Φρέσκα

Ιστορίες για την ποίηση…«Σπουδή Θαλάσσης»

Ν. Καββαδίας: Τραβέρσο (1975)

~~~~~~~~~~~~~~~~

Ἀγνάντευε ἀπ᾿ τὸ κάσσαρο τὴ θάλασσα ὁ «Πυθέας»
κι ὅλο δεξιὰ κι ἀριστερὰ σκουντούφλαγε βαριά.
Κι ἀπάνω στὸ ἄρμπουρο, ὁ μουγγός, ὁ γιὸς τῆς Δωροθέας,
εἶχε κιαλάρει δύο γυμνὲς γυναῖκες στὴ στεριά.

Τότε στὴν Πίντα κλέψαμε τοῦ Ἀζτέκου τὴν κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα τὸ κορμὶ καὶ μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια καὶ σκορπιοὶ τσιφάρι, στὰ πανιόλα.
Στὸ Πάλος κουβαλήσαμε τὸ ἀγιάτρευτο σπυρί.

Καὶ προσκυνώντας τοῦ μεγάλου Χάνου τ᾿ ἀποκεῖνα
καβάλα στὶς μικρόσωμες Κινέζες στὶς πιρόγες,
-μετάξι ἀνάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρῶγες-
φέραμε κεῖνον τὸν κλεμμένο μπούσουλα ἀπ᾿ τὴν Κίνα.

Δεμένα τὰ ποδάρια μας στοῦ Πάπα τὶς γαλέρες
κουρσεύαμε τοῦ ὠκεανοῦ τὰ πόρτα ἢ τὰ μεσόγεια.
Σπέρναμε ὅπου περνούσαμε πανούκλα καὶ χολέρα
μπερδεύοντας μὲ τὸ τρελό μας σπέρμα ὅλα τὰ σόγια.

Ὅπου γυναίκα, σὲ ναούς, καλύβα ἢ σὲ παλάτι,
σὲ κάσες μὲ μπαχαρικὰ ἢ πίσω ἀπὸ βαρέλια,
μᾶς καθαρίζαν τὶς παλιὲς πληγὲς ἀπὸ τὸ ἁλάτι,
πότε ντυμένες στὰ χρυσὰ καὶ πότε στὰ κουρέλια.

Ἀπίκου πάντα οἱ ἄγκυρες καὶ οἱ κάβοι πάντα ντούκια.
Ὀρθοὶ πάντα κι ἀλύγιστοι στὴν ἀνεμορριπή,
μασώντας, σὰν τὰ ζωντανά, μπανάνες καὶ φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: ἁμάρτημα ἡ ντροπή.

Στὰ ὄρτσα νὰ προλάβουμε. Τραβέρσο καὶ προχώρα.
Νὰ πᾶμε νὰ προλάβουμε τὴν τελευταία ριξιὰ
σὲ κείνη τὴν ἀπίθανη σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο χώρα
ποὺ τὰ κορίτσια τό ῾χουνε στὰ δίπλα ἢ καὶ λοξά.

19.01.1975

…Παράδειγμα λαμπρό και το ποίημα. Η Σπουδή της Θάλασσας…
Που άλλο δεν είναι παρά η πλέον δωρική ιστορία της ναυτιλίας.
Αρκεί βεβαίως να είμαστε σε θέση να αποκωδικοποιήσουμε τον ιδιότυπο μορσικό κώδικα του Καββαδία. Καθόλου εύκολο έργο. Διότι πέρα από το λεξιλόγιο που εμποδίζει τους στεριανούς, παραμονεύει η δεύτερη δικλείδα ασφαλείας, οι βαθύτατοι συμβολισμοί του ποιητή, ριζωμένοι στην ευρύτητα των θεωρητικών του γνώσεων και καρπός τόσο της παιδείας που έλαβε όσο και της συνεχούς του ενασχόλησης με την τέχνη και μάλιστα όχι μόνο την τέχνη της ποίησης…

Επιλογή εικόνας black kat

Έτσι ο ποιητής Καββαδίας κλειδαμπαρώνεται στον ασύρματό του, μακριά από τους ομότεχνους και αφήνοντας απέξω και τους συναδέλφους του ναυτικούς. Και μόνος, ολομόναχος, εκπέμπει το δικό του ξεχωριστό τραγούδι. Ένα τραγούδι που ξεκίνησε με κοντά παντελονάκια στο δημοτικό και συνέχισε ως την ώρα που έκλεισε τα μάτια του.
Λίγες, ελάχιστες, οι περιπτώσεις ποιητών όπως ο Καββαδίας. Όσο σπάνιοι είναι και οι ποιητές που ταυτίστηκαν απόλυτα με το έργο τους.
Παρόλα αυτά θα επιχειρήσουμε να ανιχνεύσουμε τη σπουδή του. Και ο τρόπος είναι να ξεκινήσουμε από το τέλος. Από την ουτοπία της αναζήτησης μιας «απίθανης» χώρας και των απίθανων κοριτσιών… Είναι τα κορίτσια αυτά οι μούσες του ποιητή και ο μαγνήτης των ταξιδιών του στη θάλασσα και στους στίχους.
Και όχι μόνο δικές του μούσες. Η σπουδή του περιλαμβάνει πολλούς άλλους σταθμούς των μεγάλων θαλασσοπόρων. Μια προσεκτική ματιά και εύκολα θα διακρίνουμε τον Κολόμβο, το Μάρκο Πόλο και τους κινέζους ταξιδευτές της θάλασσας, τους σταυροφόρους ως και τον αρχαίο Πυθέα το Μασσαλιώτη.
Ναι, αυτός είναι ο Πυθέας. Το καράβι που πρωταγωνιστεί στη Βάρδια και που δεν υπάρχει ως όνομα μέσα στον κατάλογο των πλοίων που ταξίδεψε ο Νίκος Καββαδίας…

Ο Πυθέας είναι σύμβολο. Και αντιστοιχεί στον Πυθέα από τη Μασσαλία που έζησε τον 4ο π.Χ. αιώνα, κατάφερε όμως να κάνει ταξίδια ως τις θάλασσες της βόρειας Ευρώπης. Περιέγραψε μάλιστα τα ταξίδια του στα βιβλία του «Περί Ωκεανού» και «Γης περίοδος». Όπως αιώνες μετά θα επαναλάβει και ο Νίκος Καββαδίας.
Ο Πυθέας είναι ο ίδιος ο Καββαδίας. Αν κανείς διαβάσει τη Βάρδια αφήνοντας ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του, θα το νιώσει… Εκεί, στη σελίδα 164, αποκαλυπτικά ο Καββαδίας θα θέσει το ερώτημα:
«Τα πάμε τα καράβια ή μας πάνε;»
Και θα απαντήσει απερίφραστα: «Μας πάνε»!
Αφού πρώτα μας δώσει την πιο ευαίσθητη περιγραφή που γράφτηκε ποτέ για τα καράβια. Και τα εξισώσει με ανθρώπους. Που άλλα είναι λέει αρσενικά και άλλα θηλυκά, που μισούν και σε διώχνουν ή που σε θέλουνε και σε κάνουν βίδα τους, καρφί και σκαρμό τους. Που έχουν το πιο ανθρώπινο κλάμα που άκουσε ποτέ κανείς και που έχουν ακόμη και μάτια!

ο Cyrenia. Το καράβι που ξεκίνησε να γράφεται η Βάρδια
Μ’ αυτά τα μάτια βλέπει ο Καββαδίας τα καράβια. Κι αφήστε πια πώς βλέπει τις γυναίκες. Τυχαίο δεν είναι που και αυτή η περιγραφή, της ιδανικής γυναίκας, βρίσκεται στην ίδια ακριβώς σελίδα. Ναι, στη σελίδα 164. Μια γυναίκα νερένια και χωρίς ποδάρια, με μαλλιά φύκια και βαφτισμένη στο ψαρόλαδο, με χέρια πλοκάμια. Και να τη λένε Θαλασσινή! Πώς αλλιώς; Μα η γυναίκα αυτή δεν υπάρχει πουθενά, θα κραυγάσει ο ποιητής. Μονάχα στον ύπνο του! Και είναι μια γυναίκα που μιλάει τη γλώσσα των ψαριών!
Μιλάνε τα ψάρια;
Όσο μιλάει και ο μουγγός που μας υποδέχεται στην πρώτη στροφή του ποιήματος καθισμένος στο άρμπουρο και κιαλάροντας πέρα στη στεριά γυμνές γυναίκες. Εκ του μακρόθεν…
Ποιος είναι αυτός ο μουγγός; Ο γιος της Δωροθέας!!! Κι η Δωροθέα; Μα η μητέρα του ποιητή. Η Δωροθέα Αγγελάτου. Η Κεφαλλονίτισα Δωροθέα Αγγελάτου, γόνος εφοπλιστικής οικογένειας.
Μα υπήρξε μουγγός ο γιος της Δωροθέας Αγγελάτου;
Υπήρξε. Στο βαθμό που μίλαγε και άλλοι δεν τον άκουγαν. Ή θαρρούσαν πως κοράκιζε, κατά πως ομολογούσε ο κολλητός του, ο άλλος μεγάλος ποιητής, ο Γιώργος Σεφέρης.
Ίδιας ποιότητας και η «μουγγαμάρα» της Θαλασσινής του…
Μια μουγγαμάρα που διπλοκλείδωσε το μαρκόνη Καββαδία στην καμπίνα του ασυρμάτου. Και στην καμπίνα της ποίησης.
Μια καμπίνα που έχει εγκατασταθεί στο κάσσαρο του Πυθέα. Σκουντουφλώντας βαριά και αριστερά και αγναντεύοντας τη θάλασσα. Τι άλλο;
Και ματίζοντας τις παλιές πληγές, τις αλατισμένες πληγές, στα χέρια των γυναικών του. Τι είναι η γυναίκα για τον Καββαδία; Χίλιες φορές θα μας το πει και χίλιες δε θα ακούσουμε. Στους στίχους του, στη Βάρδια του, με τη ζωή του την ίδια…
Ένα βράδυ στη Μαρσίλια, στην πατρίδα του Πυθέα, θα το ανακαλύψει το μυστικό και ο ίδιος ο Καββαδίας: (Βάρδια, σελ. 175 )
«Γυναίκειο κορμί… Σου διώχνει το φόβο. Σε ησυχάζει, σε προστατεύει. Δίπλα του κι απάνω του, λησμονάς πως κάποτε θα ψυχομαχήσεις.»
Να γιατί κι εκείνος δεκαετίες θα σταθεί αλύγιστος στην ανεμοριπή και με τις άγκυρες απίκου. Όχι απλώς κιαλάροντας γυμνές γυναίκες… Μα σπουδάζοντας τη γυναίκα, τη γυναίκα θάλασσα.
Δεν είναι ένα ακόμη ζωντανό, να μασάει μπανάνες και φουντούκια… Όχι!
Αυτός ορτσάρει και προχωρά τραβέρσο. Κατά πάνω στον καιρό… Ενάντια στους καιρούς και στους ανέμους που μαγάρισαν όλα τα σόγια με το τρελό το σπέρμα. Κλέβοντας Αζτέκους και μπούσουλες και κουβαλώντας αρρώστιες πίσω στο Πάλος.
Ο Καββαδίας όχι. Τίποτα από όλα αυτά. Εκείνος είναι απλά ένας Πυθέας…

Πηγή, https://www.athensmagazine.gr/article/politismos/book/11338-kabbadias-spoydaze-th-thalassa-ws-th-sternh-pnoh