Άνθρωπος στο supermarket – 12. Η κολοκύθα
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Μπήκε στο σουπερμάρκετ νωρίς το πρωί με το άνοιγμα. Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η διαδικασία, πολύ περισσότερο με τις ουρές στις ώρες αιχμής. Το πρωί τουλάχιστον μόνο συνταξιούχοι πάνε και καμία προκομμένη νοικοκυρά, σκέφτηκε.
Δεν ήταν σίγουρος γιατί πήγε και τι ακριβώς είχε ανάγκη να ψωνίσει αλλά είχε αυτή την παρόρμηση έχοντας ξυπνήσει μουδιασμένος και λυπημένος από ένα περίεργο όνειρο. Είχε δει τη μάνα του, σπάνιο πράγμα από τότε που πέθανε. Καθόταν σε μια πλαστική καρέκλα στο τσιμέντο του κήπου. Αυτός στεκόταν όρθιος δίπλα της. Ήταν πιο νέα απ’ ότι την θυμόταν. «Σε φροντίζουν μαμά;» τη ρώτησε με αγωνία. «Μη σε νοιάζει παιδί μου, θα βρεθεί κάποια γυναίκα γι αυτό», του είπε για να μη τον στενοχωρήσει, όπως άλλωστε έκανε πάντα. «Εντάξει όσο γι αυτό, αλλά πως είσαι, πως αισθάνεσαι;» τη ρώτησε. Δεν θέλησε να του πει, μόνο κοιτούσε προς το μέρος του σαν να προσπαθούσε να εστιάσει εκεί από όπου ερχόταν η φωνή του γιού της.
Την κοιτούσε, τα μαλλιά της ήταν ατημέλητα, φορούσε ένα φουστάνι γκρι κι εκείνη τη μπλε χοντρή ζακέτα που είχε πλέξει η ίδια με τα χέρια της. Και τότε ήταν που το αισθάνθηκε, με έναν τρόπο οριστικό και αμετάκλητο, πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για εκείνη τη μάνα που τον αγάπησε, τη δική του μάνα. Χαμήλωσε δίπλα στην πλαστική καρέκλα, πήρε τρυφερά το χέρι της και το ακούμπησε στο μάγουλό του. Ήταν αδύναμο αλλά ζεστό όπως παλιά που τον χάιδευε ή τον χτένιζε. Τα δάκρυά του έπεφταν ασταμάτητα και βουβά στην ανάστροφη της παλάμης της που τη μούσκεψαν, ζητούσαν κι αυτά παρηγοριά. Κι έτσι όπως ελάχιστα κινήθηκαν τα βλέφαρά του, χάθηκε μέσα σε μια στιγμή το χέρι της από το μάγουλό του και βρέθηκε μόνος, πίσω στο κρεβάτι του.
Πήρε ένα καρότσι, περισσότερο για να στηρίζεται παρά γιατί ήθελε πολλά ψώνια. Πήγε στα κρασιά, τα κοιτούσε ανόρεχτα. Το ίδιο και στο διάδρομο με τα ζυμαρικά και τις κονσέρβες. Τράβηξε από το ράφι ένα βαζάκι μέλι ελάτης. Κατευθύνθηκε στα ψυγεία, πήρε γάλα, μισό κιλό φέτα κι ένα βούτυρο. Στο μανάβικο είδε μπροστά του μια κολοκύθα. Χωρίς να το σκεφτεί τη φόρτωσε στο καρότσι και τράβηξε κατά το ταμείο.
Στο σπίτι έφτιαξε έναν καφέ και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας να τον πιει. Τα ψώνια τα άφησε στον πάγκο. Σκεφτόταν τ’ όνειρο αλλά η βαρυθυμία είχε υποχωρήσει κάπως. Κοίταξε την κολοκύθα. Ήταν πολύ ωραία. Τις είχε δει πως μεγάλωναν, αυτά τα λαχανικά κλείνουν μέσα τους όλο τον ήλιο του καλοκαιριού και τη γλύκα του φθινοπώρου, μα τι θα την έκανε; Τέτοια εποχή στο πατρικό του η μάνα θα τις αποθήκευε στη νότια βεράντα του σπιτιού, στο υπόστεγο, και θα περνούσαν όλο το χειμώνα μ’ αυτές. Άνοιγε με τρομερή μαεστρία φύλλα για τις κολοκυθόπιτες, κι έκανε ένα απίθανο κόλπο για να τουμπάρει ολόκληρο το ταψί ώστε να ξεροψηθεί η πίτα κι από τις δυο πλευρές. Ήταν γιορτή η αλμυρή κολοκυθόπιτα στο σπίτι τους κι η τέχνη των χεριών της έκανε τον κόσμο πιο ασφαλή.
Σκέφτηκε πως ίσως ότι πιο αληθινό έχει ο άνθρωπος είναι τα χέρια του, δεν λένε ποτέ ψέματα ούτε για τις σκέψεις μα ούτε και για τα συναισθήματα. Κοίταξε τα δικά του χέρια έτσι όπως τα έλουζε ο πρωινός ήλιος που έμπαινε από την πόρτα. Του άρεσαν, ένιωσε μέσα του τη μάνα περήφανη. Ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ, τοποθέτησε την κολοκύθα κοντά στο παράθυρο που στόλιζε το χώρο με το πορτοκαλί της και πήρε να ετοιμάζει την τσάντα του.
«Δεν ξαναγίνονται τα πράγματα, γι αυτό μας χαρίστηκαν οι αναμνήσεις. Σήμερα είναι μια καινούργια μέρα», μονολόγησε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του.
https://diosmarini.wordpress.com/

Mother and child, Fernand Léger, 1949