Φρέσκα

Ισπανική Υποχώρηση

του Βασίλη Καρδάση

 

Τα είχε υπολογίσει όλα για το ταξίδι μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας.
Στην Αγγλία, γιατί όχι. Ποιος το περίμενε ότι θα ‘ρχονταν οι εποχές
των ισχνών αγελάδων. Θα πεις, τι γύρευε στο Λονδίνο με μεταπτυχιακό
Ιστορίας. Τίποτα βέβαια, είχε ελαχιστοποιήσει τις απαιτήσεις του,
πωλητής σε κατάστημα ήταν ο στόχος, δεν κώλωνε από τέτοια. Τη γλώσσα
την ήξερε καλά. Η απόγνωση τον έκανε να προσανατολιστεί στο εξωτερικό.
Όπου είχε απευθυνθεί για δουλειά βρήκε κλειστή πόρτα. Ακόμη κι ο θείος
Τάκης, κτηματομεσίτης με όνομα, τον απέπεμψε, όσο ευγενικά γινόταν.
Πάμε για κλείσιμο ήταν η κατακλείδα της συζήτησης. Ποιος ν’ αγοράσει
ακίνητο σήμερα, εδώ εγκαταλείπουν τα σπίτια τους.
Πού είναι τα χρόνια του κομματάρχη πατέρα του. Τότε που καθάριζε με
καμάρι για δεκάδες συγχωριανούς. Διορισμούς να δεις. Κλητήρες,
γραφιάδες, θυρωροί χώθηκαν στα υπουργεία και στις τράπεζες τις χρυσές
μέρες του κομματισμού και της εκλογικής πελατείας. Πώς γύρισαν όλα
ανάποδα; Και τώρα αυτός με τα πτυχία και τα διπλώματα να ψάχνει τον
επαγγελματικό παράδεισο στην αλλοδαπή. Ποιος του φταίει που κάποτε
επικρατούσαν οι αξιακές αρχές μέσα του. Την κατάσταση επέτεινε η στάση
της αρραβωνιαστικιάς του της Ζωής. Εξασφαλισμένη στην υποαπαπασχόληση
της δημοσιοϋπαλληλίας ανίκανο τον ανέβαζε, τεμπέλη τον κατέβαζε. Δεν
μαζεύεις λεφτά να παντρευτούμε, δεν ενδιαφέρεσαι για τίποτα. Μόνο ο
εαυτούλης σου. Μια, δυο, τρεις, της είπε να χωρίσουν χωρίς δεύτερη
κουβέντα, να βρει την ηρεμία του. Έμαθε εκ των υστέρων από μια κοινή
φίλη, ότι τα είχε ήδη με κάποιον από τη δουλειά της. Χαμένα πέντε
χρόνια.
Με τρένο, φορτωμένος το σακίδιο στην πλάτη και σλίπινγκ μπαγκ. Φοβόταν
το αεροπλάνο, δεν είχε μπει ποτέ. Μήπως τον περίμενε κάποια δουλειά,
για να μην αργήσει; Στη ζήτα θα πήγαινε. Την παραμονή, η μάνα του,
αυτή η παντοτινή μανούλα του, έστρωσε τραπέζι με όλα τα καλά όπως
συνήθως, για καλό κατευόδιο από φίλους και στενούς συγγενείς.
Απαραίτητο συνοδευτικό η κιθάρα του με τη συνδρομή του μπουζουκιού του
Νίκου. Το ρεπερτόριο κόλλησε στα Δακρυσμένα μάτια του Μίκη, ήταν το
αγαπημένο του. Όνειρα κομμάτια ας ήταν να βρεθώ στους μεγάλους
δρόμους. Κλάματα, συγκίνηση, η μάνα του να πετάει ένα «θα σε ξαναδώ
ποτέ άραγε!». Αλλά και πλάκες. Θα μας έρθεις μπρούκλης με καμιά
κοκκινομάλλα βυζαρού, ήταν η ατάκα της βραδιάς από τον αδελφό του τον
Σάββα. Δεν πρόδωσε πάντως την ταραχή του, όσο κι αν κάποια στιγμή η
συναισθηματική φόρτιση τον πίεζε να ματαιώσει το ταξίδι.
Κυριακή βράδυ με το μετρό βρέθηκε στον Σταθμό Λαρίσης. Είχε απαιτήσει
έντονα να μην έρθει κανείς στην αναχώρηση. Βρήκε στο παγκάκι της
αποβάθρας να κάθεται ο κολλητός του ο Νίκος. Μια κουβέντα μόνο του
είπε, «μην ξαναγυρίσεις στον καταραμένο τόπο». Του ‘δωσε και μια
φωτογραφία τους από την ημέρα που μπήκαν στο πανεπιστήμιο. Και το
‘βαλε στα πόδια αφήνοντάς τον άναυδο. Βρήκε μια απόμερη γωνιά του
σταθμού για να ξεσπάσει σε λυγμούς. Όταν ηρέμησε, θυμήθηκε τον Φιλίπ
Νουαρέ στο Σινεμά ο Παράδεισος.
Χώθηκε στο τρένο γρήγορα-γρήγορα. Ο κίνδυνος να τρέξει πίσω από τον
παλιόφιλο ήταν μεγάλος. Ευτυχώς στο κουπέ ήταν μόνος του. Ποιος να
ταξιδέψει με τρένο μέσα στη νύχτα για Ευρώπη. Νοιάστηκε να
τακτοποιήσει με προσοχή την κιθάρα, μια πανάκριβη κλασσική Esteve,
δώρο του Νίκου όταν πήρε το πτυχίο του, ήταν η πολυτιμότερη περιουσία
του. Κοιτάζοντας τα φώτα από το παράθυρο, ντεκόρ στο μαύρο φόντο, το
μυαλό του πήγε στη Ζωή που τώρα τη χαιρόταν ο χαρτογιακάς. Λίγες ήταν
οι ευτυχισμένες μέρες μαζί της. Σιχτίρισε τον μικροαστισμό της, τα
ηθικιστικά στερεότυπα της νοοτροπίας της, τις καταναλωτικές εμμονές
της. Εσωτερική ανάγκη ήταν το ξέσπασμα για τη Ζωή, έτσι για να πάρει
δύναμη στο εγχείρημά του. Έπρεπε να είχε αποσυρθεί νωρίτερα από την
ψωροφαντασμένη.  Οι αρνητικές σκέψεις για την πρώην απέφεραν απίστευτη
κούραση. Ο ρυθμικός ήχος του τρένου, αυτό το αέναο ντούκου-ντούκου, εν
τέλει τον αποκοίμισε.
Τον ξύπνησαν οι φωνές τα χαράματα στον σταθμό Θεσσαλονίκης. Βαλίτσες,
αποχαιρετισμοί, μικροπωλητές. Στο κουπέ απέκτησε συνταξιδιώτη. Τρόπος
του λέγειν δηλαδή. Γιατί ο Πέρσης που μπήκε, αφού απλά συστήθηκε,
τοποθέτησε με τάξη τα παπούτσια στην τσάντα του, και ανέβασε τα πόδια
στο κάθισμα. Οκλαδόν. Ρουφούσε κυριολεκτικά ένα βιβλίο, πιθανά ήταν το
κοράνι, για να διακόψει μόνο για προσευχές, τόσο συχνές που άρχισε να
του σπάει τα νεύρα. Μόνο που τον κοίταζε απέναντί του με το λιπαρό
μαλλί, το κρυστάλλινο βλέμμα και τις κάλτσες, του ‘ρχόταν να τον
τρελάνει στις σφαλιάρες. Δεν ξαναμίλησαν μέχρι τη Βενετία.
Η ύπαιθρος της Σερβίας δεν γέννησε κανένα ενδιαφέρον. Αγρότοποι εν
αταξία, αφρόντιστα χωριά, αδιάφοροι σταθμοί. Κατέφυγε στις μνήμες του.
Καρέ-καρέ τη ζωή του. Με τον αυστηρό πατέρα του είχε πάντοτε δύσκολη
επικοινωνία. Η στοργική μάνα του, η στέρεη υποστήριξη, η γέφυρα της
οικογένειας. Ο αδελφός του, συγκινητικά προστατευτικός, όσο και
ανακόλουθος σε χίλια πράγματα. Και οι φίλοι. Σ’ αυτούς έβρισκε την
ισορροπία του. Πρώτος και καλύτερος ο Νίκος. Μαζί από το νήπιο, στο
σχολείο, στο κόμμα, στους συλλόγους, στις ταβέρνες, στις διακοπές.
Εκείνος είχε μπει στο Φυσικό, εξαιρετικός μαθητής στην τάξη, δούλευε
τώρα σε φροντιστήριο. Αλλά και ο Χρήστος, κι ο Πέτρος, κι ο Τάσος,
όλοι μια καλή παρέα από τα μαθητικά χρόνια. Στην Αριστερά του
ουμανισμού με τις αναπόφευκτες διαφοροποιήσεις, άδολοι, ανιδιοτελείς,
γι’ αυτό και ορκισμένοι φίλοι. Τους άφησε άναυδους με την απόφασή του
να μεταναστεύσει.
Στη Βενετία έφτασε γύρω στις δέκα το πρωί της Τρίτης. Είχε ένα κενό
μέχρι τις δύο που θα ‘φευγε το τρένο για το Παρίσι. Το περίμενε πώς
και πώς. Βγήκε φουριόζος, εξοπλισμένος με την ιστορική του γνώση να
απολαύσει τον κοσμοπολιτισμό της Γαληνοτάτης. Ήξερε τόσο πολλά. Από το
σεμινάριο στο μεταπτυχιακό για τον Ελληνισμό της Βενετίας. Είχε
σχεδιάσει την επίσκεψη στην πιάτσα Σαν Μάρκο, τη Φλαγγίνειο σχολή και
τον Άγιο Γεώργιο. Ακολούθησε πιστά τις κίτρινες ταμπελίτσες με τα
βέλη. Το βαπορέτο θα ήταν ακριβούτσικο. Δεν θα ξεγλιστρούσε ούτε για
το Ριάλτο, ούτε για το Κα Πέζαρο, ούτε ακόμη για το μουσείο
Γκουγκενχάιμ. Μακάρι να είχε λεφτά και μέρες. Στα στενοσόκακα
προσπέρασε όλες τις φυλές και τις εθνότητες. Και ξαφνικά αντίκρισε
μπροστά του στο βάθος της πλατείας τη συμβολική δόξα της Βενετίας, τον
Άγιο Μάρκο. Θαμπώθηκε από τις επίχρυσες επιφάνειες της πρόσοψης με τις
αναρίθμητες παραστάσεις και τον γλυπτό διάκοσμο. Στα δεξιά του το
παλάτι των δόγηδων, η κοιτίδα της πολιτικής εξουσίας των Ενετών.
Παρατήρησε εκατοντάδες Γιαπωνέζους να στέκονται με μια μηχανή και να
φωτογραφίζουν. Α, η γέφυρα των Στεναγμών. Τράβηξε για τη γειτονιά των
Ελλήνων. Σημαντικοί λόγιοι, ανήσυχοι έμποροι, η διασπορά, όπως και ο
ίδιος οσονούπω. Του ‘κανε εντύπωση που έγερνε το καμπαναριό του Αγίου
Γεωργίου. Η Φλαγγίνειος, ένα κόσμημα. Γυρνώντας έμεινε τουλάχιστον ένα
τέταρτο να απολαύσει την ορχήστρα έξω από το καφέ Φλοριάν που έπαιζε
τις Τέσσερις εποχές του Βιβάλντι.  Πήρε τον δρόμο της επιστροφής, ο
χρόνος είναι ανίκητος. Μια μικρή παράκαμψη, ένα πέρασμα προς το γκέτο
των Εβραίων, το πρώτο γκέτο της Ευρώπης. Από αυτή τη στοά θα βγήκε ο
παμπόνηρος Σάιλοκ, σκέφτηκε. Το δάνειο, ο νόμος, οι ηθικοί κανόνες,
αλλά και οι εξουσιαστικές σχέσεις των δόγηδων, τον έσυραν στην
ταπείνωση τελικά. Προς στιγμή συνειδητοποίησε ότι παρασύρθηκε.
Τουρίστας δεν ήταν, για μετανάστης προοριζόταν. Όμως L’ avventura è l’
avventura, όπως φώναξε η υπέροχη Νίκη, η γυναίκα του Χρήστου στο
τσιμπούσι προχτές.  Αποξενώθηκε από τη μαγεία της Βενετίας με το που
μπήκε στον σταθμό.
Δυο Ιταλιδούλες ήταν οι νέες συνεπιβάτισσες. Γλυκές, χαρούμενες,
ομιλητικές, φοιτήτριες στη Ναντέρ. Και νάσου οι ανταλλαγές σε
σοκολατάκια, μπισκότα, μπριός και τα ανάλογα. Επακόλουθα το είπε και
το ανώδυνο ψεματάκι, δήθεν πήγαινε για ντοκτορά στο Λονδίνο. Τους
έκανε και το χατίρι να παίξει στην κιθάρα greek music. Ξεχώρισε τη
μελαχρινή, του έφερνε στην κλασική ομορφιά  της Μπελούτσι. Πρόδηλος ο
ερωτισμός, αποζητούσε το φλερτ και ο ίδιος, για μια στιγμή η
φαντασίωσή του απογειώθηκε. Είδε τον εαυτό του ξαπλαρωμένο στο
διαμερισματάκι της Τζοβάνας, σε κάποιο καρτιέ στο Παρίσι, να πίνει τον
καπουτσίνο του παρέα με την ολόγυμνη μελαχρινή ιταλιδούλα. Το
μεσογειακό ταγκό στο Παρίσι. «Μέχρι να φτάσουμε θα το έχω τελειώσει το
ζήτημα» διαβεβαίωσε τις μύχιες φιλοδοξίες του. Η δουλειά χάλασε στο
Τορίνο. Όταν μπήκαν δυο στιλάτοι Ιταλοί, μοδάτοι, αεράτοι, με
δερμάτινα Αρμάνι, με διακριτικές κολώνιες, άνετοι και ωραίοι. Οι
Ιταλίδες αναδιπλώθηκαν ολότελα. Πέρα από τις τυπικές συστάσεις που
έδωσαν για λογαριασμό του στους νεοφερμένους, δεν του έδωσαν καμία
σημασία μέχρι την πόλη του φωτός. Όταν νύχτωσε πήρε χαμπάρι και τα
φιλιά που αντάλλασσαν με συχνότητα λεπτού. Έκλεισε το θέμα που η
οργιώδης φαντασία του είχε ανοίξει, αναπτύσσοντας μέσα του μια
διακήρυξη περί φανφαρονισμού των Ιταλών. Κατέβηκαν οι τέσσερις Ιταλοί
στο Παρίσι, τα ζευγάρια είχαν ήδη βγει. Ο Πάολο θα απολάμβανε την
Τζοβάνα και τον καπουτσίνο της.
Την Τετάρτη το μεσημέρι που έφτασε στο Παρίσι, δεν ξεμύτισε από το
Gare du Nord, περιμένοντας υπομονετικά την αναχώρηση για το Λονδίνο.
Αχανές το Παρίσι, πού να τραβιέται. Είχε και μια ανεξήγητη νεύρωση από
την ιταλική τραγωδία. Ο ιερός σκοπός του ταξιδιού, η δουλειά, έσβησαν
ευτυχώς την πληγή της ντροπιαστικής ήττας. Στο κουπέ εγκαταστάθηκε με
συνείδηση πειθαρχημένου υπαλλήλου σε πολυκατάστημα. Μαζί του ένα
ζευγάρι ηλικιωμένων Άγγλων και δύο νεαροί Ισπανοί, φιλικοί, προσηνείς.
Έκαναν μεγάλη συζήτηση για τη δημοσιονομική κρίση των ευρωπαϊκών
κρατών, το χρέος, τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις της Γερμανίας για
χειραγώγηση των εθνικών πολιτικών. Μίλησαν για τις συνάφειες του
φλαμένγκο με τη μουσική των τσιγγάνων της Ανατολικής και Νότιας
Ευρώπης. Αριστεροί θα είναι κατέληξε. Μόνη παραφωνία ότι ήταν
φανατικοί οπαδοί της Ρεάλ, ενώ ο ίδιος ήταν πιστός της Μπαρτσελόνα.
Έπλεξε στη σκέψη του το εγκώμιο της Ευρώπης των λαών, που μας φέρνει
όλους σε επαφή, που μας παρέχει την ευχέρεια της πολιτισμικής όσμωσης
και άλλα ιδεολογήματα που υπαγορεύει απλόχερα σε τέτοιες περιπτώσεις ο
δυτικός ορθολογισμός. Μόλις απόκαμε από τη μακρά συζήτηση και τους
εσωτερικούς διαλογισμούς του, ξεκρέμασε το δερμάτινο τσαντάκι που είχε
στο λαιμό του, το τοποθέτησε στο τσιγγελάκι πάνω από το κεφάλι του και
βυθίστηκε στα όνειρα της καινούργιας ζωής που ανοιγόταν μπροστά του.
Πέμπτη χαράματα το τρένο είχε φτάσει στο Victoria Ground όταν ξύπνησε.
Αποχαιρέτησε τους ήσυχους Άγγλους, βοηθώντας την κυρία να κατέβει από
το πανύψηλο σκαλοπάτι. Δεν είδε τους Ισπανούς να ανταλλάξει τηλέφωνα.
Είχε επενδύσει στη γνωριμία τους για νέες φιλίες στην ξενητειά. Θα
βιάζονταν φαίνεται. Στην αποβάθρα της εξόδου, περίμεναν οι υπάλληλοι
να κάνουν τον έλεγχο των εισιτηρίων. Με τρόμο διαπίστωσε ότι είχε
ξεχάσει στο κουπέ το τσαντάκι του. Έτρεξε και πήρε στη σειρά τα
βαγόνια. Δεν θυμόταν σε ποιο ήταν. Όλα ίδια, όλα έρημα, τα ζεστά
καθίσματα άδεια, τα εκατοντάδες τσιγγελάκια στη θέση τους. Μόνο το
δερμάτινο τσαντάκι ήταν άφαντο. Εξήγησε στους ελεγκτές την κατάσταση,
που δεν είχαν λόγο να μην τον πιστέψουν. Βιαστικά ανακάλυψε ένα
γραφείο με ταμπέλα Lost Property. Περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το
χαμένο πορτοφόλι, το περιεχόμενό του. Διαβατήριο, εισιτήριο, τρεις
χιλιάδες ευρώ, κινητό, ταυτότητα. Ο άγγλος υπάλληλος πήρε την πιο
λυπημένη όψη που επέτρεπαν οι στιγμές, για να πετάξει ένα ανέξοδο No,
I’m sorry και κει ‘σβήσαν όλα.
Κάθισε αποσβολωμένος στο πρώτο παγκάκι που βρήκε. Ήταν πλέον ένας
ανώνυμος πεζικάριος στις πύλες του Λονδίνου που είχε σκοπό να
εκπορθήσει, ένας άφραγκος, ένας εξαχρειωμένος επίδοξος μετανάστης. Τα
μηνίγγια του πήγαν να σπάσουν. Με όσα αποθέματα ψυχής είχαν απομείνει,
επικεντρώθηκε να αποφύγει το εγκεφαλικό. Σε δυο ώρες βρισκόταν στο
Holland Park, στην ελληνική πρεσβεία ζητώντας την έκδοση ενός
διαβατηρίου. Για τις φωτογραφίες που ήταν ευλόγως αναγκαίες, τον
χαρτζιλίκωσε ο κλητήρας της πρεσβείας. Σε λίγο είχε στα χέρια του ένα
προσωρινό διαβατήριο. Τις απογευματινές ώρες τις πέρασε έξω από ένα
φαστφουντάδικο στην Oxford street, να κοιτάει τους θαμώνες που
κατέβαζαν τα χάμπουργκερς. Τα διώροφα λεωφορεία, τα ξεχωριστά ταξί,
δεν του έκαναν καμία εντύπωση. Στο κινητό είχε καταγράψει τηλέφωνα δυο
συστημένων Ελλήνων του Λονδίνου. Πάνε κι αυτά. Ευτυχώς δεν έβρεχε,
μόνο κρύο έκανε. Τα πόδια του τον έφεραν στο Hyde Park. Με το σακίδιο
αφημένο δίπλα του και την κιθάρα να μοιάζει αταίριαστη στο δράμα του,
σωριάστηκε σ’ ένα παγκάκι για να περάσει τη νύχτα. Δεν έκλεισε μάτι. Ο
νους του πήγαινε διαρκώς στους Ισπανούς συντρόφους. Μηχανικά έβγαλε
την κιθάρα από τη θήκη κι άρχισε να παίζει την ισπανική υποχώρηση,
όπως τη θυμόταν από τον δάσκαλο του ωδείου, όπου πρωτοπήγε πιτσιρικάς.
Είτε από αγανάκτηση, είτε από κόλλημα έπαιζε ολόκληρη τη νύχτα το ίδιο
μοτίβο. Το πώς δεν τον απέλασε ο δήμαρχος του Λονδίνου αποτελεί ένα
μικρό θαύμα, που πρέπει να αποδοθεί στο προχωρημένο της ώρας ή μάλλον
περισσότερο στη μεγάλη ανεκτικότητα που χαρακτηρίζει εσχάτως τους
Βρετανούς για τους ξένους που προελαύνουν στο νησί τους. Όπως και να
‘χει, έφτασε το πρωί και γνώριζε την ισπανική υποχώρηση, όσο και ο
Σεγκόβια.
Ήταν πλέον Παρασκευή. Ρώτησε και κατευθύνθηκε στο Σόχο. Μπήκε στο
πρώτο παλαιοπωλείο που βρήκε μπροστά του. Έκανε τα προφανή παζάρια που
του επέτρεπε η αφραγκία του και σκότωσε την Esteve, αυτό το μοναδικό
απόκτημά του, αντί 350 ευρώ. Σχεδόν τρέχοντας έφτασε στο Victoria
Ground. Το πρώτο τρένο αναχωρούσε για το Παρίσι στις 6 το απόγευμα.
Έβγαλε εισιτήριο για Αθήνα δίνοντας 250 ευρώ. Είχε δυο ώρες αναμονή.
Πετάχτηκε στο Mac Donald που έδρευε μέσα στον σταθμό, έφαγε 2 big mac
με πατάτες και μπύρα, ψώνισε από ένα κατάστημα δυο τοστ σε συσκευασία,
ένα La vache qui rit, δυο σοκολάτες της αγαπημένης του Μίλκα, μαζί με
ένα μπουκάλι νερό και ανέβηκε στο τρένο. Ούτε στο Παρίσι, ούτε στη
Βενετία βγήκε από το σταθμό. Μέχρι την Αθήνα, αμίλητος και
φουρκισμένος, κοίταζε σταθερά έξω από το παράθυρο, δεν τον ένοιαζε
ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε από το κουπέ, δεν πρόσεξε ούτε τη
Γαλλίδα που του έριχνε κλεφτές ματιές σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη
Βενετία, δεν τάραξε τον κόσμο του ούτε το σερβάκι που ανέβηκε με τη
μάνα του και αναστάτωσε ολόκληρη την αμαξοστοιχία. Εκείνος
σιγοψιθύριζε τον ρυθμό της ισπανικής υποχώρησης. Την Τρίτη το πρωί
έφτασε στον Σταθμό Λαρίσης άπλυτος και αξύριστος με ένα δεκάρικο στην
τσέπη, το σακίδιο στην πλάτη και χωρίς όνειρα πετυχημένου μετανάστη.
Η μάνα του, πέρα από την έκπληξη, τρελάθηκε από χαρά για την τραγωδία
του. Ανέλαβε να ενημερώσει και τους κολλητούς του, αυτός αρνιόταν να
παρουσιαστεί στο τηλέφωνο. Το ίδιο βράδυ επαναλήφθηκε το τσιμπούσι, με
περισσότερα καλά αυτή τη φορά πάνω στο τραπέζι. Οι φίλοι του ξεράθηκαν
από το γέλιο στα όρια του ενοχλητικού. Ο Νίκος έφερε μια ίδια,
μεταχειρισμένη, κιθάρα, του είπε ότι ήταν δώρο όλων των παιδιών. Σ’
έναν φάκελο είχαν μια αφιέρωση με κεφαλαία, ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ. Το
ξεφάντωμα που ακολούθησε ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά. Και εννοείται ότι
ξεκίνησε με την ισπανική υποχώρηση. Οι φίλοι τον μπίζαραν τουλάχιστον
πέντε φορές. Την τελευταία όλοι, μηδέ εξαιρουμένης της μητέρας του που
πάντοτε παραπονιόταν ότι την πονούσαν τα πόδια της, χόρεψαν σ’ έναν
ξέφρενο, ακαθόριστο χορό, κάτι μεταξύ φλαμένγκο, γύφτικου και
τσιφτετελιού.
Βασίλη Καρδάση – Success stories – Εκδότης: ΚΨΜ

A young man stands on the rails with a guitar in his hands. Dressed in black