Μπραχαμιώτες καλλιτέχνες…Γιάννης Σταματίου ή Σπόρος
Ο Γιάννης Σταματίου – Σπόρος ανήκει στους κορυφαίους
δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, με θητεία κοντά 50 χρόνια, στο
αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, όπου διακρίθηκε σαν σπουδαίος
εκτελεστής από τότε που ξεκίνησε, το 1950. Σαν προσωπικότητα
έζησε τα πλέον συγκλονιστικά γεγονότα και τις μεγάλες
συγκινήσεις στο λαϊκό τραγούδι.
❀❀❀
«Ο Σπύρος (ο Ευσταθίου) μου είχε εμπιστοσύνη. Κάποια στιγμή, όπως
καθόμασταν σ’ ένα τραπέζι, λέει του σερβιτόρου: «Πιάσε ένα μπουζούκι».
Υπήρχαν πάντα όργανα στο «Μπαράκι» (του Μάριου). Παίρνει το μπουζούκι
και πάει στο Χιώτη που καθόταν δίπλα και του λέει: «Έχω έναν πιτσιρικά
φίλο μου, ένα ταλεντάκι. Θα τον βάλω να τον ακούσεις». Λέει ο Μανώλης:
«Αμέ». Γυρνάει ο Σπύρος σε μένα και μου λέει: «Παίξε». Παίζω ένα
κομμάτι, πιάνει κι άλλο ένα μπουζούκι ο Σπύρος και παίζουμε άλλα δυο-
τρία κομμάτια. Μου έκανε σιγόντα ο Σπύρος. Μόλις σταματήσαμε λέει ο
Χιώτης: «Για κοίτα το σποράκι!». Ήμουνα κι εγώ αδύνατος, κατοχικός και
μού ’μεινε το «Σπόρος» από τότε μέχρι σήμερα που κοντεύω να γίνω
…δέντρο!».
Αυτή είναι η ιστορία που έχει το «θρυλικό» παρατσούκλι «Σπόρος», όπως
την αφηγήθηκε στον Άρη Νικολαΐδη ο ίδιος ο Γιάννης Σταματίου. Το
παρατσούκλι που τον συνόδευσε μέχρι τέλους και θα τον χαρακτηρίζει στα
χρόνια που θα ρθουν.
Ο Γιάννης Σταματίου γεννήθηκε το 1936 , στην Κηφισιά. Μεγάλωσε στο
Μπραχάμι. Το κανονικό του επώνυμο ήταν Σταμάτης.. .Ένας σημαντικός
μπουζουξής.
Ο Σπόρος –κατά Καζαντζίδη– υπήρξε «μπουζούκαρος», ενώ ο
Μανώλης Χιώτης τον έκανε μόνιμο συνεργάτη του και τον θεώρησε
το alter ego του. Παράλληλα με τη δισκογραφία εμφανίστηκε σε
λαϊκά κέντρα της Αθήνας όπως τα «Ταμπού», «Τζίμη του χοντρού»,
«Τριάνα του Χειλά», «Καλαματιανού», Λουζιτάνια», «Ροζμαρί» από
το 1952 έως το 1958 με τους Π. Πάνου, Χρηστάκη, Στ. Τζουανάκο,
Άννα Μπέλλα, Σεβάς Χανούμ, Κ. Καπλάνη, Απ. Χατζηχρήστο κ.α.
Αργότερα, μετά την επιστροφή του από την Αμερική, εμφανίστηκε
στα κέντρα διασκέδασης: «Παγκόσμιο», «Παλιά Αθήνα»,
«Μοστρού», «Δειλινά», «Διογένης», «Φαντασία» με τους Γρ.
Μπιθικώτση, Μπ. Τσετίνη, Λ. Διαμάντη, Τ. Βοσκόπουλο,
Μαρινέλλα, Μ. Λίντα, Ρ. Βλαχοπούλου κ.ά. Χρυσές σελίδες ο
Γιάννης Σταματίου έγραψε στην Αμερική όπου εργάστηκε σε
κέντρα ελληνισμού και όχι μόνο από το 1958 έως το 1980.
Αποθεώθηκε, γνώρισε μεγάλες δόξες, ενώ είχε διάσημους
θαυμαστές. Νύχτες ολόκληρες τον άκουγαν ο Φρανκ Σινάτρα, ο
Έλβις Πρίσλεϊ, ο Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ και ο Ντιν Μάρτιν. Ήταν
τόσο μεγάλη η επιτυχία του στην Αμερική ώστε έγινε και εξώφυλλο
στο «Time» το 1963. Τα τελευταία χρόνια εργάστηκε σε κέντρα με
ρεμπέτικα, ενώ εξαντλήθηκε ένας δίσκος του με οργανικά
κομμάτια (δικές του συνθέσεις) με τίτλο «Σπόρος και χρόνος»
Άρης Νικολαίδης
Μάρτιος 2006
Με τον κ. Γιάννη Σταματίου είχα την τύχη να βρεθώ αρκετές φορές
και να κουβεντιάσω μαζί του. Για την ακρίβεια είχα την τύχη να
τον ακούσω να μιλάει για τη ζωή του και την καλλιτεχνική του
πορεία. Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από αυτές τις
αφηγήσεις, όπου εκτός από την αυτοβιογραφία του, ο δεξιοτέχνης
μουσικός δίνει πρωτογενείς περιγραφές για το χώρο του
κλασσικού λαϊκού τραγουδιού και τους ανθρώπους του, αλλά και
αρκετές απόψεις του για την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής.
…Τότε δουλεύαμε για ένα πιάτο φαΐ και ότι τυχερό πιάσουμε. Παράλληλα
μεσολαβούσε και το σχολείο. Πολλές κοπάνες. Την κοπανάγαμε και
πηγαίναμε σε κινηματογράφους, πηγαίναμε σε διάφορα σπίτια και παίζαμε.
Είχα μανία με την κιθάρα. Βέβαια, εκείνη η γειτονιά είχε βγάλει κι άλλους
πολλούς. Ήταν τ’ αδέρφια Ευσταθίου, ο Μήτσος κι ο Σπύρος, ήταν ο
Στέλιος ο Μακρυδάκης, ήταν ο Παναγιώτης ο Μενεξής, ήταν ο Θέμης ο
Ρούσσος, δηλαδή άτομα που αναγνωρίστηκαν μετά στο επάγγελμα.
Θυμάμαι λοιπόν, θα ήτανε καλοκαίρι του ’48, σ’ ένα μαγαζί στη Φραντζή
που το λέγανε «Νίκη», απέναντι απ’ το αστυνομικό τμήμα, δούλευε ο
Γιάννης Παπαδόπουλος (κιθαρίστας ήταν αυτός και τραγούδαγε), ο
Μήτσος ο Μέρτηκας πιάνο (ο γέρος, γιατί αργότερα έγιναν γνωστοί και οι
γιοι του, ο Γιάννης που έπαιζε με το Ζαμπέτα κλπ.), ο Μήτσος κι ο Σπύρος
Ευσταθίου και ο Μακρυδάκης. Τρία μπουζούκια, μια κιθάρα κι ένα πιάνο.
Εγώ είχα ξεφύγει κάπως από τη γειτονιά -από το ερασιτεχνικό να πούμε-
και με παίρνανε μαζί τους για κιθάρα οι Ευσταθίου, ο Μακρυδάκης κι ένας
άλλος φίλος -ο Μανώλης ο «Πονηρός» τον λέγανε- όταν έπαιζαν για το
κέφι τους. Αυτοί ήταν επαγγελματίες. Πιτσιρικάς δηλαδή είδα όλα τα
κουτούκια, τους τεκέδες, τα καταγώγια, τους αργιλέδες, τα μαύρα. Όμως,
χωρίς να θέλω να υποτιμήσω κανέναν, παρόλα αυτά τα νταραβέρια είχαμε
και μια αξιοπρέπεια.
…Άλλαξα κάτι επαγγέλματα σαν πιτσιρίκος, κάτι μηχανουργεία, ένα
μεγάλο ψιλικατζίδικο κ.ά. Σιγά-σιγά ξεκινάει και η ιστορία με τη μουσική.
Δούλεψα σ’ ένα μαγαζί στη Βουλιαγμένης κοντά στο σπίτι μου με το
Χρυσίνη, τον Κερομύτη, δε θυμάμαι ποιοι άλλοι ήταν. Το έλεγαν «Άνεση»,
ανεβαίνοντας τη Βουλιαγμένης αριστερά, δυο τετράγωνα μετά τη
διασταύρωση Μπραχάμι-Ηλιούπολη. Εν τω μεταξύ, ο τύπος που μου είχε
δώσει το μπουζούκι, κάποια στιγμή το ζήτησε πίσω. Ξαναπάω στου Παναγή
και του λέω: «Κύριε Γιώργο σε παρακαλώ δώσε μου ένα μπουζούκι, γιατί
πρόκειται να πιάσω δουλειά και θα στο πληρώσω». Είχε πάρει χαμπάρι κι
αυτός την κάψα που είχα και μου λέει: «Εντάξει, θα σου δώσω ένα κι όποτε
μπορείς πλήρωσέ το». Λέγοντας μπουζούκι, μιλάμε για τρίτης κατηγορίας
και κάτω το όργανο. Εντελώς του εμπορίου που λέμε. Ε… εντάξει, μέχρι
εκεί έφτανε η μεγαλοπρέπεια της χειρονομίας που έκανε ο άνθρωπος. Να
μη ζητάμε να είναι και το πρώτο!…
…Γύρισα πάλι στο «Μπαράκι» και τώρα τσίμπαγα καμιά δουλίτσα. Δούλεψα
πάλι στην «Άνεση» με το Ζαγοραίο, δούλεψα σ’ ένα μαγαζί στα
«Πηγαδάκια» στην Ιερά Οδό, πάλι με το Ζαγοραίο. Με τα πόδια πηγαίναμε
και δεν παίρναμε και μεροκάματο. Παίζαμε και στο καφενείο που αράζαμε
στη Βουλιαγμένης για το κέφι μας. Με έβλεπαν που «πηγαίνανε» τα χέρια
μου…
…Μου λέει μια μέρα ο
Τατασόπουλος: «Είναι ένα κινηματογραφικό έργο που γυρίζουν και θέλω να
’ρθεις να παίξουμε μαζί». Ήταν ένα έργο του Πέτρου Γιαννακού, του
Κοκοβιού, που το γυρίζανε σ’ ένα μαγαζί στη Ν. Φιλαδέλφεια, όπως
ανεβαίνουμε τη Δεκελείας δεξιά. Ένα ωραίο καλοκαιρινό μαγαζί. Η ταινία
λέγεται «Ο Κοκοβιός πρωτευουσιάνος». Τραγουδούσε ο Στράτος ο
Παγιουμτζής και ήμασταν τέσσερα μπουζούκια, εγώ, ο Τατασόπουλος, ο
Γιώργος ο Τσιμπίδης και ο Σπύρος ο Καλφόπουλος. Στο πιάνο ήταν ο
Αγάπιος και κιθάρα ο Σταύρος ο Πλέσσας. Τότε πρωτοπαίξαμε το τραγούδι
του Τατασόπουλου «Ελα, σήκω, χόρεψέ το», που δεν είχε βγει ακόμα σε
δίσκο. Βγήκε μετά με τραγουδιστή τον Τσαουσάκη. Κολλητά, μου λέει ο
Γιάννης: «Το χειμώνα θα δουλέψουμε μαζί». Τότε πρωτοσυνεργάζεται ο
Τατασόπουλος με το Τζουανάκο. Εγώ είμαι ο τρίτος της κομπανίας, πιάνο
έχουμε τον Αγάπιο, ακορντεόν τον Τόλη Εζρά -ένα εβραιάκι- και κιθάρα το
Σταύρο τον Πλέσσα. Και δουλεύουμε το χειμώνα στο μαγαζί του Γιώργου
του Βελουδάκη, το«Ταμπού» στο Ν. Ψυχικό, επί της Κηφισίας. Για πρώτη
φορά άνοιγε αυτό το μαγαζί. Από κει αρχίζει η δική μου άνοδος. Αρχίζουν
οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, αρχίζω να χώνομαι στις φωνοληψίες…
…Τους «φτιάχναμε» τα τραγούδια. Πολλές φορές μου δίνανε ένα σκελετό
κι εγώ τον «χτένιζα», έβαζα εισαγωγές κλπ. Γιατί τότε παίρνανε
«μαεστρικά». Εγραφε ο δίσκος: Τίτλος τραγουδιού: Τάδε, τραγουδιστής:
Τάδε, συνθέτης: Τάδε, μαέστρος: Τάδε, εκτελεστής: εγώ. Τους
στιχουργούς τότε δεν τους βάζανε γιατί καμιά φορά κάνανε και κομπίνες,
δηλαδή δίνανε κάποια λεφτά στο στιχουργό και γράφανε στίχο και μουσική
στ’ όνομά τους. Εγώ έπαιρνα «εκτελεστικά». Ο Μπακάλης μου έδινε και τα
μισά «μαεστρικά» που έπαιρνε. Μου έλεγε π.χ. ο Πετσάς στην ηχογράφηση:
«Βάλε μου μια εισαγωγή. Θα μπει ο Μητσάκης όπου να ’ναι μέσα και δε θα
προλάβω να βάλω το τραγούδι. Θα τρέχω τον άλλο μήνα πάλι…». «Δώσε
μου τη μελωδία» του έλεγα. Την έπιανα… της έβαζα μια εισαγωγή.
Αμέσως. Είχα μια φοβερή «τριβή» πάνω στη φωνοληψία. Και με άλλους…
Πάω μια φορά στο σπίτι του Τσιτσάνη στην Αχαρνών να προβάρουμε το
«Άσπρο πουκάμισο φορώ». Μου λέει ο Τσιτσάνης: «Ρε Γιάννη για άκου αυτή
την εισαγωγή». Μου παίζει μια εισαγωγή. «Για άκου κι αυτή». Μου παίζει
άλλη μία. «Παίξε τώρα και μια δικιά σου, χωρίς όμως να επηρεαστείς από
μένα». Παίζω εγώ μία, μου λέει: «Όπα, αυτή είναι. Ξαναπαίξτη, αυτή θα
βάλουμε». Όχι βέβαια ότι ο Τσιτσάνης δε μπορούσε να φτιάξει μια
εισαγωγή. Προς θεού! Αλλά καμιά φορά, μπορείς να ’χεις γράψει εκατό
χιλιάδες τραγούδια κι όμως να κολλήσεις κάπου. Κι ο Τσιτσάνης ήταν
ξύπνιος άνθρωπος, εκμεταλλευότανε κάθε δυνατότητα που του δινόταν…
…Επιασα αμέσως δουλειά στο Χόλιγουντ. Το συγκρότημά μου έμεινε στο
Σικάγο και μαζί μου ήρθε ο Κομποθέκλας (Κομποθέκρα τον λέγανε, αλλά
εμείς του είχαμε αλλάξει το όνομα), ένας τραγουδιστής που είχε
τραγουδήσει με Γούναρη, με Μαρούδα, με ορχήστρα Κανελλίδη, ο οποίος
τραγούδαγε πολύ ωραία ιταλικά, γιατί είχαμε πολλούς πελάτες από τη
Μαφία και χρειαζότανε. Μετά από λίγο καιρό ήρθε και ο Καρακός, το
κλαρίνο. Εκεί ερχόταν και μας άκουγε ένας μουσικός, το πρώτο βιολί της
ορχήστρας της κινηματογραφικής Paramount. Ο Χαράτς Γιακούμπιαν,
Αμερικάνος με αρμένικη καταγωγή. Κάποια στιγμή με πιάνει και μου λέει:
«Θέλω να φτιάξουμε ένα international group που θα παίζει πολλά είδη
μουσικής». Πήγα μαζί του και κάναμε τρεις μήνες πρόβες και οντισιόν.
Εκεί στις πρόβες γνώρισα ένα σωρό ηθοποιούς. Το Ρόμπερτ Μίτσαμ, τον
Κέρκ Ντάγκλας κ.ά. Ερχόταν και μας άκουγε στις πρόβες και ο Ντιμίτρι
Τόμκιν, που έγραφε μουσική για ταινίες. Λέει του Γιακούμπιαν: «Όλα τα
όργανα τα έχουμε στην Αμερική. Αυτό εδώ (σ.σ. το μπουζούκι) δεν έχουμε.
Αυτό να προωθήσεις»…
…Βέβαια δεν σου κρύβω ότι
δουλεύαμε τζάμπα, γιατί δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στον τζόγο και
ό,τι παίρναμε το τρώγαμε στα παιχνίδια. Αυτή η δουλειά κράτησε τέσσερα
χρόνια. Γυρίσαμε όλα τα μεγάλα μαγαζιά, μέχρι και στο Πουέρτο Ρίκο
πήγαμε μια φορά. Είχαμε μεγάλη επιτυχία. Έρχονταν από κάτω Αμερικάνοι
μουσικοί και μας άκουγαν, προσπαθώντας να μετρήσουν τι παίζαμε. Γιατί
παίζαμε πολύ γρήγορα σε 9/8, 5/8, 7/9, ρυθμούς ασυνήθιστους γι’ αυτούς.
Το γκρουπ το αποτελούσαν 13 άτομα. Μπάσα, κιθάρες, πιάνο. Ντραμς
είχαμε τον Μπόμπι Μόρις, τον ντράμερ του Πρίσλεϋ, ο οποίος έπαιζε με
δύο κάσες. Από Έλληνες είχαμε μείνει τέσσερις γιατί δεν άντεχαν τις
απαιτήσεις της δουλειάς. Εγώ, ο ακκορντεονίστας Νότης Ησυχόπουλος, η
Νίτσα Γκρέζη η τραγουδίστρια και μια τραγουδίστρια-χορεύτρια, η Ήβα.
«Χαράτς Γιακούμπιαν εντ κόμπανι» λεγόταν το γκρουπ και βγάλαμε και
δυο μεγάλους δίσκους…
…Γυρνάω στην Ελλάδα το Νοέμβρη του ’65 γεμάτος χαρά, γιατί η ψυχή
μου δεν είχε φύγει ποτέ απ’ την Αθήνα. Πάω στη «Βεντέτα», στου πρώην
«Τζίμη του Χοντρού», όπου παλιότερα είχα δουλέψει με Τατασόπουλο,
Τζουανάκο, Νίνου κ.ά. Με το που με βλέπουν, πέφτουν απάνω μου η Πόλυ
Πάνου και ο Μπαμπακιάς ο ιδιοκτήτης και μου λένε «πού είσαι, έλα αμέσως
για δουλειά». Εγώ δεν ήθελα να δουλέψω, είχα έρθει για διακοπές να
ξεκουραστώ και να ανέβω ψυχολογικά. Μετά από μερικές μέρες έρχεται
ξημερώματα ο Μπαμπακιάς στο σπίτι μου και με ψήνει να πάω να πιάσω
δουλειά. Και εκεί που ήθελα να ησυχάσω, βρίσκομαι με πέντε τραγουδιστές
στο κεφάλι μου (Πόλυ Πάνου, Διαμάντη, Αντωνάτου, Μουστάκας και
Τσετίνης) και ένα ρεπερτόριο από το οποίο εγώ απείχα χρόνια κι έπρεπε νακάτσω να το βγάλω.
Έβγαλα μια κουραστική χειμερινή σαιζόν στη «Βεντέτα» και το καλοκαίρι
με φωνάζει ο Βασίλης ο Χειλάς. Στην «Τριάνα» του Χειλά έπαιζα πριν φύγω
το ’57 για την Αμερική. Είχα μάλιστα συμβόλαιο τότε, αλλά με άφησε να
πάω, γιατί κι ίδιος είχε καημό να πάει ξανά στην Αμερική απ’ όπου τον
είχαν απελάσει παλιότερα ως μαφιόζο. Ο Χειλάς λοιπόν είχε το Γαβαλά
στην «Τριάνα» και για να μην τον χάσει την καλοκαιρινή περίοδο, ανοίγει
ένα καινούργιο μαγαζί, το «Παγκόσμιο». Πάω λοιπόν και βρίσκω την
ορχήστρα Μουζάκη, το Γιάννη Βογιατζή (στις δόξες του τότε), την
Μπελίντα, το μπαλέτο Μεταξόπουλου, τη Μοντάνα, την Άντζελα Ζήλια, τη
Μαντζουράνη, τον Βαβάτσικο και κλείνει εμένα με τη Μαρινέλα. Η
Μαρινέλα μόλις έχει χωρίσει από τον Καζαντζίδη και βγαίνει για πρώτη
φορά μόνη της κι επειδή χρειαζόταν δουλειά, έχει κλείσει ταυτόχρονα και
σ’ ένα θέατρο. Μόλις τέλειωνε από το θέατρο, άλλαζε μέσ’ στο ταξί για να
προλάβει να εμφανιστεί και στο κέντρο. Γιατί τα νούμερα ήταν στάνταρ
προγραμματισμένα. Αν δεν ήσουν εκεί να βγεις στην ώρα σου, έχανες το
μεροκάματο. Θυμάμαι λοιπόν, στο πλάι της θεόρατης πίστας υπήρχε ένα
πορτάκι. Πριν βγει η Μαρινέλα έπαιζα ένα σόλο και κοίταγα στο πορτάκι.
Συχνά την έβλεπα αναμαλλιασμένη να προσπαθεί να φτιαχτεί. Αν δεν την
έβλεπα το τρενάριζα το σόλο για να προλάβει και το σόλο γινόταν …τρίσολο! Ακόμα το θυμάται η Μαρινέλα και το λέει…
…Την καριέρα μου στην Ελλάδα την έκανα με τρίχορδο μπουζούκι, το
οποίο το λατρεύω. Δεν υπήρχαν άλλα τότε. Μάλιστα πρόλαβα και τα
τρίχορδα με τις τρεις Re πάνω. Την μπουργάνα και δυο ψιλές. Πρόλαβα και
τρεις La στη μέση. Τις βάζανε για να ’χει πιο πολύ ντουζένι τ’ όργανο, ν’
ακούγεται καλά στις ανοιχτές. Καταργήσανε την τρίτη μεσαία, μετά
καταργήσανε την τρίτη πάνω και μείνανε ζευγάρια. Τα πρόλαβα όλα
αυτά… Το τετράχορδο το έπιασα το ’59 – ’60. Έμενα στο Σικάγο, στο ίδιο
ξενοδοχείο με τον Τατασόπουλο. Ο Γιάννης έπαιζε τετράχορδο. Του
έστειλαν τότε μια μπομπίνα από την Ελλάδα και πρωί-πρωί φέρνει το
μαγνητόφωνο και μου βάζει ν’ ακούσω τη «Φλόγα» του Χιώτη και μου λέει:
«Άκου τι παίζει ο χριστιανός!». Να μην το κρύβουμε, «πήραμε βελόνα» με
αυτό το κομμάτι. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να παραγγείλω τετράχορδο
μπουζούκι στον Παναγή, γιατί ποτέ δε σταμάτησα να φτιάχνω σ’ αυτόν
όργανα, από τότε που μου έδωσε το πρώτο μου μπουζούκι. Την πρώτη
βραδιά που ξεκίνησα με τετράχορδο μου κακοφάνηκε, γιατί -παρόλο που
έπαιζα κιθάρα- έπαιξα πολλές «πράσινες», πολλές λάθος νότες. Το έβαλα
στην άκρη και συνέχισα τη βραδιά με το τρίχορδο. Τη δεύτερη βραδιά
όμως δεν το άφησα, παρόλο που έκανα πάλι πολλά λάθη, γιατί είπα «Αν το
αφήσω δε θα ξεκολλήσω». Μας είχε πιάσει μανία με εκείνη τη φουρνιά
τραγουδιών του Χιώτη. Κατέληξα λοιπόν κι εγώ να γίνω ένας παίχτης και
λάτρης του τετράχορδου μπουζουκιού, χωρίς όμως να φύγει ποτέ απ’ την
ψυχή μου το τρίχορδο, χωρίς να το κατηγορήσω ποτέ. Και τα δυο όργανα
ανταποκρίνονται στην ιδιοσυγκρασία μου και δε θα σταματήσω να τα
αγαπώ εξίσου και τα δυο…
https://www.youtube.com/watch?v=1cHoe4uXELc
Πηγή: http://diktiopm.gr/gr/artists.php?id=89
http://stelioskazantzidis.blogspot.com/2011/01/blog-
post_18.html#ixzz3boyOH0B6
http://rembetikoidialogoigmail.blogspot.gr/2010/03/2006-1-8.html
Αναδημοσίευση από imaginistes 1/6/15
