Φρέσκα

Το Αναγνωστήριο των imaginistes…Θωμάς Γκόρπας (2)

Στην Ελλάδα / πλειοψηφούν συντριπτικώς τα ερείπια / δεξιά κι αριστερά και μεταξύ
αυτών πάλι ερείπια / όπως λογουχάρη οι Δελφοί / Ντέλφι για τους ξένους μας.

❀❀❀

του Κώστα Βούλγαρη

Ο Γκόρπας ανήκε σε ό,τι ονομάστηκε ελληνικό μπητ, το οποίο, ταυτόχρονα
με τις αντίστοιχες πρωτοπορίες του Σαν Φραντσίσκο και του Παρισιού,
έδωσε κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα, όμως απελπιστικά ανολοκλήρωτα
δείγματα των νέων αισθητικών προταγμάτων. Ο τίτλος της πρώτης του
ποιητικής συλλογής, «Σπασμένος καιρός» (1957), σήμερα διαβάζεται ως
υπαινιγμός του κατακερματισμένου μεταπολεμικού κοσμοειδώλου,
επισημαίνει το ιστορικό όριο των συνεκτικών μορφών και αφηγήσεων του
μοντερνισμού. Η ποίησή του συνιστά μια μετασεφερική τομή, που μόνο σ’
έναν βαθμό αξιοποιήθηκε από τους ποιητές του ’70.
του Γιώργου Λίλλη
Η καλλιτεχνική πορεία του Θωμά Γκόρπα δεν επηρεάστηκε από εγχώρια
λογοτεχνικά ρεύματα αλλά από το κίνημα των μπητ, την αίσθηση της
απόλυτης ελευθερίας του «Δρόμου» του Κέρουακ, την επαναστατικότητα
του Μπάροουζ, το «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ, ενωμένα σ’ ένα
προσωπικό όραμα όπου κυριαρχεί η μυθολογία έντονων εικόνων και
βιωμάτων. Η περιπλάνηση, η συνειδητοποίηση του κατακερματισμού των
ιδανικών, η αγάπη του για το λαϊκό χωρίς να ολισθαίνει στον λαϊκισμό,
καλλιτέχνης που με πάθος υπερασπίστηκε την ιδιαιτερότητά του να μιλά.

του Βαγγέλη Κάσσου

Τα ποιήματά του αντικρούουν την καθεστηκυία τάξη. Οι στίχοι του
κυοφορούν έναν επαναστατικό δυναμισμό στον πυρήνα τους, η φωνή του
αντικατοπτρίζεται πιστά στα πιστεύω του, συνδράμει στην κοσμογονία
τους, στην πιστή αναπαράσταση ενός φθίνοντος κόσμου. Στυλίτης της
ανορθόδοξης γραφής, μοναδική περίπτωση στα εγχώρια λογοτεχνικά μας
είδη, δεν κατατάχθηκε σε γενιές, η γλώσσα του πηγάζει από τις πιο
ακραίες εκφράσεις της ελληνικής, πατώντας σ’ ένα λαϊκό πρότυπο, που κι
αυτό κλίνει προς την αργκό και τη γλώσσα του περιθωρίου. Και πίσω απ’
όλο αυτό το γυμνό τοπίο, όπου τα γεγονότα καταγράφονται με το ψυχρό
μάτι ενός αμφισβητία, ο Γκόρπας δημιούργησε την εικόνα ενός τρυφερού
αντισυμβατικού:

Αλλά ποιο ήταν το αληθινό ποιητικό ίνδαλμα του Γκόρπα; Ο
ίδιος υποστήριζε: «Εγώ έρχομαι από τον Κάλβο, τον Τριαντάφυλλο Σποντή,
τον Στασινό Μικρούλη, τον Καρασούτσα, τον Βαλαβάνη, τον
Παπαδιαμαντόπουλο, τον Καμπά, τον Μαλακάση, τον Λιμπεράκη, τον
Βάρναλη, τον Φιλύρα, τον Καρυωτάκη. Γι’ αυτό και συναντήθηκα με τον
Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, την Πολυδούρη και τον Ζώτο».
Ενδεχομένως όλοι αυτοί που αναφέρει, και που υπήρξαν πράγματι οι
φιλολογικές του αγάπες, να τον έχουν επηρεάσει ως προς την ουσία των
ποιητικών και γενικά των πνευματικών του αναζητήσεων. Οσον αφορά,
όμως, τη μέθοδο ανάπτυξης της ποιητικής του, ο Γκόρπας «μαθήτευσε»
στον πολύ σημαντικό Γάλλο ποιητή Λεόν-Πωλ Φαργκ (1876-1947).
Παρουσιάζοντας τον ποιητή αυτόν στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα
(1937), ο Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943) έγραφε: «Τα περισσότερα
από τα ποιήματά του έχουν γραφτεί σε πρόζα, μα η πρόζα τους δεν έχει
καμιά σχέση με τη συνηθισμένη. Είναι τόσο πλούσια και ποιητική, ώστε
μόνο η λέξη «ποίημα» της ταιριάζει. Είναι κομμάτια γεμάτα αγωνία,
σχεδόν γεμάτα τρέλλα, κάτι σαν το ημερολόγιο της ψυχής ενός ποιητή,
όπου αναγράφονται όλες οι συγκινήσεις στη μεγαλύτερή τους ένταση. Δεν
υπάρχουν λέξεις που να τις περιφρονεί. Τις παίρνει όλες, από τις πιο
επιστημονικές ως τις πιο απλές, ανακατεύει την αργκό με διάφορους
τεχνικούς ιδιωματισμούς, κι όταν δεν του φτάνουν αυτές, φτιάχνει μόνος
του ή παραμορφώνει τις γνωστές. Και με το ανακάτωμα αυτό δημιουργεί
ένα όργιο πραγματικό λέξεων, που φτάνει μέχρι παραληρήματος.
Δημιουργεί τις πιο κωμικές εκφράσεις, τις πιο απροσδόκητες φράσεις,
όπου η αισχρολογία ανακατώνεται με τη βλαστήμια, η ηχητική εντύπωση
με το πιο καταπληκτικό συνταίριασμα ιδεών…

ΝΤΑΛΚΑΔΕΣ Στον Ανδρέα Εμπειρίκο

Η τέντα του καλοκαιρινού κινηματογράφου είναι σαν μεγάλο
ατλαζωτό φυσερό κάνει ήχο όταν ανοίγει ή κλείνει. Σαν το ήχο που
κάνουν τα καράβια μπαίνοντας ή βγαίνοντας απ’ το λιμάνι. Το ίδιο
ήχο κάνουν και πάμπολλα ποιήματα του Εμπειρίκου οι βεντάλιες
κάποτε των γυναικών. Πηγαίνουμε στα δάση πηγαίνουμε στα
έρημα λιμάνια πηγαίνουμε πηγαίνουμε σε καλοκάγαθα
νοικοκυρεμένα μαγαζιά σε άκρα της πολέως για να κάνουμε επαφή
με το μακρινό το μέλλον το μέλλον μας τα’ ανώνυμα σουραύλια του
παρελθόντος τα επώνυμα προσκλητήρια. Η μισή τραγουδάει η άλλη
μισή μελαγχολεί περιμένοντας ολόκληρη. Από τα παιδικά μου
χρόνια στη σημερινή καρδιά μου εισελαύνουν φράχτες νυχτερινή
και της μέρας χαρμόσυνα κουδουνίσματα. Η Ποίηση είναι ένας
δρόμος σπαρμένος με καρφιά είναι μια στρατιά καρφιά όπου
φιλοξενούν στο ρετιρέ τους ρόδα. Εσύ δεν είσαι καμωμένη από
ρόδα δεν είσαι καρφί αλλά μια απελπισμένη άγνωστη παραλία που
έχασε για πάντα κολυμβητάς και βάρκες και ψαρέματα και τα
ελάχιστα εκείνα μοναδικά ζευγάρια τα τόσο ευχαριστημένα και

θλιμμένα. Όταν με κυνήγαγε η πολιτική με κυνήγαγες κ’ εσύ. Τώρα
που σε κυνηγάω εγώ έγινα σαν την πολιτική και ίσως πλέον
αφόρητος και πλέον ανελέητος απ’ αυτήν. Σ’ αγαπάω σημαίνει
τρυπάω με καρφίτσα παλιά σύννεφα και πέφτει βροχή. Μαζεύω τη
βροχή όπως μια κόρη μαζεύει παπαρούνες στον αγρό. Μεταξύ των
σπλάχνων μου και των χειλιών μου συναντάω πάλι τη λέξη πλάγια
αλλά αυτή από καιρό δεν είναι λέξη πια αλλά τα μαλλιά σου ή φωτιά
συνθλιβομένη από φορμαρισμένα ερωτικά φύλλα χείλη δροσιάς.
Πλάγια διαλεγμένη από καουμπόυς μια κατακίτρινη από το κακό
της αγκαλιά πλάγιά διαλεγμένη για το φετινό καλοκαίρι – που σε
γέμισε άνθη δακρύων και πληγών κ’ επικίνδυνη νοσταλγία
λυσσασμένη. Έχουμε μιαν ακρογιαλιά μα δεν έχουμε καρδιά για
πέταμα έχουμε γένια μα δεν έχουμε χτένια μας τα φέρνουν άλλοι.
Σ’ ορισμένες περιοχές της νύχτας μας ενοχλούσε ΙΧ
φτωχοπουτάνες φυματικά μπαρ κομψοί και χαμογελαστοί
ρουφιάνοι. Έρημες ομορφιές έρημες γυναίκες έρημες ιδεολογίες
στον τόπο τους πια δεν φυτρώνει τίποτε και μόνο ταινίες
αστυνομικές μας ξεκουράζουν. Χρειάζονται πια έργα μνημειακά για
το καλό του μέλλοντος για το κακό και για το τίποτε.
Σκοροφαγωμένες ιστορίες βγαίνουν απ’ τις ντουλάπες τους και
δίνουν στους σύγχρονους φουκαράδες λίγη χαρά: Το παιδάκι μου…
Οι καλοί συνάδελφοι… Ο κουμπάρος… Η κουμπάρα… Το αμάξι μου…
Το διαβατήριο μου… Τα κέρατά σας τα τράγια τα κρέατα σας το
σάντουίτς σας στις 11 το πρωί το σήριάλ σας στις 11 το βράδι – τα
περασμένα χρόνια τι γρήγορα που περνούν… Δε νομίζω… Δε
νομίζω… Τα’ αγιόκλημα ο δυόσμος και ο βασιλικός της εποχής
είναι τα σκουπίδια σας σε σακούλες νάυλον αλλά δεν τα ζωγραφίζει
κανείς… Η πολιτική είναι βρόμικη καθορίζει με αναπόληση
παιδικών ιστοριών ή μελλοντικών απορρυπαντικών και μετά χέσ’
την. Η πραιτωριανοί συλλαμβάνουν για λογαριασμό κάποιου Χ που
πρόκειται να συλληφθεί τον άλλο μήνα υποψήφιους ήρωες
φαρμακωμένους φοιτητές και καμουφλαρισμένους πράκτορες.
Ύστερα από λίγες μέρες οι μεν ξεχνάν τα ποιήματα και τα ουίσκια
της καρδιάς υποτίθεται οι Δε μένουν με ενάμισι πόδι ή τρώγονται
στο σκοτάδι και οι άλλοι παρατάν τα προσχήματα. Κάποτε
τελειώνουν τα λόγια και το ξινισμένο σεξ και τα μασκοφόρα όνειρα
γατί εμφανίζονται επιτέλους οι αναμενόμενοι πιστολάδες – ούτε
άργησαν ούτε μας ξέχασαν ήρθαν στην ώρα τους που αποδείχθη η
ώρα μας. Προσοχή να μη σε κάνουν γεφύρι. Όταν χάνονται όλα τα
κλειδιά ασφαλείας γεμίζουμε Ασφάλειες. Χόρτασα λεμονιές
κατσίκια τα Χριστούγεννα στα χωριά. Οι χωριάτες έχουν
τηλεοράσεις μοντέλα αλλά παλιά τσαπιά. Οι παλιοί χωματένιοι
δάσκαλοι χάθηκαν. Οι καινούργιοι αδυνατίζουν με τη ρόδα.
Αυτοεξόριστοι Κενυάτες υποψήφιοι Πρόεδροι Δημοκρατίας στα
τζουκ μποξ της Αθήνας βάζουν «Το 13 το κελλί» του Λαύκα. Στις
ταβέρνες μπεκρήδες της αναμονής οι μαιτρ της παγκόσμιας
απελπισίας κλείνουν το ξενύχτι με χαλβά του μπακάλη – με κανέλα
και λεμόνι. Αράπικο φιστίκι Αράπικο λουλούδι Αράπικο άλογο
Αράπικο πετρέλαιο…

Αναδημοσίευση από imaginistes 2015

στο Πατάρι του Λουμίδη. Τόπος μαγικός, σεμνός, μυσταγωγικός. Η ζύμωση των πνευμάτων, των σκέψεων, των λόγων, των προσωπικοτήτων. Σε μια εποχή που η Αθήνα, η Ελλάδα άρχιζε να αυτοθυσιάζεται, να καταναλώνεται ως ένα ακόμη φθηνό, “λαμπερό” προϊόν. Το ποιητικό μανιφέστο του Γκόρπα. https://www.toperiodiko.gr/%CE%B8%CF%8