Τσακιτζής…ο λήσταρχος, ο ανυπότακτος προστάτης των φτωχών
Πρόκειται για τον πολυθρύλητο Τσακιτζή Μεχμέτ Εφέ, ή
Τσακίρτζαλη, Εφέ του Αϊδινίου, που γεννήθηκε το 1872 και
σκοτώθηκε το 1912, του ξακουστού αρχηγού τσετέ (αντάρτικης
ομάδας) στη Μικρασία του Αιγαίου, του οποίου η δράση ως ληστή
πέρασε στη λαϊκή κουλτούρα κι έγινε παραμύθι. Υπάρχουν όμως
στοιχεία που τεκμηριώνουν την πραγματική ιστορία του Τσακιτζή,
όπως τουλάχιστον τα περιέσωσε ο Yasar Kemal, παίρνοντας
πληροφορίες από έγκυρες πηγές καθώς και από τον άνθρωπο που
τελικά κατάφερε και τον σκότωσε. Το κράτος του Αβδούλ Χαμίτ
πλήρωνε τον πατέρα του, τον ληστή Τσακιτζή Αχμέτ, για να
ξεπαστρεύει άλλους ληστές. Όταν σκοτώθηκε όμως, μετά από
ενέδρα, ο Τσακιτζής ήταν έντεκα χρονών. Εκδικούμενος το θάνατο
του πατέρα του και την προσβολή της μάνας του, έγινε
πασίγνωστος φονιάς (το σκότωμα ανθρώπων είναι μια τιμή για
τον ζεϊμπέκη). Ο Τσακιτζής σκότωσε συνολικά κατ’ άλλους
οκτακόσια, κατ’ άλλους χίλια διακόσια άτομα. Δεν πίστευε όμως
ότι είχε αδικήσει κανέναν (είχε την καρδιά του καθαρή σαν παιδιού
επτά χρονών). Οι φόνοι αυτοί ήταν φόνοι απονομής δικαίου, τιμής,
άμυνας ή αντίστασης στους ζαπτιέδες (=χωροφύλακες) του
κράτους. Ο Τσακιτζής στήριξε τη δύναμή του στην αγάπη των
φτωχών, γιατί ήταν θρήσκος και εμφανιζόταν σαν υπερασπιστής
του δικαίου. Έκλεβε από τους πλούσιους και τους καταπιεστές του
λαού και μοίραζε στους φτωχούς, στα ανύπαντρα φτωχά κορίτσια
έδινε προίκα, στους άνεργους νέους, γι’ αυτό και τον παρομοίασαν
με τον Ρομπέν των Δασών. Γινόταν απίστευτα σκληρός όταν
έκρινε ότι υπήρξε αδικία ή ατιμία, όπως τότε που έκαψε με φρικτό
τρόπο ζωντανούς εννιά αντάρτες που βασάνιζαν ένα κορίτσι.
Το εφελίκι στην περιοχή του Αιγαίου είναι μια πανάρχαιη συνήθεια
με βαθιές ρίζες, είναι πιο παλιό κι από τους Οθωμανούς κι απ τους
Βυζαντινούς. Ίσως αυτά τα βουνά από τότε που υπάρχουν να μην
έχουν μείνει χωρίς ζεϊμπέκηδες. Είναι πραγματικά απίστευτες οι
ιστορίες τόλμης και μπέσας του Τσακιτζή. Η προσωπικότητά του
έγινε γνωστή και στο Λονδίνο, όπου το κοινοβούλιο και οι
εφημερίδες ενδιαφέρθηκαν για την περίπτωση του ανυπότακτου
αντάρτη που δεν μπορούσε να τον αγγίξει η χωροφυλακή και
σκορπούσε το φόβο και τον τρόμο και σε άλλες αντάρτικες ομάδες,
ενώ ο λαός τον λάτρευε γιατί είχε δύναμη και ασκούσε ένα είδος
«λαϊκής δικαιοσύνης». Οι ζημιωμένοι αγάδες κι οι κοτζαμπάσηδες
συσπειρώνονταν εναντίον του δίνοντας αφορμή να γραφτούν
σελίδες απίστευτης παλικαριάς για τον Τσακιτζή.

Το ενδιαφέρον των
Άγγλων σε μια περίοδο που η Αγγλία ενδιαφερόταν για το
διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και η υποστήριξη του
Τσακιτζή από τους Βίτολ, επιφανή εγγλέζικη οικογένεια στη
Σμύρνη, είναι πράγματι περίεργα. Πολλοί αντάρτες ήταν όργανα
του κράτους ή εξυπηρετούσαν φεουδάρχες. Η μυθοποίηση του
Τσακιτζή συσκοτίζει την ιστορική αλήθεια. Ωστόσο το
λησταντάρτικο ήταν φαινόμενο εξαπλωμένο σε όλα τα Βαλκάνια,
που είχε ιδιάτερη έκταση στην Οθωμανική αυτοκρατορία του
τέλους του 19ου αι., ένα κράτος εν κράτει. Δυο τρεις φορές το
οθωμανικό κράτος έδωσε αμνηστία στον Τσακιτζή και τα κιζάνια
του (το «τσετέ» του), αλλά τα μίση κι η εκδικητικότητα των
ανταγωνιστώ ν του, ανταρτών ή αγάδων τον οδήγησε πάλι στο
βουνό. Ο θρύλος θέλει τον Τσακιτζή να είναι φιλήσυχος, να μη
θέλει να γυρνάει στα βουνά και να σκοτώνει. Όμως για λόγους
τιμής αναγκάζεται να επιστρέψει (το σφάλμα ήταν του σαραγιού, η
αμαρτία της κυβέρνησης). Έτσι, βλέπουμε ότι ισχύει άλλο δίκαιο κι
άλλη ηθική, άγραφοι κανόνες ενός κόσμου όπου η δύναμη, η
γρηγοράδα, η ευστοχία, η λεβεντιά, η μπέσα και το κιμπαρλίκι
είναι πρώτες αξίες, πολύ σημαντικότερες από την ανθρώπινη ζωή.
Μαζί μ’ αυτές πάνε η λατρεία, η αφοσίωση, η πίστη των
ζεϊμπέκηδων στον Εφέ τους, η εκδίκηση, οι εξυπηρετήσεις, οι
συναλλαγές. Σε δυο τρεις ιστορίες ο Τσακιτζής χαρίζει τη ζωή στον
αντίπαλό του «γιατί είναι λεβέντης». Ο Ριουστού παγίδευσε τον
Τσακιτζή χρησιμοποιώντας πολύ μεγάλη μαεστρία και τον
σκότωσε χάρη στην απίστευτη τόλμη του αδερφού του, που
χώθηκε σ ένα νερόλακο και σκαρφάλωσε με υπεράνθρωπες
προσπάθειες μια πολύ απότομη βραχοπλαγιά. Το πτώμα του όμως
το βρήκαν αποκεφαλισμένο και γδαρμένο ώστε να μην είναι
αναγνωρίσιομο, τέτοια εντολή είχε δώσει στα παλληκάρια του. Το
αναγνώρισε η πρώτη του γυναίκα. Το κρέμασαν από τα πόδια και
το άφησαν εκτεθειμένο σε κοινή θέα στο κέντρο της πλατείας του
Ναζιλλί, αλλά πολύς κόσμος έκλαιγε και το πήρε πολύ βαριά που
εκτέθηκε δημόσια, κρεμασμένο ανάποδα το σώμα ενός τόσο
γενναίου
Μες της Σμύρνης τα βουνά
και τα κρύα τα νερά
μες της Σμύρνης τα βουνά
σαν λιοντάρι τριγυρνά.
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
-Γειά σου, παληκάρι μου,
λεοντάρι στην καρδιά
Καθεμιά του ντουφεκιά
είναι και παρηγοριά.
Καθεμιά του ντουφεκιά
είναι και παληκαριά.
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
-Γειά σου παληκάρι μου,
λεοντάρι στην καρδιά
Τη θρησκεία δεν κοιτά
Τούρκα αν είσαι για Ρωμιά
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
Τάμα τό’χει στο θεό
να παντρεύει ορφανά.
Tsakitzis (Cakici) – Roza Eskenazi
https://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=PhgZaw65 uOY

Φωτογραφία του περίφημου Ζεϋμπέκη μαυρομούστακου / καραμπουζουκλή, Çakırcalı Mehmet Efe, 1871, γνωστού ώς Çakıci/ Τσακιτζή από την περιοχή της Σμύρνης Μ. Ασίας.
Αναδημοσίευση από imaginistes 7/1/16