Φρέσκα

«Η Νέα Υόρκη του Εντουαρντ Χόπερ»

 

Γνωρίζεις µια πόλη περπατώντας την, αλλά τη μαθαίνεις πραγματικά μόνο όταν έχεις σταθεί πολλές ώρες ακίνητος σε κάποιο σημείο, παρατηρώντας τη ζωή της, πίσω από κάποιο παράθυρο. Αν υπάρχει ένα αρχέτυπο δημιουργού που είχε μια σχεδόν εμμονική σχέση μ’ αυτά τα δύο, είναι βέβαιο ότι θα ταυτιζόταν με το όνομα του Εντουαρντ Χόπερ. Ο μεγάλος Αμερικανός ζωγράφος ανέδειξε την πόλη στην οποία έζησε από το 1913 έως το θάνατό του, το 1967, μ’ ένα στυλ μοναδικό, αξέχαστο, εμβληματικό.

Τα περισσότερα απ’ τα πιο διάσημα έργα του, όπως τα «Γεράκια της νύχτας» (1942), τοποθετούνται όλα στη Νέα Υόρκη, η οποία υπήρξε πηγή έμπνευσης, αλλά και σταθερό αντικείμενο των εικόνων του. Κανείς άλλος δεν αγάπησε τη μητρόπολη με τον δικό του τρόπο, κανείς άλλος δεν τη ζωγράφισε με αυτή την ένταση. Γι’ αυτό και δίκαια αρκετοί τον κατατάσσουν στη συνείδησή τους ως τον εμβληματικό ζωγράφο της Νέας Υόρκης.

Από την πρώτη του μεγάλη ρετροσπεκτίβα στο μουσείο Γουίτνεϊ, το 1950, το περιοδικό Life είχε σπεύσει να τον αποκαλέσει «μείζων Αμερικανό καλλιτέχνη του αιώνα». Η έκθεση που του αφιερώνει σήμερα το μουσείο Γουίτνεϊ με τον τίτλο «Η Νέα Υόρκη του Εντουαρντ Χόπερ», η οποία διαρκεί έως τις 3 Μαρτίου, φιλοδοξεί να συστήσει εκ νέου τον ζωγράφο στις νεότερες γενιές και να θέσει μερικά ερωτήματα που αφορούν τη συμβίωση των ανθρώπων στις μητροπόλεις του πλανήτη, μετά την πανδημία του κορωνοϊού.

Ο Εντουαρντ Χόπερ γεννήθηκε το 1882 στο Νάιακ της Νέας Υόρκης. Γνώρισε το Μανχάταν στις οικογενειακές μονοήμερες εκδρομές, ενώ το 1908 άρχισε να το επισκέπτεται πλέον πολύ πιο τακτικά ως φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών. Η βαθιά σύνδεσή του με την πόλη ξεκίνησε όταν πλέον εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί. Ξεκίνησε την καριέρα του ως εικονογράφος σε περιοδικά και διαφημίσεις, και άρχισε να καθιερώνεται ως ζωγράφος τη δεκαετία του 1920, αρχικά με τα σκίτσα του, και στη συνέχεια με τις ελαιογραφίες του…

…Το Μανχάταν της Νέας Υόρκης περιγράφεται συχνά ως ένας «κάθετος τόπος». Η περιπλάνηση μέσα στις χαράδρες που σχηματίζουν τα πανύψηλα κτίρια προκαλεί δέος, τρόμο και θαυμασμό. Μένοντας σε κάποιον απ’ αυτούς τους ουρανοξύστες, νιώθεις τα ίδια συναισθήματα, και κάτι ακόμα. Τα παράθυρα των απέναντι κτιρίων, οι εγκιβωτισμένες αυτές παρουσίες και απουσίες, σου δημιουργούν ένα αίσθημα απόκοσμης μοναξιάς και απομόνωσης. Αυτά τα διττά χαρακτηριστικά της πόλης, το πάνω και το κάτω, το μέσα και το έξω, το μοναχικό και το πολύβουο, αυτός ο αφύσικος ίλιγγος των αντιθέσεων είναι εύλογο να έλκει και να απωθεί. «Υπάρχει ένα είδος φόβου και αγωνίας αλλά κι ένα μεγάλο οπτικό ενδιαφέρον όταν έρχεται κάποιος σε μια μεγάλη πόλη», έλεγε ο ζωγράφος.

Ο Εντουαρντ και η Τζο αντιστάθηκαν έντονα, μέσα από έγγραφες διαμαρτυρίες στις κατεδαφίσεις κτιρίων, και στην ανέγερση ουρανοξυστών. Ο Χόπερ, παρότι ζωγράφος του Μανχάταν, δεν ζωγραφίζει παρά ελάχιστους ουρανοξύστες. «Η αδιαφορία του για τους ουρανοξύστες είναι αξιοσημείωτη για έναν ζωγράφο της νεοϋορκέζικης αρχιτεκτονικής», γράφει ο Αλφρεντ Μπαρ το 1933. Το βλέμμα του Χόπερ θωπεύει πανοραμικά τα χαμηλά κτίρια που βρίσκονται στο ύψος των γραμμών του τρένου. Η τέχνη του αποθεώνει την «οριζόντια πόλη». «Δεν με ενδιέφερε ποτέ το κάθετο», δήλωνε αργότερα ο ίδιος.

Η σπουδαία έκθεση στο Γουίτνεϊ συγκεντρώνει πάνω από 200 πίνακες, καθώς και σχέδια, εκτυπώσεις, θραύσματα αλληλογραφίας και φωτογραφίες. «Ο Χόπερ βίωσε τους ίδιους αυτούς δρόμους [κοντά στο μουσείο] και ήταν μάρτυρας των αδιάκοπων κύκλων κατεδαφίσεων και κατασκευών που συνεχίζονται έως σήμερα, καθώς η Νέα Υόρκη επανεφεύρει τον εαυτό της διαρκώς», γράφει η Κιμ Κόνατι, επιμελήτρια της έκθεσης, «ωστόσο ο Χόπερ έχει κατορθώσει όπως ελάχιστοι τόσο συγκινητικά, να αποδώσει μια πόλη που την ίδια στιγμή αλλάζει και μένει αναλλοίωτη, έναν τόπο σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η οποία όμως είναι ευκρινώς το απαύγασμα της φαντασίας του. Η προσέγγιση του έργου του υπό αυτό το πρίσμα ανοίγει νέους δρόμους στην εξερεύνηση ακόμα και των πιο εμβληματικών εικόνων του Χόπερ».

Ο Χόπερ δεν έκανε ένα πορτρέτο της μητρόπολης. Τα αστικά του τοπία είναι κενά, οι άνθρωποι που κατοικούν στους πίνακές τους είναι ελάχιστοι, υπάρχει στους πίνακές του μια αλλόκοτη αίσθηση μοναξιάς και ηρεμίας. Πρέπει να καταβάλεις μεγάλη προσπάθεια για να φανταστείς το πλήθος, τον θόρυβο, την κίνηση των οχημάτων. Η σιωπή στους πίνακές του είναι νεκρική. Ο παγωμένος χρόνος στους πίνακές του συνομιλεί με μια πόλη που δεν σε αφήνει να σκεφτείς, παρά να αισθάνεσαι. Γι’ αυτό και «οι εσωτερικοί του χώροι», όπως γράφει η Κόνατι, «καταδεικνύουν την ευαλωτότητα της ιδιωτικής ζωής στην υπερκατοικημένη μητρόπολη».

«Τον ενδιέφεραν ιδιαιτέρως τα ρευστά όρια μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου σε μια πόλη όπου όλες οι πτυχές της καθημερινής ζωής –από τα αγαθά στις βιτρίνες μέχρι τις αυθόρμητες σκηνές σ’ ένα καφέ– εκτίθενται ομοιόμορφα», συμπληρώνει η επιμελήτρια. Ο χώρος στο έργο του Χόπερ είναι καθοριστικός απ’ όλες τις απόψεις. Είναι λες και το χέρι του να κατευθύνεται από την αρχιτεκτονική της πόλης. Αλλά αυτός ο ζωγράφος κοιτάζει περισσότερο τις ανυπόληπτες γωνιές, τα βαρετά και τετριμμένα σημεία, ένα τούνελ της σιδηροδρομικής γραμμής, μια οποιαδήποτε τζαμαρία, ένα παράθυρο. «Το παράθυρο έγινε ένα απ’ τα πιο μακροχρόνια σύμβολα του Χόπερ», γράφει η Κόνατι. «Εκμεταλλεύτηκε τη δυναμική των παραθύρων ώστε να δείξει τόσο το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό ενός κτιρίου την ίδια στιγμή, μια οπτική εμπειρία που περιέγραφε ως μια “κοινή οπτική αίσθηση”». Ο Χόπερ κατέγραψε τα παράδοξα, τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις μιας πόλης που διαρκώς μετασχηματίζεται. Για εκείνον, η Νέα Υόρκη ήταν ένα παλίμψηστο.

Εκτός της εμμονής του με την πόλη, τα κτίρια και τα παράθυρα, στο έργο του αποτύπωσε και την αγάπη του για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο Χόπερ είδε το περιβάλλον του σαν υλικό για να το μεταμορφώσει, και για να μιλήσει με φροντίδα για αυτό. Δεν καταγγέλλει, δεν φωνάζει, δεν διαμαρτύρεται. Δημιουργεί. Μετασχηματίζει. Είναι ο ποιητής μιας φανταστικής πόλης που την κατοικούμε όλοι εμείς, πρώτα και κύρια στον νου μας. Η αμερικανική μητρόπολη προκαλεί δέος εξαιτίας αυτής της διχοτόμησης ανάμεσα στο οριζόντιο και το κάθετο, το θορυβώδες και το μοναχικό, το πολυτελές και το φθηνό. Ο ατμός στους δρόμους, οι σειρήνες, το μουσκεμένο οδόστρωμα, οι αλυσίδες εστιατορίων και καφέ, γεννούν εύκολους συνειρμούς.

Η ζωγραφική του Χόπερ δεν προσφεύγει σ’ αυτού του είδους τις ευκολίες. Η ανατομία του έχει κάνει πιο βαθιές διαγνώσεις. Το νόημα κρύβεται στην ερημιά και στις μοναχικές φιγούρες. Το αίνιγμα του έργου του είναι οικουμενικό. Μέσα στο οργανωμένο χάος της πόλης είμαστε μόνοι, κι ενίοτε μαζί. Αυτό το μοναδικό βλέμμα πάνω στην πόλη ξεπερνάει τα όρια της Νέας Υόρκης. Επειτα από σχεδόν τρία χρόνια πανδημίας, η αστική ποίηση του Χόπερ μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ άλλοτε.

Αναδημοσίευση; https://www.kathimerini.gr/culture/562157098/i-astiki-poiisi-toy-entoyarnt-choper/

Φωτό: Αυτοπροσωπογραφία του Εντουαρντ Χόπερ, φιλοτεχνημένη την πενταετία 1925-30. Whitney museum of american art Καθημερινή