Φρέσκα

Γιάννης Γορανίτης… Το πρώτο ηλιοβασίλεμα στον καινούριο μου πλανήτη

Αναδημοσίευση

❀❀❀

Από τη στιγμή που το σκάφος μας προσεδαφίστηκε σ’ αυτό τον αλλόκοτο ζεστό πλανήτη συνειδητοποίησα ότι η ζωή μας έχει αλλάξει οριστικά και αμετάκλητα. Όχι μόνο η καθημερινότητά μας. Αυτοστιγμεί μεταμορφωθήκαμε κι εμείς οι ίδιοι. Κοίταξα την αδερφή μου, τον αδερφό μου, τη μητέρα, τον πατέρα. Όλοι τους αγνώριστοι. » Όλοι μας» σκέφτηκα μόλις έριξα μια φευγαλέα ματιά στην αντανάκλασή μου στο παρμπρίζ. Η αλήθεια είναι ότι η μητέρα μας είχε προειδοποιήσει πριν την αναχώρηση. «Θα πάρουμε τη μορφή τους. Θα γίνουμε γήινοι σωστοί» είπε και μας κοίταξε έναν έναν. «Για να μη μας φοβούνται» συμπλήρωσε χαμηλόφωνα. Γνωρίζαμε λοιπόν ότι θα μεταμορφωνόμασταν. Άλλο όμως να το ακούς κι άλλο να το βιώνεις.

Είμαι πλέον ψηλός και αδύνατος και το κεφάλι μου πιο μικρό απ’ όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Το χειρότερο είναι ότι δεν μπορώ να ελέγξω τα χέρια μου. Δεν ξέρω πού να τα βάλω και κάνω διαρκώς ζημιές. Γενικά νιώθω άβολα στο νέο μου σώμα. Δε φτάνουν τα ατσούμπαλα χέρια. Πλέον έχω τρίχες στο κεφάλι μου. Όχι πέντε έξι. Χιλιάδες τρίχες. Ξανθές τρίχες, όπως του αγοριού στην ταινία. Η μητέρα, που τα ξέρει όλα, είπε ότι το ανθρώπινο είδος, όπως και τα άλλα θηλαστικά, έχει αναπτύξει τρίχωμα για να αντιμετωπίζει το κρύο. Χα! Άκου, λέει, να αντιμετωπίζουν το κρύο, με τόση ζέστη. Είπα για τις τρίχες, πού να πω για τα νύχια. Πλέον έχω και νύχια. Από πέντε σε κάθε πόδι, από πέντε σε κάθε χέρι. Στην άκρη των δαχτύλων. Α, ναι, έχω και δάχτυλα. Κοντά στα πόδια, μακριά στα χέρια. Τα αδέρφια μου μπλέκουν τα δικά τους και ξεκαρδίζονται στα γέλια – πού βρίσκουν την όρεξη ήθελα να μάθω. Κάθε φορά που γελάνε ανοίγει διάπλατα η μεγάλη οπή που έχουμε πλέον στο πρόσωπο: αυτό που εδώ ονομάζουν στόμα. Με αυτό γελάνε, μιλάνε, φωνάζουν – ω, πώς φωνάζουν όλη την ώρα οι γήινοι! Με αυτό τρώνε και ειλικρινά δε θέλω να ξέρω τι άλλο κάνουν.

Δεν είναι βέβαια η μοναδική οπή τους – κι αυτό το επισημαίνω σε περίπτωση που δεν έχετε δει γήινους. Οι υπόλοιπες οπές πάνε σε ζευγάρι. Έχουν από δύο μάτια, δύο αφτιά, δύο ρουθούνια και πάει λέγοντας. Έχουν κι αυτοί, πλέον έχουμε κι εμείς. «Γίναμε σαν τα μούτρα τους» είπε ο πατέρας, που από την αρχή επέμενε ότι όλο αυτό δεν είναι καλή ιδέα. Η μητέρα δε σχολίασε. Ξεφύσηξε απλώς ενοχλημένη και μας ζήτησε να βγούμε από το σκάφος. Ο πατέρας κατέβηκε βαρύθυμος μουρμουρίζοντας στη νέα μας γλώσσα. «Πρέπει να εξαφανιστεί πριν το αντιληφθούν οι γήινοι» είπε η μητέρα και με το που βγήκαμε πάτησε το πλήκτρο της αυτοκαταστροφής. Ακούστηκε ο ανατριχιαστικός ήχος που κάνουν οι λαμαρίνες όταν συνθλίβονται. Η μυρωδιά των καμένων ανθρακονημάτων πλανήθηκε στον αέρα, αλλά γρήγορα χάθηκε κι αυτή μαζί με τις όποιες ελπίδες να επανέλθουμε στην παλιά ζωή μας.

Συνεχίσαμε περπατώντας μέχρι που είδαμε τα πρώτα σπίτια. Η μητέρα μας ενημέρωσε ότι σ’ ένα από αυτά θα μένουμε στο εξής. Είναι ένα δίπατο σπίτι με περιποιημένο κήπο και ανεμπόδιστη θέα στο πηχτό γαλάζιο που έβαφε τον ορίζοντα. «Το πέλαγος» ανακοίνωσε με στόμφο η μητέρα. Εδώ οι θάλασσες δεν είναι σαν τις δικές μας. Είναι, λέει, αλμυρές και οι γήινοι
κάνουν βουτιές μέσα τους.
 «Γιατί;» ρώτησε η αδερφή μου έτοιμη να σκάσει ξανά στα γέλια. Η μητέρα, που έχει απαντήσεις σε όλα, κόμπιασε. «Γιατί ζεσταίνονται» είπε μορφάζοντας. «Κάνει ζέστη εδώ» και έδειξε αφηρημένα προς την αμμουδιά. «Πρώτα βγάζουν τρίχωμα για να μην κρυώνουν και μετά βουτάνε σε αλατισμένο νερό για να μη ζεσταίνονται» είπε ο αδερφός μου και η αδερφή μου έπεσε στο πάτωμα γελώντας τρανταχτά. Χτυπούσε τις γροθιές της στην παχιά μοκέτα, όπως εκείνη η γυναίκα στην ταινία. Από τις ταινίες των γήινων είχαμε αντιγράψει όλες αυτές τις συμπεριφορές, τις εκφράσεις, τις γκριμάτσες, ακόμη και τα βλέμματα που ανταλλάσσαμε μεταξύ μας.

Η γιαγιά μας έλεγε ότι, αν θέλεις να καταλάβεις τον πολιτισμό ενός πλανήτη πριν τον επισκεφθείς, πρέπει να δεις τις ταινίες του και να διαβάσεις τα βιβλία του. Αυτό κάναμε οικογενειακώς για καιρό, από τότε που λήφθηκε η απόφαση της μετακόμισης. Μετά φορέσαμε τα μαγιό μας – περιττό να πω πώς κακάριζε η αδερφή μου μόλις ανακάλυψε μία επιπλέον οπή στην κοιλιά του αδερφού μου, μονή αυτή τη φορά. «Ομφαλός» είπε η μητέρα ότι ονομάζεται, αλλά δεν περίμενα να μας εξηγήσει την ακριβή χρησιμότητά του. Προχωρώντας μόνος μου προς την παραλία και παρότι δεν έμαθα τη χρησιμότητα του ομφαλού, συνειδητοποιούσα στην πράξη τη χρησιμότητα των δαχτύλων. Χοροπηδούσα πάνω τους, καθώς ένιωθα τις πατούσες μου να καίγονται από την καυτή άμμο. Γι’ αυτό ήμασταν απροετοίμαστοι: ούτε στις ταινίες το είχαμε δει ούτε στα βιβλία το είχαμε διαβάσει. Λες και δεν έφτανε η ζέστη και η υγρασία, έχουμε και το καυτό έδαφος. Έτρεξα ενστικτωδώς προς τη θάλασσα παρότι τη φοβόμουν. Ευτυχώς δε χρειάστηκε να βουτήξω. Οι πατούσες μου ανακουφίστηκαν μόλις πάτησα στη μουσκεμένη άμμο. Παρέμεινα εκεί χωρίς να έχω ιδέα πώς θα επιστρέψω. Τότε άκουσα μια γυναικεία φωνή: «Τι νούμερο φοράς;». Γύρισα και είδα ένα κορίτσι που κάνει ηλιοθεραπεία. Ηλιοθεραπεία! Άκου τρόπο που έχουν βρει οι γήινοι για να περνούν την ώρα τους: Ψήνονται ξαπλωμένοι κάτω από τον ήλιο. Επανέλαβε την ερώτηση πιο δυνατά. «Νούμερο; Τι νούμερο;» αναρωτήθηκα πρώτα από μέσα μου. «Τι νούμερο παπούτσι;» φώναξε εκείνη λες και διάβασε τη σκέψη μου. «Για να δούμε μήπως σου κάνουν οι σαγιονάρες μου». Μπορούσα να υποθέσω τι είναι το νούμερο του παπουτσιού, αλλά δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι είναι οι σαγιονάρες.

Το κορίτσι σηκώθηκε από την ξαπλώστρα και με πλησίασε κρατώντας στα χέρια ένα ζευγάρι απ’ αυτά που η μητέρα είχε περιγράψει ως υποδήματα. «Οι σαγιονάρες» σκέφτηκα. Μου έκανε νόημα να τις φορέσω και το έπραξα χωρίς δεύτερη σκέψη. Μου ήταν μικρές, αλλά τουλάχιστον δεν καιγόμουν.
«Εσύ; Δεν καίγεσαι;» τη ρώτησα. «Μπα. Είμαι συνηθισμένη» είπε χαμογελώντας και προχώρησε προς την ξαπλώστρα. Έκανε χώρο για να καθίσω δίπλα της στην απλωμένη πετσέτα. Φλυαρήσαμε για αρκετή ώρα για πράγματα που δε γνώριζα. Αυτοσχεδίαζα απαντώντας μονολεκτικά ή με υπεκφυγές. Τη ρώτησα ποια είναι η αγαπημένη της ταινία. Μου είπε αρκετές και συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα καμιά τους. Της είπα για τη Γαλάζια λίμνη, χωρίς να αποκαλύψω ότι από αυτό το έργο διάλεξα τη γήινη μορφή μου. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. Δεν είχε ιδέα. Της είπα και γι’ άλλες ταινίες που έχω δει κι εκείνη είπε απλώς: «Παλιατζούρες. Ούτε ο πατέρας μου δεν τα βλέπει αυτά». Συνέχισε να μιλάει κουνώντας διαρκώς τα χέρια της – «Να τι κάνουν οι γήινοι με τα μακριά χέρια τους» σκέφτηκα. Στο βάθος ο ήλιος έπεφτε πίσω από το βουνό βάφοντας στα κόκκινα την αλμυρή θάλασσα. Ήταν το πρώτο μου ηλιοβασίλεμα στη Γη. Αν μη τι άλλο, ήταν πιο εντυπωσιακό απ’ όσα είχα δει στις ταινίες. Της το είπα και γέλασε πιο τρανταχτά. Όσο πιο προσεκτικά την παρατηρούσα, τόσο συνειδητοποιούσα ότι τελικά δεν είναι και τόσο παράλογο να νιώσω έλξη για ένα τριχωτό πλάσμα που γεννήθηκε σε άλλον πλανήτη. Λες και ξαναδιάβασε τη σκέψη μου, χτένισε τα καστανόξανθα μαλλιά της προς τα πίσω και με ρώτησε τι σκέφτομαι.

Ήθελα να της πω ακριβώς αυτό που σκεφτόμουν, αλλά διάλεξα μια ατάκα από την ταινία που έβλεπα λίγο πριν την προσγείωση: «Σκέφτομαι ότι είσαι τόσο όμορφη, που, όταν δε σε κοιτάω, χάνω το χρόνο μου». Μειδίασε, αλλά δεν απάντησε. Συνέχισε να χτενίζει τα μαλλιά της με τα δάχτυλα. Μετά από αρκετή σιωπή με κοίταξε και είπε ψιθυριστά: «Κι εσύ μου αρέσεις». Ήρθε πιο κοντά μου, τόσο που οι μηροί μας ακούμπησαν μεταξύ τους. Η αίσθηση του ζεστού ξένου δέρματος πάνω στο δικό μου ήταν πρωτόγνωρη. «Ξέρεις γιατί μ’ αρέσεις;» ρώτησε κοιτώντας με κατάματα. Ιδέα δεν είχα. «Γιατί είσαι εντελώς διαφορετικός απ’ όλους τους άλλους» είπε και έγειρε το κεφάλι της προς το δικό μου. Έμεινα εκεί ακίνητος χωρίς να έχω ιδέα τι πρέπει να κάνω. Δε χρειάστηκε. Με πλησίασε κι άλλο, τόσο που ένιωσα την ανάσα της να ταρακουνάει το χνούδι πάνω από το χείλος μου. Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε τα χείλη της στα δικά μου. Κι αυτή η αίσθηση ήταν πρωτόγνωρη. Όπως και το ρίγος που διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη. Με την άκρη του ματιού μου είδα τα αδέρφια μου να παρακολουθούν άναυδα τη σκηνή. Μετά έκλεισα κι εγώ τα μάτια και συνέχισα να πιέζω τα χείλη μου στα δικά της. Όπως και το πρώτο μου ηλιοβασίλεμα, έτσι και το πρώτο μου φιλί αποδείχτηκε πιο εντυπωσιακό απ’ όσα είχα δει στις ταινίες. Δεν ξέρω αν αρκούν για να απαλύνουν το νόστο. Αυτό που ξέρω είναι ότι αδημονώ ήδη για τα επόμενα ηλιοβασιλέματα και τα επόμενα φιλιά.

Της το είπα. Γέλασε και πίεσε ξανά τα χείλη της στα δικά μου, χωρίς καν να χρειαστεί να περιμένουμε το επόμενο ηλιοβασίλεμα. Άνοιξε τα χέρια της και τα τύλιξε γύρω από τους ώμους μου. Τη μιμήθηκα. «Να και κάτι ακόμη που μπορείς να κάνεις με τα μακριά σου χέρια» σκέφτηκα και έκλεισα ξανά τα μάτια.

Πηγή: https://www.madamefigaro.gr/good-life/politismos/118827/mf-diigimata-mikres-istories-gia-to-kalokairi

Romantic man and woman lying with eyes closed on sand at beach