Φρέσκα

Κι ο Χριστός από μαραγκός ξεκίνησε

του Βασίλη Καρδάση

 

Ο Πάνος ήταν συμμαθητής μου. Συνειδητά και με συνέπεια αγωνιζόταν να είναι ο
τελευταίος της τάξης. Δεν διάβαζε, δεν έγραφε, δεν σηκωνόταν ποτέ στον πίνακα. Κι όμως η
φύση τον είχε προικίσει με εξυπνάδα και ετοιμότητα λόγου. Περίεργο θα πεις, αφού όλοι
απορούσαν με την περίπτωσή του, περισσότερο οι καθηγητές. Οι παραινέσεις τους
έπεφταν στο κενό, καθότι ο Πάνος ήταν ο χειρότερος, εκ πεποιθήσεως που λένε. Εννοείται
ότι ήταν πρώτος στις πλάκες, ένα ανεξάντλητο πειραχτήρι, χωρίς ποτέ να προσβάλλει, να
υπονομεύει. Κι από καλοσύνη; Μέχρι που δεχόταν σχεδόν αδιαμαρτύρητα την
ενοχοποίησή του για φασαρίες μέσα στην τάξη, έτοιμος να καλύψει τους φοβισμένους και
δειλούς, που τους έπιανε δέος μπροστά στο ενδεχόμενο μιας αποβολής. Απεχθανόταν μόνο
τους γλειψηματίες, εκείνους που έτρεχαν να προσφέρουν με το αζημίωτο, τις υπηρεσίες
τους στους καθηγητές.
Εμένα με πήγαινε πολύ, τολμώ να πω με λάτρευε. Από τη Β’ του Γυμνασίου που οι
καθηγητές μας έβαλαν στο ίδιο θρανίο, με ομολογημένο σκοπό να συμβάλλω στον
φρονηματισμό του Πάνου, γίναμε αχώριστοι. Μέχρι τη Β’ Λυκείου όπου κόλλησε, έμεινε
στον τόπο και εξαναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο. Οι κοπάνες του ήταν στην
ημερήσια διάταξη, για μπιλιάρδο συνήθως ή για καμιά τσόντα. Εγώ, το καλό παιδί, την
επόμενη μέρα με ανοιχτό το στόμα άκουγα τις περιγραφές και η εφηβική μου διέγερση
έφτανε στα ουράνια. Σε βαθμό που να κοιτάζω τις συμμαθήτριες και να ζω φαντασιακά τα
ανοσιουργήματα που μου μετέφερε ο Πάνος. Ήταν και ο καλύτερος μπαλαδόρος, δεκάρι
με τα χαρίσματα όλων των δεκαριών της παλιάς γειτονιάς. Ντριπλαδόρος, γρήγορος, με
κρυφές πάσες, έπαιρνε την ομάδα της τάξης μας στην πλάτη του, γι’ αυτό και ήμασταν
ανίκητοι. Δεν κατσάδιαζε τους λιγότερο ικανούς για την αστοχία τους, ήξερε πόσο μπορεί
να προσφέρει καθένας στο συλλογικό καλό. Εγώ προνομιακά χάρη στον Πάνο είχα κερδίσει
μόνιμη θέση στην ενδεκάδα, χωρίς να το αξίζω σίγουρα. Ο αρχηγός καθάριζε για το
φιλαράκι του.
Όταν αποχώρησε στη Β’ Λυκείου δεν πλαντάξαμε στο κλάμα γιατί ξέραμε πως το απόγευμα
θα ήμασταν πάλι μαζί, παρέα στα σφαιριστήρια. Χαθήκαμε αρκετά όταν άρχισα το
φροντιστήριο για να δώσω πανελλήνιες. Εκεί σφίξαν οι κώλοι. Ο Πάνος προσανατολίστηκε
σε παρέες εξωσχολικές, για να καλύψει την απουσία τη δική μου και των άλλων κολλητών.
Σ’ αυτή τη φάση της φιλίας μου τον έβλεπα συχνότερα στον δρόμο. Έτρεχε πέρα-δώθε με το
παπάκι του, ένιωθε ελεύθερος. Σχεδόν κάθε φορά τον έβλεπα και με διαφορετική γκόμενα
στο πίσω κάθισμα. Ήταν όμως όλες ξανθιές. Πράγματι είχε μανία με τις ξανθιές. «Δεν
μπορώ να πάω με μελαχρινή ρε Μπίλη, μου πέφτει, συντρίβεται. Μια φορά δοκίμασα και
καταντράπηκα. Λέω, θα με περάσει για τοιούτο». Πού τις κονόμαγε ο άθλιος τόσες ξανθιές,
λες και τις είχε παραγγελία. «Διψάει και ο διπλανός σου ρε Πάνο, κάνε ένα ψυχικό», δεν
άντεξα μια φορά. «Φιλαράκι, αμανάτι είσαι; Το Σάββατο που έρχεται θα της πω να φέρει
και την ξαδέλφη της. Κι αυτή ξανθιά είναι». Στο πατάρι της καφετέριας που πήγαμε, ο
Πάνος μόνο που δεν πήδηξε την ξανθιά μπροστά μας. Όλο νάζι αυτή, και μη, και μα, και δεν
πρέπει. Ούτε που άκουγε ο φίλος μου. Σταμάτησε γιατί ανέβηκε τρεις φορές ο μπόσης του
μαγαζιού, αγχωμένος μήπως η πιτσιρίκα ενέδιδε στο πάθος του. Την ίδια ώρα η ξαδέλφη,
με στενό t-shirt, μινιφορούσα, είχε απλώσει τις ποδάρες της μπρος στα πεινασμένα μάτια
μου. Εγώ, εύστοχα πίστευα, είχα ανοίξει συζήτηση για τις πανελλήνιες. Αδιόρατα διέκρινα
ότι δεν τη γοήτευε η έμπνευσή μου να ακολουθήσω την οδό της γνώσης με απώτερο σκοπό
να γίνω τελικά ένας Πάνος, πλην όμως αγνοούσα οποιαδήποτε άλλη μέθοδο. Όταν ο φίλος
μου έφυγε με τη δικιά του να πάει να βγάλει τα μάτια του, με νόημα μου υπέδειξε να
συντομεύω τα προκαταρκτικά. Μ’ έπιασε τεταρταίος πυρετός. Η αποχώρηση του προτύπου
μου, μού μετέδωσε την αμηχανία του Τζέρι Λιούις, όταν βρισκόταν μπροστά σε κορίτσι. Σε
λίγη ώρα στη χαρτοπετσέτα έλυνα ασκήσεις παραγώγων, για να τη διαβεβαιώσω ότι στα
μαθηματικά ένιωθα πολύ σίγουρος στις εξετάσεις. Στο δεκάλεπτο η ξαδέλφη με
παρακάλεσε να φύγουμε επειδή ο πατέρας της ήταν αυστηρός και δεν την άφηνε έξω μετά
τις 12. Γεμάτος κατανόηση, αν και το προκλητικό της ντύσιμο μ’ έβαλε σε κάποια
καχυποψία για το αληθές του λόγου, πλήρωσα το λογαριασμό ως τζέντλεμαν, αυτά τα
ήξερα καλά, και τη συνόδεψα να πάρει ταξί. Την επόμενη μέρα ο Πάνος μου μετέφερε την
αγανάκτησή της που αποτύπωνε η φράση «Μην μου ξαναφέρεις τέτοιο χαλβά». Προφανώς
δεν της άρεσα. Γούστα είναι αυτά, ίσως δεν θα ήταν καλή στα μαθηματικά η ίδια και
ένιωσε άβολα, τη δικαιολόγησα.
Τελικά πέρασα στο Μαθηματικό σε καλή σειρά, απόδειξη ότι η ξαδέλφη δεν είχε εκτιμήσει
τις προοπτικές μου στην επιστήμη. Δεν έχασα όμως την επαφή με το καφενείο του Γάτα
στην πλατεία. Μου δινόταν η ευκαιρία να ξεφεύγω από την πίεση των μαθημάτων, να
συναναστρέφομαι τους παλιόφιλους, να γεύομαι τους αυθεντικούς χαρακτήρες των
θαμώνων, μα πάνω απ’ όλα να βρίσκω τον Πάνο. Μια στιγμή μαζί του ήταν ολόκληρη ζωή.
Μου υπονόμευε τον συντηρητισμό μου, μου σμπαράλιαζε τις βεβαιότητές μου, μου διέλυε
τις ενοχές μου. «Η απελευθέρωση ξεκινάει από το σπίτι», το ΄λεγε αυτός που λάτρευε τους
γονείς του. Μια φορά στη μπάλα κάποιος πάνω στη μάχη τού είπε απειλητικά «γαμώ τη
μάνα σου», κι αν δεν είμαστε δέκα να πέσουμε πάνω του ακόμα θα τον έδερνε. Αυτός που
δεν κρατούσε κακία σε κανέναν, όσο και να αστειευόταν μαζί του.
Προτού φύγει για τον στρατό κερνούσε μπύρες στο καφενείο. «Την άλλη βδομάδα θάμαι
πίσω», με διαβεβαίωσε. Δεν πρόδωσα τη δυσπιστία μου, για να μην του φορτώσω άγχος.
Ήμουν βέβαιος ότι θα τα ΄φτυνε. Κι άλλοι είχαν πάει με τη φιλοδοξία του τρελόχαρτου και
γύρισαν ξυρισμένοι με δίκωχο. Δεν επέτρεψε ούτε σε μένα να τον συνοδέψω μέχρι την
πύλη της Τρίπολης. Ήξερα ότι ο χαρακτήρας του δεν ταίριαζε καθόλου στο ανελεύθερο
κλίμα του στρατού, στους καταναγκασμούς και στις απαγορεύσεις. Ο Πάνος ήταν φύσει
αντικομφορμιστής, πώς να πειθαρχήσει ανάμεσα στους τοίχους του στρατοπέδου; Για δέκα
μέρες δεν είχα νέο του. Τηλεφώνησα στην κυρα-Ευγενία, τη μάνα του. Πέρασα από το
καφενείο, μήπως ήξερε τίποτα ο Γάτας, ο καφετζής. Άφαντος ο φίλος μου. Τα στοιχήματα
έπεφταν σύννεφο και το τρελόχαρτο του Πάνου έδινε πολλά λεφτά, μπύρες και κονιάκ
δηλαδή για να ακριβολογώ. Εγώ απλώς επέμενα ότι αυτός θα είναι ο μόνος που θα την
περάσει μπέικα. Κάτι θα βρει, κάτι θα ξετρυπώσει, κάπου θα χωθεί, τι στο διάβολο τόση
καπατσοσύνη και εξυπνάδα δεν θα πιάσουν τόπο;
Την ενδέκατη μέρα ο Πάνος μου τηλεφώνησε την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. «Στο
σπίτι είμαι, κι έχει φτιάξει ένα κοκκινιστό η κυρα-Ευγενία μούρλια. Σου κάνουμε το
τραπέζι», μού ‘ριξε βιαστικά και έκλεισε το τηλέφωνο. Έτρεξα με ανάμικτη περιέργεια και
αγωνία. Είχε πάρει τρελόχαρτο!!! Μπήκε στο κέντρο νεοσυλλέκτων της Τρίπολης
φορτωμένος ένα φορτηγό χάπια. «Φιλαράκια, δεν είμαι για ‘δω, με βλέπετε είμαι
κουρούμπελο. Καλή η πατρίδα σας, καλός κι ο Κολοκοτρώνης σας, αλλά εγώ είμαι
φευγάτος. Έχω μανούλα να συντηρήσω». Ρε αμάν η πατρίδα μάς έχει ανάγκη, θα
καταστρέψεις τη ζωή σου, θα χτυπάς το κεφάλι σου αργότερα, δεν θα μπορείς να
διοριστείς στο Δημόσιο, δεν έπιανε τίποτα. Όλη τη μέρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του
ιατρείου και το βράδυ να γυρνάει χαμένος βόλτα στο στρατόπεδο. Ανελέητος ο Πάνος
μαστίγωνε τους ρινόκερους με τα χακί μ’ εκείνο το αφελές ύφος του, που προφανώς είχε
μεγιστοποιηθεί εξαιτίας των ουσιών. Την ένατη μέρα χρειάστηκε να τα ρίξει σε μια ξανθιά
ανθυπαστίστρια που ήταν στο γραφείο Διοίκησης. Κάρφωσε το βλέμμα του στον τουρλωτό
κώλο της και «Κουκλάκι μου γουστάρεις κανά πισωκολλητό; Θα δεις το στρατηγό
φαντάρο», τη ρώτησε μπροστά στον Διοικητή, προφανώς χωρίς να πάρει την άδεια της
ηγεσίας του στρατοπέδου. «Το μανούλι αντέδρασε με σπασμούς κι ο Διοικητής άφριζε,
αλλά για μένα άρχισε η αντίστροφη μέτρηση της αναχώρησής μου. Εκεί κάπου πίστεψαν,
ότι θα μου κάνανε πίπες για να με κρατήσουν, οπότε συμβιβάστηκαν με το χαρτάκι που
βλέπεις Μπιλάρα μου». Σ’ αυτό το σημείο ξεσπάθωσε η κυρα-Ευγενία «αμάν βρε γιαβρί
μου, ξέρεις πώς θα σου πηγαίνανε τα στρατιωτικά;». Τα γέλια μας ακούστηκαν μέχρι την
Ομόνοια.
Τι δουλειά έκανε; Τίποτα κι απ’ όλα. Πήγαινε για μεροκάματο, όταν έσφιγγαν οι ανάγκες, κι
αυτές ήταν πραγματικά ελάχιστες. Γιατί ο καταναλωτισμός του ήταν σχεδόν μηδενικός. Το
ντύσιμό του είχε χαρακτήρα, όσο κι αν παρέμενε εντυπωσιακά απαράλλακτο. Τζιν, ραφ
πουκάμισο, ελαφρύ μπουφάν ακόμα και στον χιονιά. Ψώνιζε από τις λαϊκές, όλα στη
φτήνια. Δούλευε μονίμως βοηθός, μπογιατζή, υδραυλικού, σε οικοδομές, σε μεταφορές.
Ποτέ δεν αναφερόταν στη δουλειά του, μάλλον επειδή υποσυνείδητα ήθελε να καλύψει ως
αδυναμία την υποχρέωση να εργάζεται από καιρού εις καιρόν. Μια φορά μόνο μαθεύτηκε
στο καφενείο ότι δουλεύοντας σε βενζινάδικο φίλου του, βρέθηκε να είναι αφηρημένος,
μάλλον αποστασιοποιημένος από το περιεχόμενο της έννοιας καθήκον και εργασία. Τότε
λοιπόν έριξε βενζίνη στο ντεπόζιτο λαδιού του αυτοκινήτου ενός πελάτη. Όταν δεν
δούλευε, δηλαδή συχνότερα, καθόταν νωχελικά στο καφενείο πίνοντας πολλά βαρύ και όχι
στο παραδοσιακό χοντρό φλυτζανάκι, και διαβάζοντας, όλως παραδόξως, την Αυγή.
Αυτό το είχε πάρει από τον πατέρα του. Με εξορίες και φυλακές από τον εμφύλιο,
αριστερός γνωστός στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς. Βγήκε μετά από δώδεκα χρόνια
από τη φυλακή της Χίου το 1960 και κάθισε ολόκληρη μέρα απέναντι από την είσοδο. Δεν
ήξερε που να πάει, τι να κάνει. Μετά από πέντε μέρες έφτασε στο χωριό του στη Μεσσηνία.
Είχε ειδοποιήσει συγγενείς και φίλους. Φαλακρός πλέον, κουρασμένος από την πολιτική
περιπέτεια της Αριστεράς. Η μάνα του, σκληρή, βασανισμένη από τα γεγονότα, κρατούσε
μια φωτογραφία του, τότε που ήταν 20άρης, προτού μπει στη φυλακή. Μελαχρινός,
γελαστός, με αισιόδοξο βλέμμα για τη ζωή. «Εγώ αυτόν περιμένω, όχι εσένα». Έκλαιγε με
τις μέρες. Μου τη μετέφερε ο ίδιος αυτή την ιστορία. Αυτός ο πατέρας μετέδωσε στον γιο
του ως δογματική προσήλωση την ανάγνωση της αριστερής εφημερίδας. Εννοείται ότι ο
Πάνος απεχθανόταν την οργανική του ένταξη σε κόμματα, συλλόγους και οργανώσεις, αν
και σεβόταν τις επιλογές των άλλων. Απλώς για τον ίδιο τα κομματικά όρια ήταν πολύ στενά
να χωρέσουν τον ανοικονόμητο χαρακτήρα του. Με βάθρο τη φειδωλή σε σελίδες Αυγή
μοίραζε αφειδώς προκλητικά σχόλια προς όλους τους θαμώνες, χαρτοπαίκτες,
ταβλαδόρους και σκακιστές. «Ο κομμουνισμός είναι ελευθερία και σεξουαλική
απελευθέρωση ρε χαϊβάνια», έτσι απαντούσε σε όσους εύλογα τον έψεγαν για την
ανακολουθία των ιδεών με την άσωτη ζωή του. Βολευόταν μ’ αυτή την εκδοχή για να
μπλέκει συχνά-πυκνά στη συζήτηση και τις ξανθιές, ως ιέρειες μιας στρατηγικά
επιδιωκόμενης κοινωνικής ευδαιμονίας και απελευθέρωσης. Εκεί χειροκροτούσαν τα
γεροντάκια που έπαιζαν πρέφα πάντα στα δεξιά του καφενείου, δίπλα, πάνω μπορώ να πω,
στη σόμπα πετρελαίου. Στις σοβαρές συζητήσεις οι συνομιλητές συνήθως τρέπονταν σε
άτακτη φυγή. Ο Πάνος είχε πάντα φυλαγμένα στο πνευματικό του οπλοστάσιο ακλόνητα
επιχειρήματα με αφετηρία τον ουμανισμό της Αριστεράς που ευφυώς είχε υιοθετήσει από
την πολύχρονη θητεία του ως αναγνώστης της Αυγής, αλλά και την προσωπική του
ιδιοτυπία, αυτή που απέρρεε από την αξιοσύνη του στην κοινωνική παρατήρηση. Σαν
αυθεντία της κοινωνικής δικαιοσύνης είχε κι ένα τραγούδι ως επιστέγασμα της δύναμης
των ιδεών του. «Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άιντε σύμβολο αιώνιο, σαν ξυπνήσεις μονομιάς,
θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς».
Στα 25 του περνούσε πλέον τον περισσότερο χρόνο του στο καφενείο. Ο Γάτας, παλιός
ποδοσφαιριστής της τοπικής ομάδας, κουβαλούσε μονίμως την έπαρση των γκολ που είχε
βάλει. Το Γάτας ήταν το προσωνύμιο που του κόλλησαν οι φίλαθλοι από τον τρόπο που
κινούνταν μέσα στην περιοχή. Αθόρυβα βρισκόταν σε θέση γκολ. Όταν δεν σέρβιρε, έλυνε
μανιωδώς σταυρόλεξα. Ουσιαστικά αγράμματος, δεν μπορούσε να συγκρατήσει στη μνήμη
έστω και μία λέξη από σταυρόλεξο που είχε λύσει πριν. Έτσι, ως νέος λύτης, επανερχόταν
συνεχώς στα ίδια και τα ίδια. Θυμάμαι μια φορά που αναζητούσε την πρωτεύουσα της
Φιλανδίας. Λες και ήταν όλοι συνεννοημένοι και καθοδηγημένοι από τον Πάνο, βάλθηκαν
να τον τρελάνουν. Όλη η Ευρώπη πέρασε μπροστά από τα μάτια του Γάτα. Ο ίδιος με ύφος
διανοούμενου αξιολογούσε τις προτάσεις που έπεφταν βροχηδόν, για να καταλήξει μετά
από περιπλάνηση στην Κοπεγχάγη. Αμίμητη ήταν η απάντησή του σ’ ένα τηλεφώνημα. Στην
προσπάθεια να ξεφύγει από το λαϊκότατο «ποιανού», προσχώρησε στη λόγια εκδοχή, και
θεωρώντας ότι το «τίνος» ήταν η ονομαστική ρώτησε «Τίνονος;». Συμπληρωματική μορφή
της ιδιοκτησίας του καφενείου, η μοναδική γυναίκα, η μάνα του Γάτα, η κυρα-Ντίνα.
Καθημερινά με αμείωτο ενδιαφέρον να σχολιάζει τον καιρό, να μιλάει για αρρώστιες, να
κουτσομπολεύει τις μαθήτριες που σχολώντας περνούσαν μπροστά από το καφενείο. Σ’
αυτό το περιβάλλον είχε εγκλωβίσει μυαλό και σώμα ο Πάνος. Ο ίδιος ήταν ευτυχισμένος.
Το αλκοόλ έδινε κι έπαιρνε στου Γάτα. Κυρίως κονιάκ, ούζο και μπύρα. Ο Πάνος, γερός
πότης σε όλα τα είδη. είχε κατηγοριοποιήσει τις βαθμίδες των ποτόπληκτων. Η κατώτερη
ήταν του ‘Ευθυμιάδη’, όπου ο φορέας του επιθετικού προσδιορισμού βρισκόταν απλώς σε
ευθυμία, ανεκτή κατάσταση για τους συνδαιτημόνες. Η μεσαία ήταν του ‘Τυφλίτη’, το θύμα
τύφλα από το αλκοόλ δεν διέκρινε τη μύτη του. Η ανώτερη κατηγορία ήταν του ‘Πιτακού’,
το άτομο ήταν πίτα, πτώμα στην κυριολεξία, σωρός για μεταφορά στην οικία του. Ο Γάτας,
παρά τα κέρδη που του έφερναν οι Τυφλίτες και οι Πιτακοί, γκρίνιαζε ότι του χαλούσαν τη
μόστρα του καφενείου.
Οι θαμώνες ήταν το πανόραμα μιας κοινωνίας που δεν ήθελε να κυβερνηθεί, μια
ανοχύρωτη πολιτεία. Οι περισσότεροι ήταν γνωστοί με το παρατσούκλι τους, το
πραγματικό όνομα το ήξεραν μόνο οι ταυτότητες. Ο Γιάννης ο Τάβλας, ίδιος Άβερελ
Ντάλτον, σχεδόν μόνιμος Τυφλίτης, να προσπαθεί να τραγουδήσει εκτός ρυθμού «Αχ
Βαλεντίνα, αχ ρε τσαχπίνα», χωρίς να προχωράει παρακάτω. Ο Νίκος ο Πασάς, καθότι
απολάμβανε καθημερινά το χασισάκι του. Ο Κώστας ο Ασόδυος, ο καλύτερος ταβλαδόρος.
Ο κυρ-Σωτήρης ο my friend, κάποτε μετανάστης στην Αμερική, που επέμενε ότι είχε
υποδείξει στον Ζαχαριάδη να μην προχωρήσει στον εμφύλιο, αλλά αυτός δεν τον άκουσε. Ο
Πέτρος ο Γκαμήλας, κοντός ίσα με ενάμισυ μέτρο. Ο Νώντας ο κουρέας, ο Αμάραντος
ειρωνικά για την επίδοσή του. Ο Γιάννης ο Τσίου, νευρικός και αδύνατος, που είχε
απειλήσει τον Γάτα να βγάλει το επαγγελματικό ψυγείο με μια κίνηση στον δρόμο, αν δεν
του έφερνε ένα ακόμη κονιάκ. Ο Νίκος ο γιατρός, τραυματιοφορέας, ενίοτε, στον
Ευαγγελισμό. Ο μπαρμπα-Νίκος, ογδοντάρης φανατικός του Βαμβακάρη, που ισχυριζόταν
ότι είχε πηδήξει τις μισές παλιές Πλακιώτισσες. Ο Γιωργάκης ο Πορδής, φανερό γιατί. Ο
Δημήτρης ο Νικολάου, ο ρεπόρτερ, γεμάτος στο παραμύθι, που τάχατες είχε δουλέψει
ρεπόρτερ της αυστραλιανής τηλεόρασης στον πόλεμο του Βιετνάμ. Για κακή του τύχη εκεί
τον είχαν γαζώσει οι σφαίρες των Βιετκόγκ και τον είχε δαγκώσει ένας κροκόδειλος στα
λασπόνερα. Εννοείται ότι είχε επιβιώσει.
Ήταν απίστευτη η δύναμη αφομοίωσης που είχε το καφενείο του Γάτα. Όταν ο my friend
πρωτοεμφανίστηκε στο καφενείο φερμένος από άλλη περιοχή, φρεσκοξυρισμένος και
καλοβαλμένος, φορούσε ατσάκιγο κοστουμάκι, γραβατούλα και βαμμένο παπούτσι. Σ’ ένα
μήνα ήταν όμοιος με όλους τους άλλους. Μια ανοχύρωτη πολιτεία ήταν το καφενείο,
πρόσφορη στους μεροκαματιάρηδες, στους λούμπεν, στα συντρίμμια της ζωής, στους
νοικοκύρηδες. Εκεί τα χαμένα όνειρα έβρισκαν κατά φαντασία δικαίωση, σε εύπιστους
ακροατές παθών και πόθων. Όλοι ανεξαιρέτως είχαν έναν κώδικα επικοινωνίας, μα πάνω
απ’ όλα είχαν ένα μέτωπο απέναντι στους φερτάκηδες της Ασφάλειας. Με την εξαίρεση του
Γάτα προφανώς. Είχε τον τρόπο του να μεταφέρει αλήθειες και ψέματα στους μπάτσους.
Κοντά σ’ αυτούς και μεις οι νεώτεροι, φοιτητές οι περισσότεροι, σπουδάζαμε τον κόσμο
μέσα στου Γάτα. Οι εξωραϊστικοί σύλλογοι του ΚΚΕ μας άφηναν παντελώς αδιάφορους. Ο
Πάνος ήταν ο ενδιάμεσος κρίκος μας με τους υπόλοιπους, σημαιοφόρος και ασπίδα μας.
Έπαιζε και χαρτιά ο Πάνος, μανιώδης του Θανάση. Αυτό συνέβαινε όταν είχε δουλέψει
πριν, με στόχο να αυγατίσει το μπαγιόκο του και να αποφύγει την οδυνηρή ταλαιπωρία
μιας νέας εργασίας. Συχνότερα τα κατάφερνε, οι μπαλαντέρ λες και μαγνητίζονταν από τα
δάκτυλά του, με συνέπεια οι μεν αντίπαλοι στο καρέ να αποδίδουν τη ρέντα στο άνοιγμα
της κωλοτρυπίδος του, οι δε φίλοι να τον προσαγορεύουμε με το λίαν τιμητικό «Πάνος ο
Παιοφόρος». Μια φορά τον συνάντησα να κατηφορίζει από την πλατεία με ελαφρά
θλιμμένο ύφος, από τις ελάχιστες φορές που τον είχα δει έτσι. Σκέφτηκα θα τον είχε
επηρεάσει το κρύο και ο μουντός καιρός. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι ερχόταν με τα πόδια
από τον Ιππόδρομο του Φαλήρου, όπου είχε ποντάρει τις λιγοστές οικονομίες του. «Γάμα
τα ρε Μπίλη, είχα το κωλόχαρτο, τ’ άλογα μου λείπανε». Έκτοτε δεν ξανάπιασε ούτε χαρτιά
στα χέρια του. Δεν ξαναπλησίασε στο τραπέζι.
Ένα μεσημέρι πέρασα από του Γάτα, είχα καιρό να δω τον φίλο μου. Τον βρήκα καθισμένο
σε μια γωνία του καφενείου, την ώρα που οι υπόλοιποι έκαναν ότι κάθε μέρα. Με
χαιρέτισε βιαστικά, ήταν βουτηγμένος στο διάβασμα μιας αθλητικής εφημερίδας. Είχε, απ’
ότι αποδείχτηκε, αφιέρωμα στις περασμένες Ολυμπιάδες. Ο Πάνος είχε κολλήσει στο 1936,
στο Βερολίνο. Διάβασε προφανώς ότι ο Χίτλερ έφυγε επιδεικτικά από το στάδιο, όταν ο
Αμερικανός Τζέσε Όουενς, μαύρος στο χρώμα, κέρδισε το 4ο
χρυσό μετάλλιο στα 100 μ.
Πώς ήταν δυνατό αυτός ο απόγονος των δούλων του αμερικάνικου νότου να κερδίζει τους
εκπροσώπους της αρίας φυλής! Μόλις ολοκλήρωσε το διάβασμα του άρθρου ο Πάνος
δίπλωσε νευριασμένος την εφημερίδα και άρχισε να μονολογεί δυνατά, σχεδόν να φωνάζει
από τον θυμό του: «Πούστη Χίτλερ! Τι σού ‘φταιγε ρε καριόλη ο αθλητής; Επειδή είναι
μαύρος; Και τι έχουν οι μαύροι ρε παλιόπουστα;» Για να καταλήξει το κρεσέντο με μια
απίστευτη τιμωρία «Να σ’ έχω σ’ ένα λάκκο γεμάτο σκατά μέχρι το λαιμό και να σου πετάω
φραγκόσυκα». Οι θαμώνες τα έχασαν και άρχισαν να γελάνε. Εντελώς απρόσκλητα
παρενέβη ο Νικολάου, ο ρεπόρτερ. «Δεν έχεις δίκιο Πάνο! Μην ξεχνάς ότι ο Χίτλερ ήταν
σπουδαίος, ξεκίνησε από μπογιατζής κι έφτασε να κυβερνάει τον μισό κόσμο!», του τη
βγήκε του Πάνου άκομψα, θα ‘λεγα ατζαμίδικα. Δεν τον πήγαινε καθόλου τον Νικολάου,
τον εκνεύριζε αφάνταστα η μυθομανία του, το ψέμα που κατά συρροή έβγαινε από το
στόμα του. Πολλές φορές του είχε δείξει την αντιπάθειά του, τώρα μάλιστα συνέβαινε να
τον έχει προβοκάρει άσχημα. Τον κοίταξε επίμονα γεμάτος αποτροπιασμό, παίρνοντας
φόρα για ρελάνς. «Τι να μου πεις κι εσύ ρε καλαμπόρτσο. Δεν κοιτάς τα στραβά σου, θα
υπερασπιστείς και τον Χίτλερ. Κι ο Χριστός ρε βλάκα, ξεκίνησε από μαραγκός κι έφτασε να
κολλάει αυτιά». Όταν τελείωσε την κουβέντα του οι χαρτοπαίκτες έκλεισαν τα χαρτιά και
χειροκροτούσαν, αναποδογύρισαν καρέκλες, μόνο στα χέρια δεν σήκωσαν τον Πάνο. Ο
ίδιος, ατάραχος, απλά χαμογέλασε από ικανοποίηση, με αγκάλιασε που είχε μέρες να με
δει, και φώναξε τον Γάτα να με κεράσει τον μέτριο τούρκικο που έπινα συνήθως. Αυτός
ήταν ο Πάνος, στα μικρά και τα μεγάλα ασύγκριτος.
Την επομένη μάθαμε ότι σκοτώθηκε στην παραλιακή. Είχε πάει βόλτα με τ’ αμάξι του
Μπουγά. Έσκασε το λάστιχο. Βγήκε να το αλλάξει. Ένας νεαρός τρέχοντας με μεγάλη
ταχύτητα, απρόσεχτος, τον παρέσυρε. Έμεινε στον τόπο, όπως τότε στο Γυμνάσιο.

Η γνωστή Μπραχαμιώτικη παρέα με τον Ζορζ Πιλαλί