Την Πρωτοχρονιά του 1974, ο Μπεστ φόρεσε για τελευταία φορά τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ήταν το ματς με την Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς στο «Λόφτους Ρόουντ», όπου η ομάδα του γνώρισε «βαριά» ήττα με 3-0. Τις επόμενες μέρες δεν παρουσιάστηκε στις προπονήσεις της ομάδας και ο προπονητής του Τόμι Ντόχερτι τον έθεσε οριστικά εκτός ομάδας.Η κατηφόρα που είχε πάρει δεν είχε σταματημό. Συνελήφθη με την κατηγορία της κλοπής του διαβατηρίου, της γούνας και του μπλοκ επιταγών της αμερικανίδας ηθοποιού Μάρτζορι Γουάλας, αλλά απαλλάχθηκε των κατηγοριών. Το χειρότερο γι’ αυτόν ήταν ότι στο τέλος εκείνης της περιόδου η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ υποβιβάστηκε στη δεύτερη κατηγορία, γράφοντας μία «μαύρη σελίδα» στην ιστορία της.

Ο Μπεστ είχε σπαταλήσει το κολοσσιαίο ταλέντο του στην ηλικία των 28 ετών. Στη συνέχεια γύρισε σχεδόν όλη την υφήλιο, παίζοντας σε μικρές ομάδες της Μεγάλης Βρετανίας, της Ισπανίας, της Αυστραλίας, της Νότιας Αφρικής και των ΗΠΑ, έως το 1983, οπότε εγκατέλειψε οριστικά την ενεργό δράση. Τα χρόνια αυτά «πουλούσε» το ένδοξο όνομά του, αλλά στο γήπεδο ήταν ανύπαρκτος. Ό,τι χρήματα έβγαζε τα σπαταλούσε στα «…ποτά και τα ξενύχτια…», που σύμφωνα με το άσμα «έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια». Αυτό συνέβη και με τον Τζορτζ Μπεστ.

Η αυτοκαταστροφική του πορεία δεν είχε τελειωμό και το 2002 υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση ήπατος, αλλά μια σειρά λοιμώξεων που σχετίζονταν με την επέμβαση τον οδήγησαν στον θάνατο. Το μεσημέρι της 25ης Νοεμβρίου 2005, άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Κρόμγουελ» του Λονδίνου, σε ηλικία 59 ετών.

Ο Τζορτζ Μπεστ είχε κάνει δύο γάμους, Ο πρώτος με το μοντέλο Άντζελα Μακντόναλντ, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Κάλουμ Μπεστ (γ. 1981), πρωταγωνιστή σε ριάλιτι και ο δεύτερος με ένα άλλο μοντέλο, την Άλεξ Πέρσεϊ που κατέληξε κι αυτός σε διαζύγιο.