Η σπουδαία έκθεση στο Γουίτνεϊ συγκεντρώνει πάνω από 200 πίνακες, καθώς και σχέδια, εκτυπώσεις, θραύσματα αλληλογραφίας και φωτογραφίες. «Ο Χόπερ βίωσε τους ίδιους αυτούς δρόμους [κοντά στο μουσείο] και ήταν μάρτυρας των αδιάκοπων κύκλων κατεδαφίσεων και κατασκευών που συνεχίζονται έως σήμερα, καθώς η Νέα Υόρκη επανεφεύρει τον εαυτό της διαρκώς», γράφει η Κιμ Κόνατι, επιμελήτρια της έκθεσης, «ωστόσο ο Χόπερ έχει κατορθώσει όπως ελάχιστοι τόσο συγκινητικά, να αποδώσει μια πόλη που την ίδια στιγμή αλλάζει και μένει αναλλοίωτη, έναν τόπο σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η οποία όμως είναι ευκρινώς το απαύγασμα της φαντασίας του. Η προσέγγιση του έργου του υπό αυτό το πρίσμα ανοίγει νέους δρόμους στην εξερεύνηση ακόμα και των πιο εμβληματικών εικόνων του Χόπερ».
Ο Χόπερ δεν έκανε ένα πορτρέτο της μητρόπολης. Τα αστικά του τοπία είναι κενά, οι άνθρωποι που κατοικούν στους πίνακές τους είναι ελάχιστοι, υπάρχει στους πίνακές του μια αλλόκοτη αίσθηση μοναξιάς και ηρεμίας. Πρέπει να καταβάλεις μεγάλη προσπάθεια για να φανταστείς το πλήθος, τον θόρυβο, την κίνηση των οχημάτων. Η σιωπή στους πίνακές του είναι νεκρική. Ο παγωμένος χρόνος στους πίνακές του συνομιλεί με μια πόλη που δεν σε αφήνει να σκεφτείς, παρά να αισθάνεσαι. Γι’ αυτό και «οι εσωτερικοί του χώροι», όπως γράφει η Κόνατι, «καταδεικνύουν την ευαλωτότητα της ιδιωτικής ζωής στην υπερκατοικημένη μητρόπολη».
«Τον ενδιέφεραν ιδιαιτέρως τα ρευστά όρια μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου σε μια πόλη όπου όλες οι πτυχές της καθημερινής ζωής –από τα αγαθά στις βιτρίνες μέχρι τις αυθόρμητες σκηνές σ’ ένα καφέ– εκτίθενται ομοιόμορφα», συμπληρώνει η επιμελήτρια. Ο χώρος στο έργο του Χόπερ είναι καθοριστικός απ’ όλες τις απόψεις. Είναι λες και το χέρι του να κατευθύνεται από την αρχιτεκτονική της πόλης. Αλλά αυτός ο ζωγράφος κοιτάζει περισσότερο τις ανυπόληπτες γωνιές, τα βαρετά και τετριμμένα σημεία, ένα τούνελ της σιδηροδρομικής γραμμής, μια οποιαδήποτε τζαμαρία, ένα παράθυρο. «Το παράθυρο έγινε ένα απ’ τα πιο μακροχρόνια σύμβολα του Χόπερ», γράφει η Κόνατι. «Εκμεταλλεύτηκε τη δυναμική των παραθύρων ώστε να δείξει τόσο το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό ενός κτιρίου την ίδια στιγμή, μια οπτική εμπειρία που περιέγραφε ως μια “κοινή οπτική αίσθηση”». Ο Χόπερ κατέγραψε τα παράδοξα, τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις μιας πόλης που διαρκώς μετασχηματίζεται. Για εκείνον, η Νέα Υόρκη ήταν ένα παλίμψηστο.
Εκτός της εμμονής του με την πόλη, τα κτίρια και τα παράθυρα, στο έργο του αποτύπωσε και την αγάπη του για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο Χόπερ είδε το περιβάλλον του σαν υλικό για να το μεταμορφώσει, και για να μιλήσει με φροντίδα για αυτό. Δεν καταγγέλλει, δεν φωνάζει, δεν διαμαρτύρεται. Δημιουργεί. Μετασχηματίζει. Είναι ο ποιητής μιας φανταστικής πόλης που την κατοικούμε όλοι εμείς, πρώτα και κύρια στον νου μας. Η αμερικανική μητρόπολη προκαλεί δέος εξαιτίας αυτής της διχοτόμησης ανάμεσα στο οριζόντιο και το κάθετο, το θορυβώδες και το μοναχικό, το πολυτελές και το φθηνό. Ο ατμός στους δρόμους, οι σειρήνες, το μουσκεμένο οδόστρωμα, οι αλυσίδες εστιατορίων και καφέ, γεννούν εύκολους συνειρμούς.
Η ζωγραφική του Χόπερ δεν προσφεύγει σ’ αυτού του είδους τις ευκολίες. Η ανατομία του έχει κάνει πιο βαθιές διαγνώσεις. Το νόημα κρύβεται στην ερημιά και στις μοναχικές φιγούρες. Το αίνιγμα του έργου του είναι οικουμενικό. Μέσα στο οργανωμένο χάος της πόλης είμαστε μόνοι, κι ενίοτε μαζί. Αυτό το μοναδικό βλέμμα πάνω στην πόλη ξεπερνάει τα όρια της Νέας Υόρκης. Επειτα από σχεδόν τρία χρόνια πανδημίας, η αστική ποίηση του Χόπερ μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ άλλοτε.
Αναδημοσίευση; https://www.kathimerini.gr/culture/562157098/i-astiki-poiisi-toy-entoyarnt-choper/
