρε. Ἕτοιμο νὰ πέσει. Ἡ κιτρινισμένη φωτογραφία μὲ τὰ ξεβαμμένα χρώματα κρατοῦσε τὴν ἰσορροπία. «Ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ μωρὸ στὸ καρότσι;» εἶπα δῆθεν ἀδιάφορα. «Εγὼ μωρό. Στὴν παραλία.» Κοίταξε λοξὰ μακριά. Γιὰ μιὰ στιγμὴ τὴν εἶδα μικρή. Εἶχα μιὰ ἴδια στὸ δωμάτιό μου. Ἡ ὁμοιότητα ἦταν ἡ ἀπόδειξη. «Δὲ ζεῖς ἂν ζεῖς σὰ σκιὰ ἀνάμεσα σὲ ἄλλες σκιὲς καὶ κυνηγᾶς τὴ σκιά σου…», ἔλεγε ἕνα παλιὸ γαλλικὸ τραγούδι. Ἡ μητέρα μου ἦταν σίγουρα μιὰ σκιά. Μιὰ ἀναιμικὴ σκιά, μακριὰ ἀπὸ ὅ,τι εἶχα φανταστεῖ. Καθόταν ἀπέναντί μου στὴν ἄκρη τῆς καρέκλας καὶ κοίταζε τὸ πάτωμα. Κατηγορούμενη σὲ μιὰ δίκη ποὺ ἀγνοοῦσε. Πολεμοῦσα νὰ τὴ λυπηθῶ, νὰ τὴ συγχωρήσω, μὰ συγκρουόμουν κατὰ μέτωπο μὲ τὴν ἀνάγκη μου γιὰ δικαιοσύνη. Ἡ τηλεόραση ἔμενε ἀνοιχτὴ νὰ παίζει. Χωρὶς ἦχο. Ἐκείνη κοίταζε χωρὶς νὰ βλέπει. Οἱ ἐρωτήσεις μου εἶχαν τελειώσει. Σηκώθηκα νὰ φύγω. Μὲ συνόδεψε ὣς τὴν πόρτα. Ἀναπάντεχα γύρισε. Μὲ κοίταξε στὰ μάτια. Τρόμαξα. Ἔκανα ἕνα βῆμα πίσω. Χαμογέλασα ἀμήχανα. «Ἔχεις μὲ τὴν κόρη μου τὸ ἴδιο…», συλλάβισε, «…χαμόγελο», συμπλήρωσα ἔντρομη, μέσα μου. «Στυλό», εἶπε καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ παγωμένο μου χέρι τὸ στυλὸ νὰ ὑπογράψει τὸ ἔντυπο.
Χαιρέτησα. Βγῆκα ἔξω στὸ ἡλιόλουστο μεσημέρι, κατεβαίνοντας τροχάδην τὶς βρόμικες σκάλες τῆς ἐργατικῆς πολυκατοικίας τοῦ 17ου τομέα. Κάθισα σ’ ἕνα παγκάκι στὸ κοντινὸ πάρκο κι ἄναψα τσιγάρο. Τὰ χέρια μου συνέχισαν νὰ τρέμουν. Δὲν ἤμουν σίγουρη ὅτι δὲ μ’ ἀναγνώρισε. Ξαφνικὰ δὲ μ’ ἔνοιαζε πιά. Σκέφτηκα ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι, μάνα εἶναι αὐτὴ ποὺ σὲ μεγαλώνει. Δὲν τὴν ἀναζήτησα ξανά. Μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ἔμαθα τυχαῖα πὼς εἶχε πεθάνει ἀπὸ καρκίνο στοὺς πνεύμονες. Δὲ ξανακάπνισα ποτέ.
Πηγή: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/category/

ΦΩΤΌ: https://pixy.org/151546/