Εγκώμιο συγχωριανού
του Αργύρη Νικολάου
Στην ανηφοριά έμεινα λίγο πίσω. Εκείνος γύρισε να δει. «Να βγάλω μια φωτογραφία» του εξήγησα. Εκείνος σα να τον τσίμπησαν άρχισε να κινείται σαν παλλικαράκι. Την γκλίτσα σχεδόν την έβγαλε απ’ το κάδρο. Πάνω στην εκκλησίτσα μου ‘δειξε την τριχιά με την οποία είχε ισιώσει έναν πλάτανο που ‘χε πάρει τον κατήφορο. Για τις ακανόνιστες πέτρες με τις οποίες είχε χτιστεί ο ναΐσκος, και για τις οποίες κι άλλοτε είχα εκφράσει την απορία, με πληροφόρησε πως οι κάτοικοι τον έχτισαν σε μια νύχτα γιατί δεν τους άφηνε ο τοπικός μπέης.
Ποιος είναι όμως αυτός ο άνθρωπος που παίρνει τη φωτογραφία στα σοβαρά κι αρέσκεται να ισιώνει τα στραβά; Μέλος μιας οικογένειας με πολλά αρσενικά τη δεκαετία του εξήντα αναζήτησε την τύχη του στο ανθρακωρυχεία των Κάτω χωρών. Όταν έφυγε βγήκε όλο το χωριό στη στράτα να τον αποχαιρετίσει. Το ίδιο έκανε κι όταν, προς μεγάλη έκπληξη όλων, μετά από δυο μήνες επέστρεψε. Όλοι ήθελαν να μάθουν το πώς και το γιατί. Μετά τις εξηγήσεις, που πιο πολύ έμοιαζαν με περιγραφές της κόλασης, βρέθηκε ξανά αντιμέτωπος με ό,τι είχε αφήσει πριν την αναχώρησή του.
Πως έγινε μετά κι έμαθε την τέχνη του μαραγκού με ειδίκευση στα πατώματα. Δεν άργησε να αποκτήσει σπουδαία φήμη κι όλοι τον προτιμούσαν. Αν βρεθείτε στην Καστοριά και δείτε τέλεια πατώματα να ξέρετε πως είναι δικά του. Μέχρι την συνταξιοδότησή του δεν έμεινε ποτέ από δουλειά. Και μετά όμως δε σταμάτησε, τον έτρωγαν τα χέρια του. Επικεντρώθηκε στο να αναπαλαιώνει παλιά έπιπλα – μια λουπάτα που είχαμε, μια σκάφη κι ένα μπαούλο αυτός τα αναπαλαίωσε- και να αναμορφώνει δημόσιους χώρους, αμισθί παρακαλώ. Μια στάση λεωφορείου στον κεντρικό δρόμο την υιοθέτησε και με δικά έξοδα την εκόσμησε με μια βρύση, ένα εκκλησάκι, ένα παγκάκι κι έναν πλάτανο. Αν δείτε το τσιμεντένιο στεφάνι με το οποίο περιέβαλε τον τελευταίο θα εκπλαγείτε από την τελειότητά του. Τώρα μου εξομολογήθηκε πως σκέφτεται να προσθέσει στα παραπάνω ένα ξύλινο κιόσκι. Ανυπομονώ.
Το μόνο του παράπονο είναι πως οι δήμαρχοι που πέρασαν, αν και αναγνώρισαν την προσφορά του, δεν του έφεραν νερό. Ενας μάλιστα του είπε πως αλίμονο αν οι αρχές έδιναν νερό στον καθένα που φυτεύει ένα δέντρο. Έπρεπε να του ζητήσεις, του είπα, να σου ονοματίσει αυτούς που έχουν καταθέσει παρόμοιο αίτημα. Έτσι, ο ήρωάς μας αρκείται στο βρόχινο, σε μια παλιά πηγή που όμως στερεύει το Καλοκαίρι και στα μπιτόνια που κουβαλάει από το σπίτι. Κι έτσι όμως το πράσινο που διατηρεί βγάζει μάτι. Όσοι ταξιδιώτες περνάνε από εκεί με τα αυτοκίνητά τους κόβουν ταχύτητα. Από τους ντόπιους απολαμβάνει το γενικό σεβασμό. Λίγοι είναι αυτοί που περνώντας από εκεί του χαμογελάνε συγκαταβατικά. Οι ένας δυο που του ασκούνε κριτική είναι αμελητέοι γιατί ανήκουν στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν έκαναν ποτέ και τίποτα για τους άλλους.
