Φρέσκα

Μνήμη Μήτσου Τριανταφύλλου – Μνήμη Πολυτεχνείου

του Μιχάλη Δήμα

 

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024. Δεν ανήκω στη γενιά του Πολυτεχνείου. Μάλλον ανήκω στη γενιά της Αλλαγής. Όταν το 81 ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία ήμουνα δεκάξι χρονών. Οριακά μπορώ να πω ότι ανήκουν στη γενιά του Πολυτεχνείου ο αδερφός μου και οι φίλοι του. Θα ήταν τότε δεκαεπτάρηδες. Υποψιάζομαι ότι έστω και ξώφαλτσα θα πέρασαν και από το Πολυτεχνείο, έστω και από περιέργεια, να μπουν για λίγο σ’ αυτή την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, να γίνουν ένα με τον κόσμο που είχε κατακλύσει την Αθήνα. Το αίμα τους άλλωστε έβραζε.

Ο αδερφός μου, λοιπόν, ο Κώστας ο Ταρλαντάς και ο Μήτσος Τριανταφύλλου για χρόνια απαρτίζανε ένα συμπαγές τρίο πριν οι δρόμοι τους χωρίσουν. Πολλές τρέλες και μεθύσια κάνανε παρέα. Επίσης τούς χαρακτήριζε μια επαναστατικότητα και ένα πνεύμα ανατροπής, που ήταν πολύ της μόδας τότε. Μιλάμε για δεκαετία του εβδομήντα.  Παντελόνια καμπάνες, μακρύ μαλλί και μούσια να φαν και οι κότες. Της μάνας μου καθόλου δεν της άρεσαν τα γένια και τους έλεγε. Άντε ρε ξυριστείτε που είστε σαν το νέο Χριστό.

Στα πάρτι που γινόντουσαν πριν το αλκοόλ άρχιζε τα δικά του, ο πατέρας μου καμάρωνε τη νεολαία και έλεγε. Καίτη κοίτα ένα μπουκέτο νιάτα. Το μπουκέτο όμως δεν αργούσε να μεταμορφωθεί σε μαραμένη ανθοδέσμη και από το ακριβό ανθοδοχείο να βρεθεί πεταμένη στο δρόμο. Ο πιο επιβλητικός σε κατάσταση μέθης ήταν ο Μήτσος ο Τριανταφύλλου. Σωριαζότανε φαρδύς πλατύς και λόγω ύψους, ο μπάρμπα Νώντας όπως τον αποκαλούσαν, του έλεγε. Μητσάρα έγινες Σωλήνας.

Τον Μητσάρα, λοιπόν, τον είδα μετά από πολλά χρόνια τυχαία στο καράβι. Γυρνούσα από την Νάξο ή την Κίμωλο. Χειμώνας πρέπει να ήτανε. Καθόμουν στο σαλόνι και χάζευα τον κόσμο. Στον απέναντι καναπέ πήρε το μάτι μου ένα ψηλό τύπο γύρω στα εξήντα, με μακρύ μαλλί και μουστάκα σαν του Κολοκοτρώνη. Την χάιδευε και έλυνε σταυρόλεξα. Η φυσιογνωμία του κάτι μου έλεγε και τον κοιτούσα επίμονα μέχρι που τον αναγνώρισα. Σηκώθηκα και πήγα και του μίλησα. Πόσο χάρηκε που με έβλεπε. Τον μικρό αδερφό του φίλου του. Αλλά τώρα η διαφορά ηλικίας είχε καλυφθεί. 

Έτσι με κέρασε καφέ, βγήκαμε έξω να καπνίσουμε και να τα πούμε. Του είπα τα δικά μου και αυτός τα δικά του. Τότε δούλευε πλασιέ σε μια εταιρεία με χρώματα και όργωνε τις Κυκλάδες με τα καράβια. Μού αφηγήθηκε τις εντυπώσεις του και τις εμπειρίες του από όσα νησιά είχε περάσει. Μπορούσα εν μέρει να τον καταλάβω. Στα ταξίδια όταν ο καιρός ήταν καλός το έριχνε στο ψάρεμα για να περνά η ώρα. Ήτανε εξπέρ στα δολώματα. Κατέβηκε στο επόμενο νησί που ήταν ο επόμενος σταθμός του. Από τότε δεν τον ξαναείδα. Λίγο αργότερα έμαθα ότι ο Μητσάρας πήρε το τελευταίο του καράβι για τον άλλο κόσμο…