Φρέσκα

Το Μπραχάμι έχει ιστορία; (11)…Πλατεία

ΧΩΡΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΗΣ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Από το Λεύκωμα του Δήμου «ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΡΑΧΑΜΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ» Εικόνες από το παρελθόν του ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΡΔΑΣΗ

❀❀❀

Η Πλατεία, έτσι συνηθίσαμε να την αποκαλούμε, ήταν μέχρι τα πρόσφατα χρόνια
ο πόλος έλξης για νέους και ηλικιωμένους. Τα καφενεία γύρω-γύρω από την
εκκλησία ήταν οι χώροι κοινωνικής συνάθροισης. Πέρασαν από πολλούς
ιδιοκτήτες, μάζευαν κόσμο όλων των ηλικιών και όλων των επιπέδων
μόρφωσης. Φοιτητές, καθηγητές, δίπλα σε εργαζόμενους, υπαλλήλους,
μεοκαματιάρηδες. Γνωστές φυσιογνωμίες σε παλαιότερους και νεότερους,
άνθρωποι που έμειναν γνωστοί με τα παρωνύμιά τους, τα παρατσούκλια τους.
Χωρίς παρεξήγηση, χωρίς κοροϊδευτικό περιεχόμενο, γυρνούσαν το κεφάλι τους
μόνο αν τους φώναζες με το παρωνύμιο, πολύ σπανιότερα αν τους
αποκαλούσες με τα μικρά τους ονόματα.
Η πλατεία και ο κόσμος της με την ιδιότυπη και ηγεμονική παρουσία στα δημόσια
πράγματα της πόλης. Η πλατεία, αυτός ο τόσο περιορισμένος χωροταξικά
χώρος, ήταν ο καταλύτης της κοινωνικής ζωής στο Μπραχάμι. Η επιτυχία ενός
εγχειρήματος στο αθλητικό, στο πολιτικό, στο δημοτικό επίπεδο κρινόταν από
την αποδοχή του κόσμου της πλατείας. Εδώ εξυφαίνονταν οι θεμιτοί και αθέμιτοι
πολιτικοί ανταγωνισμοί, εδώ ‘έβγαιναν’ οι δήμαρχοι και οι σύμβουλοι, εδώ
‘άλλαζαν’ οι προπονητές του ΠΑΟ, εδώ στήνονταν πλάκες. Εδώ η αποθέωση και
η αποδοκιμασία, εδώ η διακωμώδηση και η μελαγχολία. Θυμάμαι ακόμη τον
δήμαρχο Μπουκογιάννη να περιφέρεται στα καφενεία επιδεικνύοντας ότι
κατάφερε να πείσει τον Στράτο (υπουργό Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση
Καραμανλή του 1974) για κάποιο έργο του δήμου. Θυμάμαι ακόμη τις ατάκες του
–συνήθως πετυχημένες και πάντοτε ειρωνικές για αντιπάλους- που έκαναν τον
γύρο της πλατείας σε ελάχιστο χρόνο. Θυμάμαι την απήχηση της Ελεύθερης
Γνώμης του Μάκη Παπούλια, που η κυκλοφορία της προκαλούσε άπειρες
συζητήσεις και σχόλια. Θυμάμαι τις συζητήσεις στο κουρείο του Βερέκου για
κυοφορούμενα δημοτικά σχήματα στις επερχόμενες εκλογές. Θυμάμαι τους
λεκτικούς διαξιφισμούς στο καφενείο του Λεφάκη αν ήταν ΚΚΕ εξωτερικού ή
σκέτο. Θυμάμαι την απαίτηση των θαμώνων του καφενείου Σαϊνη να
απομακρυνθεί ο προπονητής Λουκανίδης. Ότι τα ‘πήρε’ ο τάδε τερματοφύλακας
και άλλα συναφή. Θυμάμαι ακόμη να απονέμονται παρωνύμια από
ευφάνταστους ανθρώπους των καφενείων της πλατείας: Στον Μαρίνο, στον
Ογλού, στον Δεσπότη, στον Βουρδούλακα, στον Γιάννη τον Χότζα, στον Χάρο,
στον Μυτζήθρα, στον Τσουλαφά, στον Μπούρδα, στον Άκωλο, στον Τάμπατούμπα,

στον Τζόβα, στον Σούρα, στον Κολαράκια, στον Τσόντα, στον Τσετσέ.
όλοι τους –χωρίς να με παρεξηγήσουν κι εμένα- δημιούργησαν τον μύθο της
πλατείας. Θυμάμαι το πρώτο σουβλάκι που έφαγα στη ζωή μου καμωμένο από
τα χέρια του μπαρμπα-Βαγγέλη, θυμάμαι τη ζήλεια, εμένα του ανίδεου και
ατζαμή, παρατηρώντας τις μονομαχίες των άσων του μπιλιάρδου στα
σφαιριστήρια του μπαρμπα-Τάσου.
Η πλατεία είχε τους κανόνες της. Όφειλες να τους αντιληφθείς μόνος σου, αυτές
ήταν οι εξετάσεις σου άλλωστε. Να μεθέξεις με σεβασμό στις παρέες, να
διεισδύσεις χωρίς εξυπνακισμούς και φιοριτούρες, γιατί εύκολα γινόσουν
περίγελως, να συμμετάσχεις έχοντας επίγνωση μέτρου στη γνώμη και στη
γνώση.
Φιγούρες γνωστές κι αγαπημένες, όλες μαζί συνάδοντας στο σχηματισμό του
κόσμου της πλατείας. ζώντες και μη σήμερα, συνέβαλαν χωρίς να το έχουν
συνείδηση οι ίδιοι ίσως, στη συγκρότηση αυτού που οι ιστορικοί λένε συλλογική
ταυτότητα της τοπικής κοινωνίας.
Τα προπολεμικά καφενεία ήταν: της κυρα-Δέσποινας (Κάζαγλη) το παλιότερο.
Συγκέντρωνε του πιο ηλικιωμένους κατοίκους, εκείνους που είχαν γηγενή
προέλευση. Πρέφα, συζήτηση για δουλειές και την επικαιρότητα. Της κυρα Κατίνας

της Νιάρχαινας, που μάζευε περισσότερο τη νεολαία. Μετά τον πόλεμο
προστέθηκε το καφενείο του Καλασαρύνη και του Βασίλη Μαγγίνα. Οι ιδιοκτήτες
άλλαζαν συχνά. Ο Χριστοφιδέλης, ο Σαϊνης (ποδοσφαιριστής του ΠΑΟ), ο
Λεφάκης, ο Περράκης, ο Καραμούζης ήρθαν να προστεθούν σε μία μακριά λίστα
ανθρώπων που συνέδεσαν την οικονομική τους επιβίωση με τους χώρους
συνάθροισης της πλατείας.
Εύλογη αν και αδιαφανής και υποβόσκουσα η αντίθεση δύο κόσμων. Από τη μία
η πλατεία και ο κόσμος της, ελευθεριάζων μέσα σε θορυβώδεις εκδηλώσεις ως
επί το πολύ. Από την άλλη η εκκλησία, ο Άγιος Δημήτριος, με την κυριαρχική
παρουσία στη συνοικία, κόσμος δογματικά συντηρητικός, προσηλωμένος με
ευλάβεια στην εκτέλεση των θρησκευτικών του καθηκόντων.
Ήδη από το 1948 η συνύπαρξη των δύο κόσμων ήταν κατά φυσιολογικό τρόπο
προβληματική. «Το Εκκλ. Συμβούλιον κατόπιν των πολλών παρεκτροπών αίτινες
παρατηρούνται εκ μέρους των καθημένων τοις καφενείοις τοις κειμένοις έναντι
του Ιερ. Ναού ημών και άτινα προς ωφέλειάν των επεκτείνουν τα καθίσματά των
και εις τα πεζοδρόμια του περιβόλου του Ι. Ναού μη σεβομένων τους Ιερούς
κανόνας …»
Κι αργότερα δεν ήταν λίγες οι φορές που στη διάρκεια του διπλού στον μικρό
χώρο της πλακόστρωτης πλατείας η μπάλα του ποδοσφαίρου από το πόδι του
Καλούμπα κτυπούσε με πάταγο στη βόρεια πλευρά, την ώρα που στο εσωτερικό
ψάλλονταν οι Θρήνοι της Μεγάλης Εβδομάδος. Τη λύση –προσωρινά μόνο- την
έδινε η ‘Ασπρούλα’, το 100 της Αστυνομίας, πάντοτε και δίκαια εννοείται υπέρ
της Εκκλησίας.

Το σπίτι της Ελένης Σκούρτη στην Πλατεία που έχει κατεδαφιστεί . Αρχείο οικογένειας Γεωργίας Γκίκα-Λεφάκη,

Αικατερίνη Τσορού Γκίκα. Οικογενειακό Αρχείο Γεωργίας Γκίκα – Λεφάκη

1971 Γεωργία Γκίκα – Λεφάκη με τον μικρό Γιώργο Μενδρινό. Πέριξ της Πλατείας. Οικογενειακό Αρχείο.