Φρέσκα

Μπραχάμι…οδοιπορικό στα παλιά κουτούκια

Απόσπασμα από άρθρο του Διονύση Χαριτόπουλου στην εφημερίδα Τα Νέα

❀❀❀❀❀❀

…»Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο σβήνει. Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη
Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο·
δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και άλλες προτεραιότητες. Μπορεί και να γίνει έτσι. Αν
χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος· αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι άντρες θα μπορούν να εκφράζουν
τα αισθήματά τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το ζεϊμπέκικο.
Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο
χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται.
Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω
πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των
άλλων.
Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του· αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις
και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του
περίπτωση, γι’ αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με
αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να
φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.
Ο σωστός χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη
μία.
Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά:
Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.
(Βαμβακάρης)
Είναι χορός μοναχικός. Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, ο τόπος δεν σηκώνει άλλον. Είναι προσβολή να
ενοχλήσει μια ξένη κι απρόσκλητη παρουσία. Γι’ αυτό κάποιοι ανίδεοι αριστεροί διανοούμενοι ερμήνευσαν την
επιβεβλημένη ερημία του χορού με τα δικά τους φοβικά σύνδρομα· αποκάλεσαν το ζεϊμπέκικο «εξουσιαστικό
χορό», που περιέχει, δήθεν, μια «αόρατη απειλή». Είδαν, φαίνεται, κάποιον σκυλόμαγκα να χορεύει και
τρόμαξαν. Όμως, και έναν κυριούλη αν ενοχλήσεις στο βαλσάκι του, κι αυτός θα αντιδράσει.»…

❀❀❀❀❀❀

γράφει ο Χρήστος Πιπίνης

 

Στη φωτό που παραθέτουμε  βλέπουμε τον αείμνηστο αγαπημένο μας φίλο, βέρο Μπραχαμιώτη, Νίκο Νιάρχο στις αρχές του
60 στο κουτούκι του Κωλαράκια που βρισκόταν στην οδό Ρ. Φεραίου.

Η προσήλωση, ο σεβασμός , η κατάνυξη και η σεμνότητα που πρέπει να εκφράζει ο συγκεκριμένος χορός
συναντούν μοναδικά την εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου στην κίνηση του χορευτή. Ο
Νίκος είναι γνήσιος μάγκας με την έννοια του μάγκα και όχι του κουτσαβάκι. Ο ζεμπέκικος δεν χορεύεται σε
πίστες αλλά σε ιερούς χώρους, σε κουτούκια και ταβέρνες όπως του Κωλαράκια (Μητσάκου), του Μπάρμπα
Νίκου (Μαλτέζου)…
Η συζήτηση για τις παλιές ταβέρνες με το Νίκο Νιάρχο ήταν στο πόδι και μεταφέρουμε λίγα απ’ όσα καταφέραμε
να συγκρατήσουμε. με τη ελπίδα να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη κουβέντα με περισσότερο χρόνο στη διάθεσή
μας.
«Το Μπραχάμι είχε μόνο ταβέρνες για διασκέδαση και μερικά καφενεία. Κουτούκια για μπεκρήδες, ταβέρνες για
οικογένειες, χώρους με καλό κρασί ρετσίνα και μεζέ η ξεροσφύρι και μπύρες που δεν είχαν όμως κατανάλωση.
Το μενού ήταν συνήθως φτωχικό και αποτελούνταν από γλυκάδια, έντερα που τα κάνανε γαρδουμπάκια
λαδορίγανη, συκώτι, πατσούλες κοκκινιστές, αμελέτητα…γενικά από τα μαλακά μέρη του σφαχτού και τα οποία
ήσαν φτηνά στην τιμή. Συμπληρωματικά και προς το τέλος της οινοποσίας υπήρχαν και μερικά ηδύποτα,
πίπερμαν, τριαντάφυλλο, μέντα, κουαντρό, έτσι, για να γλυκάνεις το είναι σου. Μια εξτραβαγκάντσα ήταν
πίπερμαν με κομμάτι μήλου στο ποτήρι.
Τα πιο διάσημα κουτούκια εκτός του Κωλαράκια, ήταν του Γιώργου Μπέτση κοντά στο φούρνο του Μαλτέζου
που λειτουργούσε μόνο με κρασί ξεροσφύρι για κατοσταράκηδες. Όποιος ήθελε κάνα μεζεδάκι έπαιρνε κάτι ψιλό
από το μπακάλικο που ήταν ακριβώς πάνω απ’ την ταβέρνα και το έτρωγε στη λαδόκολα.
Πιο κάτω, αρχές Αναπαύσεως υπήρχε η ταβέρνα του Λουκά (Τούρκου) Ψυχοπαιδοπουλου. Εκεί είχε και ένα μικρό
πάλκο όπου ερχόντουσαν μικρές κομπανίες με μεγάλους καλλιτέχνες που όμως τότε δεν είχαν την σημερινή
αίγλη. Στην ταβέρνα του Λουκά ήμουνα 17χρονος πιτσιρικάς όταν χόρεψα για πρώτη φορά ζειμπέκικο ενώ
έπαιζε και τραγουδούσε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Στου Λουκά επίσης υπήρχε ένας μικρός φράχτης όπου
μαζευόταν γαλαρία και άκουγε τις κομπανίες.
Μια άλλη ωραία ταβέρνα ήταν στη Θουκυδίδου και Απ. Παύλου, του Ανδρέα Γκαμώτου. Της είχε και όνομα, «Τα
τσίλικα άλογα». Την έλεγε έτσι επειδή ήταν πρόεδρος των Καραγωγέων. Αργότερα το κράτος τους έδωσε άδεια
και βγάλανε μοτοσυκλέτες.

Υπήρχαν και κάπως μεγαλύτερα μαγαζιά, όπως του Θανάση Μπέτση, αδελφού του Γιώργου, στην Αγίου
Δημητρίου. Εκεί υπήρχε στο κέντρο του οικοπέδου τσιμεντένια πίστα για χορούς ενώ το μαγαζί ήταν απέναντι
εκεί που είχε το μαγαζί ο Αντύπας. Στον Μπέτση ερχόντουσαν καλές ορχήστρες. Είχε και δω γαλαρία από
πιτσιρικάδες κυρίως, που τη βγάζανε με πασατεμπάκι και στραγάλια.
Πιο πάνω ήταν του Ποθητού όπου στο οικόπεδο που είναι σήμερα το ΙΚΑ, είχε κούνιες.
Επίσης Βουλιαγμένης δίπλα στην ΕΛΚΑ υπήρχε το μαγαζί του Ρουβά. Ήταν πιο κοσμικό και έφερνε μεγάλα
ονόματα. Εκεί είχα δει τον Τσιτσάνη και τον Παπαιωάνου, τη Σωτηρία Μπέλου και τη Ρίτα Σακελλαρίου μικρή,
μόλις ξεκινούσε.
Για πιο εξοχικά πηγαίναμε στο Κοντοπήγαδο στου Γερουλάνου…»
Ο Νίκος έπρεπε ν’ αποχωρήσει, μας αποχαιρέτησε με την υπόσχεση ότι θα τα ξαναπούμε σύντομα και
εκτενέστερα.
Ευχαριστούμε θερμά το Νίκο Νιάρχο που μας εμπιστεύθηκε τις
αναμνήσεις και το πολύτιμο Αρχείο του, από όπου αντλούμε και τις
φωτογραφίες που αναρτούμε. Σημ. Συντ. : Αφορμή για τη σημερινή
ανάρτηση, η οποία αποτελεί μικρό φόρο τιμής στα κουτούκια δηλαδή στον
πολιτισμό της γειτονιάς μας, στάθηκε ένα βλακώδες σχόλιο που πήρε το
μάτι μας σχετικά με την παρουσία των ιματζινιστών σε κουτούκια όπου
μας ψέγει, επειδή καλαμπουρίζοντας σχεδιάζουμε (λέει) την επανάσταση
του τόπου. Η απάντησή μας είναι «τους μπεκρήδες πολλοί
αγάπησαν…τους ξενέρωτους όμως, κανείς»