Φρέσκα

Ένα τραγούδι…μια ιστορία

ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΠΟΥ ΤΡΩΝ ΤΑ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ 

❀❀❀

(1987, μουσική: Νίκος Ξυδάκης, στίχοι: Θοδωρής Γκόνης)

…και μια σχετική αφήγηση του Θοδωρή Γκόνη

 

Θοδωρής Γκόνης: Γεννήθηκα σ’ ένα μικρό χωριό, μεταξύ Ναυπλίου και Επιδαύρου, που λέγεται Γκάτζια, και μετά κατέβηκα στο Ναύπλιον, όπου πήγα σχολείο και δούλευα ταυτόχρονα σ’ εστιατόρια. Εξάλλου πολλά τραγούδια μου έχουν αναφορά σε εστιατόρια, σε σερβιτόρους, σε βοηθούς σερβιτόρου… Διακρίθηκα σ’ αυτό το επάγγελμα και κατόρθωσα να γίνω και σερβιτόρος (γέλια)! Μετά ανέβηκα στην Αθήνα, στο Πανεπιστήμιο, κι εκεί βρέθηκα με ανθρώπους που με τον τρόπο τους με προσανατόλισαν. Επιθυμούσα να κάνω κάτι, δεν ήξερα ακόμα τι, και σιγά-σιγά βρέθηκα σε μια παρέα κι άρχισα να σπουδάζω θέατρο, παράλληλα με το Πανεπιστήμιο και να γράφω και τραγούδια. Είχα την τύχη να βρεθώ με τον Νίκο Ξυδάκη και ξεκίνησα πάρα πολύ καλά και δύσκολα, γιατί συνεργάστηκα μ’ έναν άνθρωπο απαιτητικό και σημαντικό, όπως είναι ο Νίκος. Κι έτσι σιγά-σιγά βρέθηκα μες στον ποταμό αυτόν, όπου συνεχίζω ακόμα να ταξιδεύω. Ήταν μία επιθυμία. Στη ζωή προσεύχεσαι για να βρεθείς κάπου. Η προσευχή πάντα είναι μυστική, δηλαδή ποτέ δεν είπα ότι θέλω να κάνω αυτό, θέλω να γίνω ηθοποιός, θέλω να γράψω τραγούδια… Όλα αυτά ήταν πολύ πιο εσωτερικά, σαν την πίστη αν την έχεις και η προσευχή σου πιάνει τόπο.

Καμιά φορά δημιουργούμε εντυπώσεις στους νεότερους, ότι εμείς θέλαμε να γίνουμε κάποιοι από τότε που γεννηθήκαμε ή ότι είμαστε τυχεροί. Δεν συμβαίνει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ήταν σαν ένα μυστικό που δεν μπορούμε να το πούμε φωναχτά, γιατί έτσι και το πεις το έχεις ήδη «κάψει». Όταν ήμουν έφηβος δεν ήξερα ακόμα τι να κάνω. Θα μπορούσα να είχα μείνει σερβιτόρος στα εστιατόρια του Ναυπλίου, που είναι ένα τουριστικό μέρος, αλλά δεν ήταν κάτι που το επιθυμούσα βαθιά. Δεν το ήθελα. Βρέθηκα αλλού, σ’ έναν χώρο δύσκολο και απαιτητικό, που σε κρατά σ’ εγρήγορση, με πάρα πολλά λάθη και αστοχίες για να καταφέρεις τελικά κάτι. Έχει σημασία ο αυτο-προσανατολισμός, δηλαδή σε ποια προοπτική ανοίγει κάποιος τον εαυτό του και ποιον κόσμο καλωσορίζει. 

Θ.Γ.: Εργαζόμουν από πολύ μικρός σε εστιατόρια στο Ναύπλιον, τώρα βέβαια το Ναύπλιον είναι καθαρά τουριστική πόλη αλλά μιλάω για μία άλλη εποχή πολύ πριν φουντώσει ο τουρισμός στην πατρίδα μας, κι εκεί θυμάμαι μικρό παιδί να περνάει μία πάρα πολύ ωραία κοπέλα, τα απογεύματα, νομίζω πήγαινε φροντιστήριο ή εργαζόταν σε κάποιο γραφείο -δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς… Απέναντι από το εστιατόριο ήταν βουλκανιζατέρ, συνεργεία αυτοκινήτων και φορτηγά και μηχανές  μεταφορών, κι ήταν διάφορα λαϊκά παιδιά, ευγενικά παιδιά, βεβαίως, και εργατικά, όπως και οι σερβιτόροι -το Ναύπλιον είχε και λαϊκή πλευρά, δεν είναι μόνο η τουριστική πόλη που βλέπετε σήμερα- και περνώντας αυτή η κοπέλα προκαλούσε επιφωνήματα χαράς και θαυμασμού και υπέροχα πειράγματα, καθόλου πρόστυχα και προκλητικά, αλλά ευφάνταστα,  και αυτή η εικόνα μού γέννησε τους στίχους, πιο πολύ βλέποντας στα μάτια των άλλων την ομορφιά της, γιατί εγώ ήμουνα αρκετά μικρός τότε. Περνούσε κάθε απόγευμα, ντυμένη άψογα και περπατώντας πάρα πολύ χαριτωμένα με τα μποτάκια της πάνω στην άσφαλτο. Αυτή ήταν η αφορμή. Από κει και πέρα, το πού σε πάει ο στίχος είναι σαν τη θάλασσα. Σε βγάζει όπου θέλει. Αλλάζουν πολύ εύκολα οι άνεμοι σ’ ένα τραγούδι. Εκεί που πηγαίνεις με τον νοτιά, ξαφνικά σε παίρνει ο βορράς και γίνεσαι σαν τον Χριστόφορο Κολόμβο. Δηλαδή ξεκινάς για τις Ινδίες και βρίσκεσαι στην Αμερική. Όταν ήμουν δευτεροετής φοιτητής στην Αθήνα, βρέθηκα σε μία παρέα που ήταν μέσα δύο άνθρωποι, οι οποίοι δεν ζουν πια, ο σπουδαίος συγγραφέας Χρήστος Βακαλόπουλος (1956-1993) και ο Κωστής Παπαγιώργης (1947-2014), νέα παιδιά τότε, και μιλούσαμε, περπατούσαμε, πηγαίναμε στον κινηματογράφο, ψάχναμε για βιβλία… Η Αθήνα ήταν γενναιόδωρη σε πάρα πολλούς επαρχιώτες. Μπορώ να πω ότι ήμουν άσχετος όταν ανέβηκα στην Αθήνα. Δεν ήξερα τίποτα. Απλώς κάτι επιθυμούσα, δεν ήξερα τι, και η Αθήνα ως μεγάλη πόλη με πήρε από το χέρι και μου έδειξε όλα αυτά.

Πήγα κινηματογράφο, διάβασα βιβλία, είδα θέατρο… Να φανταστείτε ότι εγώ ζούσα δίπλα στην Επίδαυρο και δεν μπορούσα να δω παραστάσεις της Επιδαύρου γιατί δούλευα τις ημέρες των παραστάσεων. Εγώ πρώτη φορά πήγα στην Επίδαυρο από την Αθήνα και μάλιστα θέλοντας και μη σαν ηθοποιός! Οπότε το ‘φερε η τύχη και η μοίρα. Και θέλω να πω ότι στην παρέα αυτή, κάποια στιγμή που συζητάγαμε, ο Χρήστος Βακαλόπουλος μου λέει:
– Ρε συ Θοδωρή, όλα αυτά που λες είναι υπέροχα λόγια  για τραγούδια. Γράψε ένα τραγούδι ωραίο!

Και έδωσα τους στίχους στον Χρήστο και ο Χρήστος στον Νίκο Ξυδάκη, με τον οποίο ήταν φίλος. Έτσι μπήκε το τραγούδι. Το οφείλω, λοιπόν, στην παρέα.  Και για να επιστρέψουμε στο συγκεκριμένο τραγούδι η ηρωίδα του  είναι  υπαρκτό πρόσωπο. Τώρα την βλέπω καμιά φορά στο Ναύπλιον, είναι πολύ ηλικιωμένη πια, χωρίς να ξέρει βεβαίως ότι το τραγούδι είναι γραμμένο γι’ αυτήν. Και δεν έχω πάρει το θάρρος να της το πω. Αυτή ήταν ανέκαθεν ωραία κι ευγενική, όπως και τα πειράγματα ήταν ευγενικά. Δεν ήταν κάτι χυδαίο. Αυτό το τραγούδι έχει αγαπηθεί από τα παιδιά στο εστιατόριο και από τον σερβιτόρο που ήμουν βοηθός του. Όταν το άκουσε χάρηκε. Όποτε κατέβαινα στο Ναύπλιον και τον έβρισκα, έλεγε «τι ωραία, τι ωραία! Που να φανταστώ ότι είχες τέτοια πράγματα εσύ!». Ήμουν τυχερός που συνεργάστηκα με τον Νίκο Ξυδάκη, γιατί είχε κάνει σημαντικά πράγματα και πριν,  με τον σπουδαίο Ρασούλη αν θυμάστε.

Αναδημοσίευση από  https://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&id=4780

Τ’ Αηδόνια, το παλιό εστιατόριο του Μπραχαμίου

Στ’ Αηδόνια με τον Ζωρζ Πιλαλί

Τ’ Αηδόνια σήμερα.