Φρέσκα

Των ημερών

Χρίστος Σαπρίκης




«Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.

Σταθμός Πελοποννήσου

κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι

μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.

Είμαστε γέροι πια κι οι δυο

κι εγώ αφού γράφω ποιήματα

πιο γέρος.

Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;

Μέσα σε μια βδομάδα

δεν απόμεινε κανείς… »[1]

~~~

– Θα πάμε αύριο στην εκκλησία; Όλοι θα πάνε.

– Δε νομίζω.

– Πάλι θα ρωτάνε που είσαι.

– Πώς να σου το πω. Δεν μπορώ να νιώσω ούτε την ψευδαίσθηση των ημερών, ούτε με απασχολούν ιδιαίτερα οι κοινωνικές συμβάσεις. Θα υποκρίνομαι και θα κοροϊδεύω τον εαυτό μου.

– Μα θα μείνεις μόνος σου στο σπίτι;

– Δε με πειράζει. Να σου διαβάσω και κάτι που έγραψε ο κ. Σεβαστάκης; Το λέει πιο ωραία:

~~~

«Κάποτε, τουλάχιστον, μπορούσαμε να μιμηθούμε την κατάνυξη: ο πασχαλινός εαυτός μας ήταν ικανός να συγκινηθεί στις ακολουθίες της Μεγάλης Βδομάδας.

Νιώθω όμως ότι αυτό συρρικνώθηκε και ό,τι σώζεται πλέον είναι απλώς το σπέσιαλ εφέ μιας νοσταλγίας: της ανάκλησης των παιδικών συναισθημάτων που ήταν διπλά, με το δέος και τη λοιδορία, με κάτι αόριστα λαμπρό και την διακωμώδηση των τελετουργικών του.

Φυσικά, μεροληπτώ γιατί αναφέρομαι στην εμπειρία κοσμικών και άθρησκων όντων. Που ακόμα και αν εκτιμούν τα εκκλησιαστικά κείμενα, το κάνουν γιατί εκτιμούν τη λογοτεχνία τους και όχι γιατί τους δεσμεύει η μεταφυσική τους.

Απλώς, κάποτε, ήμασταν πιο ανοιχτοί στο ρίγος. Έστω για την εφήμερη επίσκεψή του τέτοιες μέρες…» [2]

~~~

«…Ήταν Μεγάλη βέβαια

γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-

θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;

Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα

θα ’πρεπε κάπως να ’χαμε κι εμείς χωρέσει.

Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.

Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε σ’ ένα παγκάκι

αθάνατοι

καθώς νυχτώνει;» [1]


[1] Γιάννης Βαρβέρης, Εσπερινός της αγάπης, Ο άνθρωπος μόνος, Κέδρος, 2009

[2] Νικόλας Σεβαστάκης, https://bit.ly/41lS3c9