Ναπολέων Λαπαθιώτης…«Τα δεκατρία ντόμινα»
Ήταν περασμένα πια μεσάνυχτα, –μπορεί και τρεις η ώρα, το πρωί– κι η τρέλα του χορού είχε φτάσει πια στο κατακόρυφο, όταν τα δεκατρία μαύρα ντόμινα παρουσιαστήκανε στη σάλα, και στάθηκαν μαζί, κάπως παράμερα, δίπλα στην τετράφυλλη τη θύρα που χώριζε την κεντρική, πλημμυρισμένη σάλα απ’ το μακρύν τεράστιο διάδρομο.
Φορούσαν εντελώς όμοιο κοστούμι —μαύρο, με πυκνές νταντέλες γύρω και με μεγάλη φουντωτή κουκούλα– εξόν απ’ το μεσαίο, το ψηλότερο, που είχε, σα για διακριτικό του, στο πλευρό, στα χέρια και στα πόδια, πέντε μεγάλους φιόγκους ανοιχτούς, μ’ ένα χρώμα κόκκινο σαν αίμα.
Πώς μπήκαν, δεν κατάλαβε κανένας. Καθένας όμως απ’ τους καλεσμένους, σχημάτισε αμέσως την πεποίθηση, πως δεν μπορούσε παρά να ήταν, βέβαια, κάποιοι πολύ οικείοι του σπιτιού –πάρα πολύ οικείοι του σπιτιού– για να ρθουν με τόσο θάρρος, τέτοιαν ώρα.
Κι εξ άλλου, στο λαμπρόν αυτό χορό οι καλεσμένοι ήταν όλοι ένας κι ένας. Ο αμφιτρύων της βραδιάς εκείνης —ένας γέρος απ’ την Αίγυπτο, βαθύπλουτος αλλά και ξακουστός γλεντζές στα νιάτα του, πασίγνωστος και κοσμογυρισμένος, είχε την πρόνοια σ’ εκείνη τη συγκέντρωση —και είχε καταβάλει πολλή μέριμνα και προσοχή για να το κατορθώσει– να μη λείψει τη βραδιάν εκείνην απ’ το σπίτι του κανέν’ απ’ τα επίσημα ονόματα που φιγουράρουν στις εφημερίδες. Και τα είχε καταφέρει τόσο τέλεια, ώστε να μαζευτεί μες στα σαλόνια του όλο σχεδόν το άνθος κι όλη η αφρόκρεμα της «ανωτάτης αριστοκρατίας». Γι’ αυτό, καθένας είχε λόγους να πιστεύει, ότι κι αυτά τα δεκατρία ντόμινα, δεν ήταν δυνατό παρά ν’ ανήκουν, άλλο τόσο βέβαια κι εκείνα, σ’ αυτή την περιζήτητην αφρόκρεμα —αν κανένας έκρινε, ιδίως, απ’ τις πολύ κομψές, λουσάτες κι ομοιόμορφες, τις υπερπολυτελείς περιβολές, με τις οποίες ήταν όλα τους ντυμένα.
Ο οικοδεσπότης, αρχοντάνθρωπος, φιλομειδής και φρακοφορεμένος, με μια μεγάλη και βαρύτιμη καμέλια στην ανθισμένη πάντα μπουτονιέρα του, έτυχεν εκείνη τη στιγμή να είναι κάπως απασχολημένος με το μαέστρο και τους μουσικούς, και δεν τους είδε όταν έμπαιναν στη σάλα, να τους προϋπαντήσει καθώς έπρεπε. Όταν ξαναγύρισε στη σάλα, το μαύρο ντόμινο που ήταν αρχηγός, προχώρησε με θάρρος προς το μέρος του κι έβαλε το δάχτυλο στα χείλη. Κι εκείνος χαμογέλασε συγκαταβατικά, κάνοντας ένα μορφασμό πολύ-πολύ αστείο, σα να τον είχε τάχατες γνωρίσει –αν και δεν είχε καταλάβει τίποτε, ούτε κι έβαλε με το νου του ποιοι να ήταν.
Απόψε ήταν άλλωστε βραδιά του μυστηρίου. Δε θέλησε να μάθει πιο πολλά. Κι εξ άλλου, ήταν βέβαιος κι ο ίδιος, πως η παρέα με τα μαύρα ντόμινα, θα είχε δώσει δίχως άλλο τ’ όνομά της στον άνθρωπο με τη λευκή κορδέλα, που ήταν εξεπίτηδες βαλμένος να παίρνει τα ονόματα, στη σκάλα.
Κι όμως η σάλα, μ’ όλη της την κίνηση, απ’ τη στιγμή που είχαν μπει, κάπως περίεργα, τα σιωπηλά εκείνα ντόμινα, είχε πάρει μια καινούριαν όψη, χωρίς κανένας να μπορεί να πει γιατί: Τα φώτα έλαμπαν πολύ πιο ζωηρά, η ατμοσφαίρα γιόμισεν αρώματα. Τα γέλια κι οι κουβέντες των ανθρώπων, είχαν πάρει κάποιον τόνο χαμηλότερο, σα μια συνεσταλμένην επιφύλαξη — κι ένας τρελός πιερότος, σκανταλιάρης, πιο τολμηρός από τις άλλες μάσκες, που θέλησε με τρόπο να πειράξει το ψηλότερο μεσαίο μαύρο ντόμινο και να του ρίξει χαρτοπόλεμο στο στόμα, σταμάτησε λιγάκι σαστισμένος…
Ως κι η μουσική, με το μαέστρο της, που σ’ αυτό το αναμεταξύ έκαν’ ένα σχετικό διάλειμμα, αντί ν’ αρχίσει τον πρεπούμενο χορό, καθώς αναφερότανε στο πρόγραμμα, –άρχισε να παίζει απροσδόκητα ένα σκοπό πρωτάκουστο, βαρύ επίσημο και κατανυκτικό, μια σοβαρή, καινούρια μελωδία, που δεν την ήξερε κανένας απ’ τους γύρω, και θύμιζε σα νότες αρμονίου! Επειδή όμως όλ’ οι καλεσμένοι της ιστορικής βραδιάς εκείνης –κι ο ίδιος ίσως ο οικοδεσπότης– ήταν κάπως προετοιμασμένοι για κάθε είδους έκπληξη και ιδιοτροπία –η εφευρετικότητα του γερο-τραπεζίτη ήταν πολύ γνωστή και σεβαστή και δε χωρούσε καν αμφιβολία για το πετυχημένο της το γούστο– κανένας τους δε θέλησε να δώσει σ’ όλα αυτά άλλη σημασία σοβαρότερη…
Κι ακριβώς την εποχήν εκείνη όλος ο κόσμος έλειπε στον πόλεμο. Την ίδια μάλιστα βραδιά της εσπερίδος, είχ’ έρθει, κάπως μυστικά, η είδηση μιας αληθινής καταστροφής: Δεν ξέρω πόσες μεραρχίες πεζικού είχαν υποστεί πανωλεθρία. Οι απώλειες δεν είχαν μαθευτεί, αλλά φαίνεται να ήταν τρομερές… Δώδεκα χωριά είχαν καεί. Ο τόπος όλος ήταν βυθισμένος στην ταραχή, στη λύπη και στο πένθος. Το καρναβάλι, με την ευθυμία του, περνούσε εντελώς απαρατήρητο, τα κέντρα, όλα, έμεναν κλειστά –κι αν δεν υπήρχαν μερικά μεγάλα πλουσιόσπιτα, να εξακολουθούν, εδώ κι εκεί, την καλοπέρασή τους και το γλέντι τους, υπήρχε φόβος τη χρονιά εκείνη όλ’ οι καημένοι αυτοί άνθρωποι, οι πλούσιοι, να μείνουν δίχως να διασκεδάσουν! Κι ο μόνος τρόπος να διασκεδάζουν, ήταν να δίνουν μεταξύ τους εσπερίδες, να διοργανώνουν συγκεντρώσεις, μ’ όλη την παλιάν επισημότητα, και ν’ ανοίγουν μια χαρμόσυνη παρένθεση —χαρμόσυνη για κείνους μοναχά– στη γενική κατήφεια και θλίψη!
Κι ίσως αυτή να ήταν η καλύτερη, από απόψεως και γούστου και σπατάλης, απ’ όλες τις επίσημες εκείνες συγκεντρώσεις. Όλο το μέγαρο, απ’ άκρη σ’ άκρη έλαμπε, παρ’ όλα τα κλειστά παράθυρά του. Ένα πλήθος αυτοκίνητα κι αμάξια (υπήρχαν βλέπετε ακόμα και τ’ αμάξια) ήταν παραταγμένα, δίχως φώτα και σε διπλή σειρά, μπροστά στην πόρτα –και μες απ’ τα διπλά τριπλά παράθυρα, μες απ’ τις κρυσταλλένιες μπαλκονόπορτες, παρ’ όλο το ερμητικό τους κλείσιμο, έλαμπαν οι μεγάλοι πολυέλαιοι: γιατ’ οι παλιοί μεγάλοι πολυέλαιοι δεν είχαν εντελώς καταργηθεί ακόμα. Ο μακρινός αντίλαλος της μουσικής στο δρόμο έφθανε κάπως εξασθενημένος, δίνοντας στους λιγοστούς ανήξερους διαβάτες, τους βιαστικούς, τους αργοπορημένους, τη στιγμιαία κι ακαθόριστην εντύπωση δεν ξέρω ποιου ονειρεμένου παραδείσου, κλειστού για κείνους κι απαγορευμένου…
Κι εξ άλλου, για να πούμε την αλήθεια, το μαντάτο της καταστροφής είχ’ έρθει τόσο ξαφνικά κι αργά που δεν πρόφταινε κανείς να κάνει τίποτε: Οι προετοιμασίες είχαν γίνει, οι προσκλήσεις είχαν μοιραστεί, οι κυρίες είχαν βάλει τα κοστούμια τους —η πολυέξοδη εκείνη εσπερίδα, δεν ήταν τρόπος για ν’ αναβληθεί! Δυο-τρία πρόσωπα επίσημα μονάχα –υπουργοί και πρέσβεις, δηλαδή– είχαν ειδοποιήσει, λίγο πριν, πως θα ’στελναν μονάχα τις κυρίες τους. Κι εξαιτίας ακριβώς εκείνης της εξαιρετικής ανωμαλίας, καθένας πίστευε και το σιγοψιθύριζε, πως και τα μαύρα ντόμινα εκείνα ήταν ενδεχόμενο να κρύβουν κάποιους απ’ τους μεγάλους επισήμους, που οι δυσάρεστες εκείνες περιστάσεις τους ανάγκαζαν να ρθουν κάπως «ινκόγκνιτο», ανώνυμα και διακριτικά, και να κρατήσουν μερικά προσχήματα, για ν’ αποφύγουν σχόλια εις βάρος τους…
Και γι’ αυτό, δεν έβγαζαν τις μάσκες τους.
Είχαν σταθεί σιωπηλοί στην άκρη, και κατά σύμπτωση, διαβολική αλήθεια, –γιατί κι εκείνοι ήταν δεκατρείς!– μπροστά σ’ έναν παλιό μεγάλο πίνακα, βαλμένον μέσα σε χρυσή κορνίζα, με το Χριστό και με τους Αποστόλους –αντίγραφο, δεν ξέρω ποιου ζωγράφου, του «Μυστικού», του «Δείπνου» του Νταβίντσι[1]. Και κοίταζαν, ακίνητοι, τη σάλα.
Σε λίγο όμως, σιγά-σιγά, ο χορός άρχισε ξανά να ζωηρεύει.
Τ’ άνθη κι οι χρωματιστές κορδέλες άρχισαν πάλι–να διασταυρώνονται, ο χαρτοπόλεμος να δίνει και να παίρνει, και τα μπουκέτα με τους μενεξέδες να πέφτουν και να ρίχνονται βροχή!
Οι μπουκάλες της σαμπάνιας άδειαζαν –κι ο μπουφές, με τα λουσάτα του γκαρσόνια, δεν πρόφταινε να στέλνει παγωτά…
Κι ο μαέστρος με το χέρι σηκωμένο, έδινε τώρα, ξαφνικά, το σύνθημα του πιο τρελού, γνωστού, χορού της μόδας!
Τα ζευγάρια γλιστρούσαν στο παρκέτο με κινήσεις αφηνιασμένες –ο ίλιγγος βασίλευε και πάλι…
Ένας ιππότης μάλιστα κομψότατος, με μια χαριτωμένη κολομπίνα, ήταν ανεβασμένοι στο τραπέζι –ένα μακρύ τραπέζι καρυδένιο, που ακουμπούσαν τα ποτήρια της σαμπάνιας– και χόρευαν εκεί με τόση χάρη, που όλοι γύρω τους χειροκροτούσαν, και στο τέλος τους σήκωσαν στα χέρια, και τους έφεραν με «ζήτω» στο μπουφέ!
Η σάλα όλη έπαιρνε τον τόνο της κραιπάλης…
Πλησίαζε σχεδόν να ξημερώσει.
Σε λίγο στα παράθυρα, θαμπό και μακρινό, πρόβαλε μόλις αμυδρά το χρώμα της αυγής.
Τότε ξαφνικά το μαύρο ντόμινο –εκείνο με τους κόκκινους, μεγάλους πέντε φιόγκους–, άφησε τη θέση που στεκόταν, προχώρησε στο μέρος του μαέστρου, κι απότομα του κράτησε το χέρι… Η παγκέτα έπεσε στο πάτωμα.
Η μουσική σταμάτησε με μιας.
Τα ζευγάρια έμειναν ακίνητα.
Έπειτα προχώρησε στον τοίχο, και σήκωσε τα μάτια του ψηλά.
Κι έγινε τότε κατιτίς απίστευτο, κάτι που έμοιαζε πραγματικά με θαύμα.
Όλα τα φώτα έσβησαν απότομα.
Ο τοίχος πήρε βάθος ξαφνικά, και μέσα στο μεγάλο του τετράγωνο –εκεί που ήταν η εικόνα του Νταβίντσι–, σα σε οθόνη κινηματογράφου, φάνηκ’ ένα τοπίο χιονισμένο, το κομμάτι μιας βουνοπλαγιάς μ’ ένα μουντό, σκοτεινιασμένον ουρανό. Στο μπροστινό του μέρος ακριβώς ήταν σωριασμένα πλήθος πτώματα, πλαγιασμένα το ’ν’ απάνω στ’ άλλο, με τα κρανία κατατσακισμένα, και με σπασμένες ραχοκοκαλιές… Όπλα ματωμένα, λασπωμένα, μάτια, μυαλά, βγαλμένα και χυμένα, χέρια, πόδια, δάχτυλα κομμένα –όλα στοιβαγμένα, μπερδεμένα, σ’ έναν απερίγραπτο σωρό!…
Κι ένας βόγγος, ένας βόγγος μακρινός, μια φοβερή κι ανήκουστη κατάρα, ένα μεγάλο τραγικό ανάθεμα, έβγαινε μες απ’ τη μεγάλη μαύρη μάζα! Ένας μεγάλος βόγγος ατελεύτητος, σα μουγκρητό, μαζί και σα φοβέρα, που ξεπερνούσε πέρα το διάστημα, κι έφτανε ως τα βάθη τ’ ουρανού!…
Κι ένα κρύο, ένα κρύο σουβλερό, –ένας αέρας βουερός και μολυσμένος– μια μεγάλη μπόρα δυνατή, φύσηξε και πάγωσε τη σάλα, κι ήρθε παντού, και ράντισε, πιτσίλισε με λύσσα, τα στήθη τα γυμνά των κυριών!…
Τ’ όραμα δε βάσταξε πολύ.
Τα φώτα άναψαν και πάλι ξαφνικά —κι η σάλα του χορού παρουσιάστηκε καλοβαλμένη καθώς ήταν πριν, σα να μην είχε τίποτε συμβεί! Κι η περίφημη εικόνα του Νταβίντσι, μες στη χρυσή βαρύτιμη κορνίζα της, βρισκόταν πάλι απαράλλαχτα στη θέση της…
Μες στη φασαρία και τον τρόμο, μες στη γενικήν αλλοφροσύνη, όλοι γύρω βάλαν τις φωνές:
— Τι τρέχει;!… Τι συμβαίνει;! τι συμβαίνει!;…
Πολλές κυρίες με τα «ντεκολτέ» τους, έπεφταν χάμω λιποθυμισμένες, άλλες έμπηχταν βαθιά ξεφωνητά.
Τώρα, όλοι τους, ποιος λίγο ποιος πολύ, ένιωθαν μες στην πρώτη τους χαμάρα[2], αλλά με τρόπον εντελώς συγκεχυμένο, πως το τραγικό εκείνο θαύμα, η τραγική εκείνη οπτασία, δεν είχε γίνει φυσικά κι ανθρώπινα, –από κάποιον κατεργάρη ίσως, από κανέναν ίσως λωποδύτη, που θέλησε να φέρει αναστάτωση, να δημιουργήσει πανικό, για να κάμει τη δουλειά του πιο καλά (αν και, κι αυτό, πώς ήταν δυνατόν!;)… Ένιωθαν πως αυτό που τους συνέβη, δεν ήταν φάρσα του οικοδεσπότη, ούτε κι είχε όνομα στη γλώσσα των ανθρώπων –αλλά πως ήταν κάτι τερατώδες, ασύλληπτο και υπερφυσικό!…
Η παρέα με τα μαύρα ντόμινα ήρθε στο μυαλό τού καθενός: Η παρέα με τα μαύρα ντόμινα, κι εκείνη τώρα είχε γίνει άφαντη!
Όλοι τότε τρέξανε παντού, ρίχνοντας κάτω βάζα, πολυθρόνες, αναποδογυρίζοντας καρέκλες, ψάχνοντας πίσω από έπιπλα και ρούχα, πίσω από μπουφέδες και καθρέφτες, να βρουν, χωμένους σε καμιά γωνιά, τους υπερφυσικούς αυτούς αγνώστους…
Ο οικοδεσπότης ήταν έξαλλος κι έτρεχε δώθε-κείθε σαν τρελός… Έκαμαν το σπίτι άνω-κάτω. Κατέβηκαν ως κάτω, στις κουζίνες, κι ως τις σκάλες της υπηρεσίας.
Όλες οι πόρτες ήταν κλειδωμένες.
Έφεραν γύρο σ’ όλα τα πατώματα, άνοιξαν κάσες, έσπασαν λουκέτα. Δεν βρήκαν ίχνος ξένου, πουθενά.
Έτρεξαν τότε στις κρεβατοκάμαρες –και πρώτα-πρώτα στου οικοδεσπότη.
Όλα τα πράματα βρισκόντουσαν στη θέση τους —οι καναπέδες, η ντουλάπα, το κρεβάτι— και μοναχά στον τοίχο, στη γωνιά, σκεπασμένος απ’ την κουνουπιέρα, στα σίδερα του πρώτου κρεβατιού— έργο παλιό, δεν ξέρω ποιου τεχνίτη— απόμερος, επίσημος και μόνος, φέγγοντας με μια λάμψην ασυνήθιστη, γαλήνιος και υπερφυσικός,– ήταν ένας μικρός Εσταυρωμένος…
Πηγή, https://sarantakos.wordpress.com/2015/02/22/13domina/#more-12746
