Το άσμα του σφαγιασμένου εβραϊκού λαού
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
❀❀❀❀❀❀
ΓΙΤΣΧΑΚ ΚΑΤΣΝΕΛΣΟΝ
Το άσμα του σφαγιασμένου εβραϊκού λαού
μτφρ.: Κώστας Βραχνός
εκδ. LOGGIA, 2022, σελ. 152
Δεν έχω διαβάσει Πρίμο Λέβι, δεν έχω διαβάσει το «Στάλαγκ VI C» του Ομηρου Πέλλα ή το «Κυρίες και κύριοι από δω για τα αέρια» του Μπορόφσκι. Ούτε έχω μελετήσει Μαζάουερ, ούτε έχω δει ολόκληρο το εννιάωρο «Σοά» του Λανζμάν. Ο λόγος που αποφάσισα να γράψω για το «Ασμα του σφαγιασμένου εβραϊκού λαού» είναι επειδή η γυναίκα μου έχασε την οικογένειά της από τη Θεσσαλονίκη στο Αουσβιτς. Μονάχα η γιαγιά της σώθηκε. Κρύφτηκε στον Αξιό. Παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά. Κι απέκτησε εγγόνια.
Τούτο το μικρό βιβλίο, με τα δεκαπέντε τραγούδια θανάτου, δεν συνιστά βιβλίο. Κανονικά δεν θα έπρεπε να εκδοθεί, να διαβαστεί ή να σχολιαστεί όπως τα υπόλοιπα βιβλία που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Είναι περισσότερο σήματα καπνού ή ένα μήνυμα στη θάλασσα. Αλλωστε το χειρόγραφο βρέθηκε σ’ ένα γυάλινο μπουκάλι, θαμμένο στη σκιά ενός πεύκου. Ηταν η εποχή που έκαιγαν ανθρώπους και όχι δέντρα.
Ας σκεφτούμε όμως τι διαφορετική αξία θ’ αποκτούσε το κρυφό αυτό κείμενο –κρυφό επειδή δεν έχει όλες τις οδούς του ανοιχτές– στην περίπτωση που δεν γνωρίζαμε τι είχε συμβεί στους θαλάμους. Ιδού ο λόγος που έκανε τον Κατσνέλσον να βρει δύναμη και να στριμώξει τους στίχους του σε κομμένα φύλλα τετραδίου που μοιάζουν περισσότερο με επιτύμβιες στήλες και μπορεί να δει κανείς στις ανατυπώσεις της έκδοσης. Υπάρχουν στιγμές που οι λέξεις παύουν να είναι φτιαγμένες από γράμματα και γίνονται ένας σωρός μαύρα κόκαλα σφηνωμένα στη λευκή σελίδα, φωνάζοντας «αναγνώστη βοήθεια», όπως είχε τραγουδήσει κάποτε ένας Θεσσαλονικιός που, συμπτωματικά, γεννήθηκε το ’44. Και εκεί δεν ξέρεις πώς ν’ αντιδράσεις.
Αυτά έλεγα τις προάλλες στον μεταφραστή των «Ασμάτων» Κώστα Βραχνό. Διαβάζεις τρεις στροφές και δεν αντέχεις, παγώνεις. Από τη μία συντρίβεσαι, από την άλλη θέλεις να κλείσεις το βιβλίο και ν’ απομακρυνθείς επειδή νιώθεις ενοχή που ζεις, σε κατάσταση μόνιμης αχαριστίας, σπαταλώντας οτιδήποτε έχεις. Θέλεις ν’ αγκαλιάσεις το ποίημα ή να το αποφύγεις, λες και σ’ ακολουθεί κάποιος που σε χρειάζεται, μα εσύ δεν σταματάς για να τον ακούσεις, επειδή φοβάσαι να σπάσεις την ασφαλή ροή της μέρας: σπίτι, δουλειά, ψώνια, οικογένεια. Πού χώρος για θάνατο.
Παρατηρώ ξανά τα πρόσωπα της οικογένειας Γκάμπριελ: τα χείλη του πατέρα, τη μύτη της μάνας, τα μαύρα σαν κάρβουνα μάτια της Εσθήρ, τα ατίθασα μαλλιά της Σάρα, ενώ η γυναίκα μου περιφέρεται στο σπίτι, με την ίδια μύτη, τα ίδια μάτια, τα ίδια μαλλιά, το ίδιο στόμα. «Πώς να τραγουδήσω; Πώς να σηκώσω το κεφάλι με τα μάτια θολά; Εχω ένα δάκρυ στο μάτι παγωμένο», λέει ο Κατσνέλσον στο πρώτο κιόλας άσμα, και με τη σειρά μου συμπληρώνω, με ύψιστο –ή μήπως καθόλου;– σεβασμό, τα λόγια από ένα τραγούδι που ακούω εδώ και ώρα στο ριπίτ: «Ας συναντηθούμε στις στάχτες της παλιάς πόλης και ας διασκεδάσουμε ξανά». Συνεχίζω το γράψιμο. Η γραφή είναι παράλογη. Οπως η ζωή.
«Πώς σου φαίνεται;» ρωτάω τη γυναίκα μου λίγο πριν στείλω το άρθρο στην εφημερίδα. «Ζούμε κι αυτό είναι πιο σημαντικό από κάθε κείμενο και κάθε λέξη».
Αναδημοσίευση:https://www.kathimerini.gr/culture/562318693/oi-lexeis-fonazoyn-anagnosti-voitheia/

εικόνα: Θεσσαλονίκη, Συγκινητική τοιχογραφία για το Ολοκαύτωμα, https://www.in.gr/2021/03/05/life/stories/thessaloniki-sygkinitiki-toixografia-gia-olokaytoma/