Φρέσκα

Γράμμα στον Άγιο Βασίλη

της Βιτάλια Ζίμμερ.

 

Σου γράφω αυτό το γράμμα κι ας κατάλαβα από πολύ μικρή πως δεν υπάρχεις. Δεν έλαβα ποτέ ένα δώρο από σένα. Έζησα σε ένα σπίτι φτωχικό και πάντα μου έλεγαν ότι πήγαινες σε άλλα πιο φτωχά παιδιά. Μέχρι που μια χρονιά, πήγα να πω τα κάλαντα με εκείνο το μεταλλικό τρίγωνο. Η μαμά μου έντυσε καλά και πήγαμε στη γειτονιά και σ’ άλλους δρόμους γύρω, τρία κορίτσια αγνά και ντροπαλά, τα κάλαντα να πούμε. Χτυπούσαμε κουδούνια μα κανείς δεν άνοιγε. Βλέπεις, στις πολυκατοικίες όλοι κρύβονται ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, μα σαν πας σ’ ένα χωριό, που κάθε σπίτι είναι ενός, εκεί ντρέπονται και την πόρτα τους ανοίγουν. Λίγοι καλοί και λιγοστοί, στο κατώφλι τους μας άφησαν δυο στροφές μονάχα να τις πούμε. Κι εγώ που δεν μιλούσα τότε γιατί είχε γίνει κάτι τρομερό, μόνο τα σίδερα χτυπούσα και κοίταζα στα μάτια τους ανθρώπους. Μια βόλτα στα τόσα σπίτια με έκαναν να καταλάβω ότι όλοι διαφέρουμε, μα οι φτωχοί είναι πιο γενναιόδωροι. Χρήματα λίγα έδιναν και πάντα λιχουδιές πολλές στα χέρια και στις τσέπες έβαζαν. Κι εκείνος ο κουτσός ο κουλουρτζής της Εγνατίας, λίγα κέρματα που είχε, σε εμάς τα έδωσε ο καψερός. Στα ακριβά τα καταστήματα μας απαγόρευαν την είσοδο. Σε άλλα μας έδιναν λεφτά κι όχι χρήματα, πριν καν ανοίξουμε το στόμα μας. Και σαν τελειώσαμε τη βόλτα, με πόδια πονεμένα και δίψα παρόλο το χειμώνα, αδειάσαμε τις τσέπες μας επάνω στο τραπέζι. Κέρματα και γλυκίσματα απλώνονταν με μιας στο άδειο το τραπέζι, λες και ρίχναμε τα ζάρια. Αυτά είναι λεφτά, δεν είναι χρήματα κι ας είναι δουλεμένα. Δεν μου αρέσουν. Το ίδιο κάνουν και οι κλέφτες. Μόλις τελειώσουν, βάζουν τα κλοπιμαία πάνω στο τραπέζι για τη μοιρασιά. Εγώ νιώθω πως είναι ελεημοσύνη. Δεν θέλω χρήματα επειδή με λυπούνται. Εννιά χρονών κορίτσι σκέφτεται έτσι, μάλλον δεν είναι στα καλά του. Δεν βγήκα ποτέ ξανά τα κάλαντα να πω. Μα πάντα ν’ ακούω ήθελα τις παιδικές φωνές, άτεχνα να τραγουδούν, να υμνούν τον ερχομό των εορτών. Περίεργο κι αυτό…μα κάποτε θα απαντηθεί. Ξέρω καλά, ακόμα και σήμερα, πώς δεν γιορτάζουν το Χριστό και τον καινούργιο χρόνο να προϋπαντήσουν. Τραγουδούν για τα λεφτά και όχι για τα χρήματα.

Θυμάμαι ένα χειμώνα,

που μίσησα τα Χριστούγεννα στο χωριό για πάντα. Κρύο, μυρωδιά κάπνας από τα τζάκια και τις στόφες, σε περικυκλώνουν μπερδεύοντας αισθήσεις. Σκοτάδι κρύο χειμωνιάτικο από νωρίς τη μέρα, μαζί και η βροχή, συνθέτουν ένα σκηνικό που θυμίζει πεδίο μάχης. Μπερδεμένη ακόμα μια φορά για τον ερχομό σου. Η μαμά λέει ότι έρχεσαι την παραμονή των Χριστουγέννων αλλά στην Ελλάδα το ραντεβού είναι πριν τον καινούργιο χρόνο. Κρέμασα κι εγώ πέντε κάλτσες, όποιες βρήκα, στο τζάκι του παππού και της γιαγιάς. Το επόμενο πρωί, ξύπνησα μαζί με την ημέρα και πήγα στο τζάκι χωρίς το πρόσωπο να πλύνω, μήπως και βρω τα δώρα μας. Μα οι κάλτσες ήταν άδειες. Τίποτα. Δεν υπάρχεις. Δεν έκανα ποτέ μου σαν παιδί κάτι κακό, γιατί με τιμωρείς έτσι; Τα άλλα παιδιά κάτι πήραν, έτσι μου λένε. Εκτός απ’ την Μαρία, που φοράει τα ίδια ρούχα κάθε μέρα.

Καταραμένη φτώχεια. Στους φτωχούς δεν πας. Έτσι κατάλαβα τότε και έτσι είναι. Δεν υπάρχεις.

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη, δεν θέλω κάτι από σένα.»


Έγραψα το γράμμα, το κράτησα στα χέρια μου κι όταν το διάβασα ξανά, άρχισαν τα δάκρυα να κυλούν χωρίς σταματημό. Και τότε κοίταξα γύρω μου. Το τζάκι καίει τα ξύλα με έναν χαρακτηριστικό θόρυβο που προκαλεί ηρεμία. Ένα πορτοκαλί – κόκκινο – κίτρινο χρώμα εκπέμπει θερμότητα και θαλπωρή. Το φως στο δωμάτιο είναι λιγοστό. Στις κούνιες είναι τα μωρά, ήσυχα, κουρασμένα από το παιχνίδι, με μας και τα σκυλιά στο φρέσκο χιόνι. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο και βλέπω πως χιονίζει. Όλα δείχνουν πως είναι ιδανικά, όπως στις ταινίες και στις διαφημίσεις. Και τότε είδα το είδωλό μου στο τζάμι. Τα δάκρυα θαμπώνουν την εικόνα μου και χάνομαι στον εαυτό μου ακόμα μια φορά. Είμαι εγώ, μα βλέπω σε μένα τον πατέρα μου και τη μητέρα μου. Κάθε χαρακτηριστικό μου, μου θυμίζει εκείνους…Χάρις σε εκείνους έγινα κι εγώ, της φτώχειας ο δραπέτης.

Έριξα το γράμμα στο τζάκι να καεί. Άγιε Βασίλη υπάρχεις. Όχι όπως μας λένε. Υπάρχεις αλλιώς, ως συλλογικό ον, μέσα στο μυαλό του καθενός, στις πράξεις των ανθρώπων. Μπορώ να είμαι κι εγώ ένας Άγιος Βασίλης. Λίγο ρύζι, λίγα μακαρόνια, ένα παιχνίδι, ένα βιβλίο, ένα ρούχο μπορεί να κάνει ευτυχισμένους πολλούς ανθρώπους. Το έθιμο του Άγιου Βασίλη είναι λάθος. Μια ζωή περιμένουμε να μας δώσουν κάτι. Μονίμως θέλουμε να είμαστε στην πλευρά του αποδέκτη. Αγοράζουμε κρυφά πανάκριβα ηλεκτρικά παιχνίδια με οθόνες και τα αφήνουμε κάτω από το δέντρο αργά τη νύχτα, τάχα πως τα ‘φερε ο Άγιος. Λες κι ο Άγιος ξέρει απ’ αυτά.  Όμως, ο διαρκώς χαμογελαστός καλοσυνάτος Άγιος ξέρει άλλα, πιο απλά. Είναι χαρούμενος επειδή προσφέρει, χωρίς να γίνεται αντιληπτός…Κανείς μας δεν τον είδε, όχι για να κρύψουμε την ανυπαρξία του. Το κάνουμε έτσι, για να δείξουμε ότι προσφέρει χωρίς αντίκρισμα. Αυτό είναι το μυστικό. Ο Άγιος είναι ντροπαλός και δεν θέλει να τον ευχαριστήσεις. Δεν διεκδικεί τα εύσημα…και προσφέρει σε αγνώστους, όχι μόνο στα παιδιά του…Κι αυτό είναι το μισό λάθος. Προσφέρουμε, χωρίς να λέμε ότι είμαστε εμείς, αλλά δυστυχώς αποδέκτες είναι μόνο τα παιδιά μας…

Φέτος, ο Άγιος Βασίλης θα είμαι εγώ κι εσείς. Θα είμαστε όλοι. Κι όσοι έχουμε περίσσευμα, ας μάθουμε στα παιδιά μας την άλλη πλευρά. Την πλευρά του άγνωστου δότη…

Άγιε Βασίλη, υπάρχεις… μέσα μας… Είσαι πιο κοντά από όσο νόμιζα.

Επιτέλους, ας χτυπήσει το κουδούνι, την πόρτα ν’ ανοίξω φορώντας τα ρούχα τα απλά μου και την ποδιά να βγάλω, όλα τα κάλαντα να ακούσω, μέχρι τον τελευταίο στίχο. Χρήματα να δώσω με κέρματα αρκετά, θόρυβο πολύ να κάνουν, οι παιδικές οι χούφτες να γεμίσουν κι ας πέσουν κάτω μερικά και γλυκίσματα με άρωμα βανίλιας απ’ τα χέρια μου φτιαγμένα να κεράσω. Τα πανωφόρια τους να βγάλουν, στο σπίτι μου να κάτσουν για να ξαποστάσουν. Για τη δίψα έχω νερό και για το κρύο, μια ζεστή ολόζεστη μεγάλη κούπα γεμάτη σοκολάτα λαχταριστή, που αχνίζει σκορπώντας τ’ άρωμα της σ’ όλο σπιτικό, στην κάθε του γωνία. Και στο μικρό παιδί, το μικρότερο της συντροφιάς, αυτό που τα κάλαντα δεν τραγουδά, το πιο μοναχικό, έχω μια έκπληξη καλή. Ένα φιλί και μια αγκαλιά μεγάλη…

Καλώς ορίσατε!