Φρέσκα

Πέτρος Μάρκαρης…«Η Αθήνα της μιας διαδρομής»

Με το βιβλίο του, Η Αθήνα της μιας διαδρομής, ο Πέτρος Μάρκαρης μας μυεί στις ιστορικές μυρωδιές της πρωτεύουσας παραθέτοντας στοιχεία (από το 1834 κι έπειτα, κυρίως, όποτε η Αθήνα έγινε η επίσημη πρωτεύουσα της Ελλάδας) και γοητευτικές ιστορίες. Αφορμή για την ξενάγηση είναι το αγαπημένο του μέσο μεταφοράς, ο Ηλεκτρικός, που η λειτουργία του εγκαινιάστηκε το 1869 κι έκτοτε επεκτάθηκε για να καταλήξει στη σημερινή του μορφή, με είκοσι τέσσερις σταθμούς, από τον Πειραιά ώς την Κηφισιά.

Ο Μάρκαρης αποβιβάζεται σε κάθε έναν από τους σταθμούς, διασχίζει τις κεντρικότερες οδικές αρτηρίες, τρυπώνει σε σοκάκια κι εγκαταλειμμένες συνοικίες, εντοπίζει μερικές διαφοροποιήσεις ή τις ολοκληρωτικές αλλαγές που επήλθαν με το πέρασμα των χρόνων, διερμηνεύει το οικονομικά θαύμα που συντελέστηκε μετά τη δεκαετία του πενήντα, αναπολεί τη χαμένη γεύση των μαγαζιών που συμπαρασύρθηκαν εξαιτίας της επικυριαρχίας των μεγάλων καταστημάτων και της αμφιλεγόμενης αισθητικής, νοσταλγεί και στηλιτεύει παραχωρώντας συχνά την πρωτοκαθεδρία στο δηκτικό του και, αναντίρρητης αισθητικής, χιούμορ.  

Όπως ο ίδιος εγκαταλείπει τις λεωφόρους για να σεργιανίσει στις κρυφές οδούς αναζητώντας τα σημάδια αλλαγής της πόλης του, έτσι και το κριτικό του βλέμμα αφήνει πίσω τις επιφανειακές θεωρήσεις για να εισβάλλει στα πραγματικά αίτια, τα υπεύθυνα για το σημερινό, άσχημο, όμορφο, πολλάκις αντιφατικό, πρόσωπο της Αθήνας. Επισημαίνει την ακαλαισθησία, προτάσσει το όμορφο, αλλά δεν στέκεται εμμονικά ούτε στο ένα ούτε στο άλλο γιατί αυτό που κεντρίζει το ενδιαφέρον του, αυτό που λειτουργεί ως αντίδοτο στην πλήξη και καθιστά την πόλη ζωντανό οργανισμό, είναι η αντίφαση. Γι’ αυτό κι επιλέγει να ζει στην Κυψέλη, περιοχή κατάσπαρτη από τις αύρες διαφορετικών δεκαετιών.

Παράλληλα, ξεκινώντας από τον Πειραιά και ωσότου φτάσει στην Κηφισιά, περνώντας από τις φτωχογειτονιές στα ευμαρή βόρεια προάστια, κινούμενος πότε ανάμεσα σε μονοκατοικίες ή δίπατα σπίτια και πότε ανάμεσα στα πολυώροφα εκτρώματα των πολυκατοικιών, αποδίδεται στη χαρτογράφηση του πληθυσμού στρέφοντας την αναλυτική του ματιά στην επαγγελματική και, κατ’ επέκταση, στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Ιδιαίτερα τον θέλγουν οι προσφυγικές γειτονιές, η Νέα Ιωνία, η Νέα Φιλαδέλφεια, μια και όπως αναφέρει πειστικά, οι πρόσφυγες, βίαια εκριζωμένοι από τον τόπο τους, προστάτεψαν και προστατεύουν τις νέες τους πατρίδες προσπαθώντας να διατηρήσουν αναλλοίωτη τη φυσικότητα των κτισμάτων, των δρόμων, των μαγαζιών ενώ οι Αθηναίοι μετανάστευαν ομαδικώς από τη μία περιοχή στην άλλη, είτε περιστοιχίζοντας τη βασιλική οικογένεια (στο Κολωνάκι όταν τα ανάκτορα στεγάζονταν στη σημερινή Βουλή, στην Κηφισιά όταν ο Γεώργιος Α΄ έχτισε το εξοχικό του στο Τατόι) είτε φεύγοντας από τις παρηκμασμένες (αντί να φροντίσουν να τις προστατέψουν).

Πέτρος Μάρκαρης

Πέτρος Μάρκαρης

Για τον Μάρκαρη η οικιστική μεγέθυνση της Αθήνας, βασισμένη σε δύο τόξα όπως τα ονομάζει, αυτό της διασκέδασης και αυτό της αντιπαροχής, καθορίζει αρνητικά την τωρινή ταυτότητα της πόλης. Από τη μία τα απειράριθμα καφέ, μπαρ, κλαμπ, ταχυφαγεία, σούπερ μάρκετ που αντικατέστησαν τα παραδοσιακά καφενεία, ταβέρνες, μπακάλικα. Από την άλλη οι μουντόχρωμες, πανομοιότυπες πολυκατοικίες που δομήθηκαν άστατα, άκεφα, κερδοσκοπικά και πρόχειρα αντικαθιστώντας το ατομικό ύφος και την αρχιτεκτονική των μονοκατοικιών και των δίπατων σπιτιών.

Διάχυτη είναι η νοσταλγία του για ό,τι βίωσε, απόλαυσε κι εκλείπει. Τη βαρελίσια ρετσίνα, τα οινομαγειρεία με την αυθεντική ελληνική κουζίνα, τα ουζερί όπου με κάθε νέα παραγγελία αυξανόταν και η ποσότητα του μεζέ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ρέπει προς την παρελθοντολαγνεία. Αντιθέτως, μέσα από τις αναμνήσεις του και την αντιπαράθεση με το σημερινό γίγνεσθαι, ακαταπόνητος και αμετανόητος περιπατητής ο ίδιος, κινητοποιεί την αστυνομική πτυχή της συγγραφής του για να ανασύρει από την αφάνεια όλες τις κρυμμένες ή καλά προφυλαγμένες νοστιμιές της Αθήνας. Το οδοιπορικό του διανθίζεται με ιστορικές αναδρομές, στοιχεία για την ονοματοτοδοσία ή την μετονομασία των οδών, σύντομες αλλά γλαφυρές, παρενθετικές διηγήσεις.

Όπως, σε αρκετά σημεία του βιβλίου, εφιστά την προσοχή των ξένων επισκεπτών σχετικά με το τι θα πρέπει να αποφύγουν και τι να προσέξουν, έτσι κι εγώ θα συμβούλευα τον κάθε Αθηναίο και την κάθε Αθηναία να πάρει παραμάσχαλα το βιβλίο και να αφιερώσει, έστω μια μέρα, για να ανακαλύψει την άγνωστη πόλη, αυτή που εξακολουθεί να ζει τη δική της ζωή απρόσβλητη από τον δαίμονα του μπετόν, της ισοπεδωτικής εξομοίωσης και της αμεριμνησίας.

Το πώς καταφέρνει ο συγγραφέας να σμιλεύσει το πορτρέτο μιας πόλης μέσω των είκοσι τεσσάρων σταθμών του Ηλεκτρικού είναι, πράγματι, μαγευτικό. Η διαδρομή της Αθήνας εξιστορείται και αποκαλύπτεται με την Αθήνα της μιας διαδρομής.

Τέλος, μπαίνοντας στον πειρασμό να ανταποκριθώ στην πρόκληση του συγγραφέα όταν κλείνει τον πρόλογό του με τα εξής λόγια: «Αφήνω σε όσους αναγνώστες των μυθιστορημάτων μου διαβάσουν και αυτό το βιβλίο, να κρίνουν ποιος από τους δύο μας περιγράφει την Αθήνα καλύτερα», αναφερόμενος φυσικά στον αστυνόμο Κώστα Χαρίτο, θα αποφαινόμουν, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, ότι ο Μάρκαρης ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος αφηγητής. Παραταύτα δεν μπορώ να αποτινάξω την αίσθηση ότι κάπου έχει βάλει το χεράκι του και ο Χαρίτος.

(Εκδόσεις Γαβριηλίδης)

Αναδημοσίευση, https://vivliovasies.wordpress.com/

Ξύλινος συρμός στον σταθμό του Πειραιά, 80’s…https://ellinikoskinimatografos.gr/palies-fotografies-apo-ton-ilektriko/