Μονόλογος στην Ανηφόρα, ένα σκαρφάλωμα στην αλήθεια
γράφει η Μαριαλένα Γκογκίδη
Το πρόσφατο άλμπουμ του Χάρη Κατσιμίχα ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία, υπό την έννοια ότι πρόκειται για την επανέκδοση ενός δίσκου που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 2019 με εκτελεστή τον Χρήστο Θηβαίο και επιστρέφει πια στην αγκαλιά του δημιουργού του.
Δεν είναι συνηθισμένο για έναν καλλιτέχνη να χωνεύει πλήρως το δοξασμένο παρελθόν του, να συμφιλιώνεται μαζί του και να παίρνει συνειδητά, οριστικά και αμετάκλητα την απόφαση να το αφήσει πίσω του, ώστε απερίσπαστος να αφεθεί στη δίνη νέων ανακαλύψεων -και όχι στο κυνήγι της αναμασημένης επιτυχίας.
Η πρώτη αίσθηση που δημιουργήθηκε μέσα μου ακούγοντας για πρώτη φορά τον δίσκο «Μονόλογος στην Ανηφόρα» είναι πως ξεχειλίζει από ποιητικότητα, όχι αναπόφευκτα λόγω των πράγματι μελοποιημένων ποιημάτων, αλλά χάρη στις δωρικά λυρικές εκτελέσεις του δημιουργού, ο οποίος φρόντισε μαεστρικά να αναδείξει τις φωνητικές και αφηγηματικές του χάρες.
Μολονότι μια απόπειρα σύγκρισής τους είναι μάλλον ανούσια, τολμώ να πω ότι από τον καιρό που συνδημιουργούσαν οι αδελφοί Κατσιμίχα αν και έμοιαζαν «σαν δυο σταγόνες νερό» συμπλήρωναν μοναδικά ο ένας τον άλλον και πορεύονταν παντρεύοντας θεωρητικά ετερόκλητα στοιχεία.
Η ποιητικότητα ως ένα εξ αυτών -κατά την άποψή μου η διαχρονικά μεγαλύτερη αρετή του Χάρη- μας προσφέρεται στην πιο ώριμή της εκδοχή μέσα από μια ιδιόμορφη μουσική φόρμα που δεν θα μπορούσε παρά να είναι αποτέλεσμα πολυετούς εσωτερικής διεργασίας. Το επιβεβαιώνουν, άλλωστε, η επιλογή των αλληγορικών ποιημάτων, οι ευφυείς εναλλαγές στην ενορχήστρωση, η ισορροπία μεταξύ αφήγησης και τραγουδιού, αλλά κυρίως η αριστουργηματική, σχεδόν πλανευτική, άρθρωση των φωνηέντων και των λέξεων.
Ο Χάρης μοιάζει με έναν αναβάτη, τα σκοινιά του οποίου είναι σχεδόν πάντα αόρατα, όμως «αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τα αγγίξεις» αφήνεσαι και σκαρφαλώνεις προς την αλήθεια.