Νύφη παραδουλεύτρα
της Έφης Καραμιχάλη
Κάτι ψυχές ήρθαν στον κόσμο για να βιώσουν μόνο την τραγικότητά του.
Κάπου γύρω στα ‘40 ένα πλοίο την έβγαλε στη πόλη μας. Την έλεγαν Πολύμνια. Πανέμορφη ψηλή μελαχρινή γύρω στα 18. Άφησε το νησί της και ήρθε να γίνει παραδουλεύτρα σε ένα πλούσιο ξυλέμπορα. Τα όνειρα της όλα μέσα σε ένα μπόγο και όλος ο κόσμος στα πόδια της. Το ξέχασε το νησί γρήγορα και μπήκε μπροστά να τιθασεύσει τη ζωή.
Μετά από δύο χρόνια γνώρισε τον Παναγιώτη, γιός φούρναρη με πολλά λεφτά και μοναχοπαίδι. Αυτός γαντζώθηκε πάνω της για να ξεχάσει την μάνα που δεν είχε και την σκληράδα του πατέρα του. Στην αρχή ο φούρναρης ανένδοτος. Τόσο χρήμα και θα πάρουμε την Πολύμνια με το βρακί στο κώλο; έλεγε.
Αργότερα το ξανασκέφτηκε. Μάλλον υπηρέτρια θα ήθελε, σου λέει δυο άνδρες μόνοι μια χαρά νύφη θα κάνω, και έδωσε την ευχή του! Μπήκε νύφη η Πολύμνια σε ένα δυόροφο καινούργιο σπίτι, όλο δικό της, καμιά εκατοστή μέτρα από το φτωχικό μας. “Ήμουν ευτυχισμένη τότε”, έλεγε όταν αναπολούσε με την μάνα μου την ζωή της, “είχα τον Παναγιώτη μου και ένα νοικοκυριό όλο δικό μου” τί άλλο να ζητούσα. Είχαν νιάτα, όνειρα και λεφτά. Εκείνα τα χρόνια πρέπει να ήταν τα καλύτερα της ζωής της.
Ο Παναγιώτης είχε μια μηχανή, έβαζε την αγαπημένη του Πολύμνια πίσω, κι όπου τους έβγαζε ο δρόμος. Μετά ήρθαν τα παιδιά το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, έτρεχε και δεν προλάβαινε. Φούρνος, παιδιά, πεθερός, όλα να είναι στην τρίχα. Δεν έλεγε κουβέντα. Ευγνωμονούσε τη ζωή που της τα ‘δωσε όλα αυτά κι έδινε ότι μπορούσε. Ήξερε από φτώχεια. Όταν έλειπε ο πεθερός της από το φούρνο, έφερνε ψωμιά και μοίραζε στη γειτονιά και μάζευε ευχές, αλλά καμιά δεν βγήκε αληθινή στην κατοπινή της ζωή.
Μια μέρα την φώναξαν στο νοσοκομείο. Έτρεξε σαν τρελή. Ο Παναγιώτης της με τη μηχανή βγήκε απ’ το δρόμο. Ολική τετραπληγία. Τον πήρε σπίτι. Εικοσιπέντε χρόνια σ’ ένα κρεβάτι με την Πολύμνια από πάνω του μη χρειαστεί κάτι και δεν είναι εκεί. Η μόνη ξεκούραση ένας γρήγορος καφές με την μάνα μου και μετά πάλι στο τρέξιμο. Ο φούρνος με τα χρόνια έκλεισε, η περιουσία τελείωσε, κι αυτή εκεί στήριγμα για όλους. Να περιποιείται τον άνδρα της, να μεγαλώνει δυο παιδιά, και να κοιτάζει και τον ανήμπορο πια πεθερό, που όσο γερνούσε γινόταν και χειρότερος. Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια.
Μια μέρα εκεί γύρω στο ’80 πάλι πήρε το δρόμο για το νοσοκομείο. Ο γιός της ο Νικόλας σε τροχαίο, ένα παλληκάρι 28 χρονών. Ποιόν να πρωτοκλάψει. Τον γιο που “έφυγε” ή τον άνδρα της που απορούσαμε όλοι πως ζούσε ακόμη. Κάπου εκεί σιγά σιγά άρχισε να ζει σ’ ένα δικό της κόσμο, πόσο να αντέξει και αυτό το μυαλό. Όταν πέθανε ο άνδρας της δεν κατάλαβε τίποτα. Την πήρε η κόρη της στο σπίτι στην άλλη άκρη της πόλης. Όποτε πήγαινε η μάνα μου να την δει τη ρωτούσε που είναι ο Παναγιώτης της και πότε θα έρθει ο Νικόλας της. Ζούσε στο κόσμο της. Κάνα χρόνο πριν “φύγει” έβρισκε τρόπο, έβγαινε απ’ το σπίτι, κι έπαιρνε τους δρόμους. Την έβρισκαν πάντα στη γειτονιά μου. Μ’ έναν τρόπο μυστήριο διέσχιζε όλη την πόλη και ερχόταν εκεί που αγάπησε, που έζησε, που πόνεσε, που αισθάνθηκε. Την οδηγούσε η καρδιά της. Αυτή, δεν ξεχνά ποτέ…
