Μπραχάμι…«Θαύμα» στη σκοτεινή αίθουσα…
του Βαγγέλη Γκουγκουλή
Δημοτικό σχολείο Θ. Τατάκη 24, Μπραχάμι. Αριστουργηματικό κτήριο του 29-30. Το πιο εμβληματικό, ίσως, της πόλης. Εξωτερικοί τοίχοι, ώχρα ξασπρισμένη, απ’ την πολυκαιρία. Μεγάλες αίθουσες ψηλοτάβανες , σε δύο επίπεδα, ανατολικές όλες για φυσικό φως και ζέστη το χειμώνα. Στα υπόγεια του κτηρίου, αποθήκες με σπασμένα παλαιά θρανία και γραφεία, δίπλα τους άλλος χώρος με μεγάλα καζάνια, μέσα είχαν υπόλοιπα από την “επισιτιστική βοήθεια” της UNRRA, ένα κομμάτι κίτρινο τυρί για κάθε παιδί στο δεύτερο διάλειμμα , τέλη δεκαετίας ΄50, αρχές δεκαετίας ΄60. Αίθουσα δασκάλων στον όροφο, μέρος της εξείχε του κυρίως κτηρίου, σαν τζαμένια γαλαρία ή σαν κρεμαστή σκοπιά, ο big brother της εποχής, για να παρακολουθούν τι συμβαίνει κάτω στη μεγάλη χωμάτινη αυλή, στην πλευρά της οδού Δήμητρος. Συνεχιζόταν η χωμάτινη αυλή με μεγάλο ανθόκηπο απ’ την πλευρά της οδού Τατάκη και την δυτική πλευρά, της οδού Μύρωνος, η ευγενική κα Τζένη, η επιστάτρια του σχολείου, φρόντιζε τον ανθόκηπο, πότιζε πρωί-πρωί τα νυχτολούλουδα, μάς αποχαιρετούσαν αυτά με την πρωινή υγρασία ακόμη στα φύλλα τους και μυρωδιές εξαίσιες, πήγαιναν για ύπνο. Πέντε σκιερά πεύκα μου θύμιζαν το νησί, έδιναν τόνο εξοχής και λίγης ανεμελιάς στην καθημερινότητα, απάλυναν κάπως, με την ύπαρξή τους, τον φόβο και την αγωνία για τον μαυροπίνακα.
Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 1962, μια ξεχωριστή ημέρα για το σχολείο, και για μένα ιδιαίτερα . Κάναμε μάθημα μόνο 2 ώρες, ύστερα λέει, θα έπαιζε κινηματογράφος. Δεν ξέραμε τι ήταν αυτό που μας ανακοίνωσαν. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως, αίφνης, δέσμες φωτός, εξ ίσου θαυματουργές με αυτές του ήλιου θα εμφανίζονταν στην αίθουσα, έλαμψε η τάξη μας, ένας φακός κινηματογραφικής μηχανής έριξε δέσμες, ένας καινούργιος φωτισμός κατάργησε για λίγο την αγωνία του φοβικού μαυροπίνακα και φώτισε ταυτόχρονα τα έκπληκτα μάτια μας, ένας καινούργιος κόσμος άνοιξε. Έκλεισαν τα παράθυρα, σκεπάστηκαν με σκούρες μπλε κουρτίνες από σκληρό καραβόπανο , χάθηκε το φως της μέρας, χάθηκε απ τα μάτια μας ο μαυροπίνακας, άσπρο πανί τον κάλυψε, νικήθηκε απ την αυτοσχέδια οθόνη ο φόβος μας, νίκη προσωρινή -και διαρκείας ταυτόχρονα- μεγάλη μηχανή στήθηκε ανάμεσα στις δύο σειρές των ξύλινων θρανίων, σαν παράξενο προϊστορικό όν μας φάνηκε, ο συμμαθητής μου Ν. Ζέππος έφερε μια κανάτα με νερό και ένα κύπελλο για τον χειριστή της μηχανής, ένα περίεργο φως έλουσε το άσπρο πανί του πίνακα, η κα Φρόσω, η δασκάλα μας, κτύπησε σ ένα θρανίο τον χάρακα επίμονα, για ησυχία, η κα Τζένη έσβησε τα φώτα, η “ζούγκλα του μαυροπίνακα” στην αίθουσα της Δ΄ τάξης του 2ου Δημοτικού σχολείου στην οδό Τατάκη, στο Μπραχάμι, εξαφανίσθηκε με μιας στις 13 Δεκεμβρίου του 1962, φωτίστηκε η τάξη μου λες από ένα θαύμα, άνθρωποι , αυτοκίνητα, αντικείμενα άρχισαν να κινούνται στο άσπρο πανί με μεγάλη ταχύτητα, μας ξάφνιασε, ανεξήγητο μας φάνηκε, κοιταζόμασταν με απορία στη διάρκεια της προβολής, ένα θαύμα κάθε άλλο παρά στιγμιαίο με στιγμάτισε για πάντα εκείνη την ημέρα. Εξακολουθώ να το βλέπω εμπρός μου ακόμη , με ακολουθεί σαν πιστός φίλος, όσο μεγαλώνω μάλιστα όλο και περισσότερο. Εκείνη την ημέρα βρήκε μόνιμο στασίδι στα όνειρά μου, δίπλα μου ακριβώς, με συνοδεύει αδιάλειπτα, είναι εκεί κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα στις σκοτεινές αίθουσες, πίσω αριστερά πάντα, στα ορεινά καθίσματα του διαδρόμου.
Ξαναβλέπουμε μαζί τους ασπρόμαυρους ήρωες του “βωβού κινηματογράφου ”, όλους αντάμα, τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Μπάστερ Κήτον, τον Έριχ Φον Στροχάιμ, τον Σεσίλ ντε Μιλ, τον Σταν και τον ¨Ολι, την Γκλόρια Σουάνσον, τους πρώτους δηλαδή της πρώτης μαγικής σκοτεινής αίθουσας. Τους σχολιάζουμε, ξανακούμε μαζί τους τον ιερό βόμβο της μηχανής που γίνεται, χωρίς να το θέλει, ένα είδος leitmotif υπόκρουσης λες για την ταινία, περπατάμε νοερά στην “Λεωφόρο της Δύσης” πάνω στην αυτοσχέδια οθόνη της τάξης μου, δεν τους αφήνουμε να δύσουν, τους ακολουθούμε, υποκλίνομαι σιωπηρά στο λευκό πανί που σκέπασε τον μαυροπίνακα, στην ιερή μηχανή, στις μεγάλες μπομπίνες, στις ασπρόμαυρες φιγούρες, στις σκούρες μπλε κουρτίνες, στη κα Φρόσω, στην κα Τζένη, στους πρώτους εθελοντές του μεγάλου θαύματος. Σαν ταξιθέτες νυχτερινοί, με οδηγούν έκτοτε με το μικρό φακό τους σε αίθουσες μαγικές, σε πόλεις που έζησα κατά καιρούς. Ενθυμούμαι τις πιο χαρακτηριστικές, με γυρνούν κάθε φορά πίσω, στην πρώτη σκοτεινή αίθουσα του δημοτικού σχολείου της οδού Τατάκη στο Μπραχάμι. Στην πρώιμη εφηβεία μου ακόμα, στη γειτονιά μου πρώτα, τον μαγικό ΑΣΤΕΡΑ με το “ο κλέφτης της Βαγδάτης”, το ΑΤΤΙΚΟΝ με το “γη ποτισμένη με ιδρώτα”, τη ΛΟΥΛΑ με το ”Αδερφοί Καραμαζώφ” , τον πάντα υγρό ΟΡΦΕΑ , αργότερα, με “το μαγαζάκι της κεντρικής οδού” κι ύστερα, στο ΑΑΒΟΡΑ στο ΣΤΟΥΝΤΙΟ, στο αγαπημένο μου ΑΣΤΥ στο κέντρο της Αθήνας, στον ΑΙΑΝΤΑ, στο ΒΑΚΟΥΡΑ , στον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ στη Θεσσαλονίκη, στο ΑΣΤΟΡΙΑ στο Ηράκλειο Κρήτης, ταινίες αμέτρητες. Ποτέ δεν ρώτησα, ποτέ δεν έμαθα, ποιων (φωτεινών) δασκάλων μου ήταν η ιδέα να φωτίσουν την αίθουσά μας εκείνη την ημέρα, αργότερα μόνο κατάλαβα πως, μερικοί φωτεινοί άνθρωποι δεν τους ενδιαφέρει η υστεροφημία τους, να συμμετέχουν μόνο θέλουν, να συμμετέχουν, …στα μικρά-μεγάλα θαύματα, ευτυχώς!…

