Οι αναγνώσεις της Κυριακής…Δημήτρης Χατζής
Διαβάζει η Μαριαλένα Γκογκίδη
∆ημήτρης Χατζής…«Η τελευταία αρκούδα του Πίνδου»
Στο παρακάτω απόσπασμα από το μυθιστόρημα Το διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή (1976), ο Ηπειρώτης Δημήτριος Σκουρογιάννης επιστρέφει στο χωριό του, τερματίζοντας τον εικοσάχρονο ξενιτεμό του στη Γερμανία. O Σκουρογιάννης, αν και έχει πραγματοποιήσει το όνειρο της επιστροφής του και βρίσκεται πια ανάμεσα στους συγχωριανούς του, αντιμετωπίζει πρωτόγνωρα συναισθήματα εσωτερικής μοναξιάς και ψυχικής αποξένωσης.
❀❀❀
ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΒΙΒΛΙΟ
❀❀❀❀❀❀
(Απόσπασμα)
…Ο Σταύρος δεν έλεγε τίποτα, δεν ξανάπε τίποτα, την άφησε και τον άλεθε. Πολύ λυπηµένος του φαινόταν του Σκουρογιάννη, µαραµένος άνθρωπος ήταν αυτός, µε κείνη την άσπρη ποδιά του τού µάγειρα –δεν του πήγαινε καθόλου του Σταύρου τέτοια ποδιά τέτοιου Σταύρου.
–Άντε, ρε Σκουρογιάννη, του λέει στο τέλος, κάνε µου τη χάρη και φύγε από δω. Σήµερα κιόλας, να µη σε βλέπω. Στενοχωριέµαι… Μας πήρε ο διάολος όλους. Και µένα µε το µαγέρικο και σένα, µ’ αυτό το Ντοµπρίνοβο φεύγα από δω.
Ο τελευταίος άνθρωπος ο δικός του ήταν ο Σταύρος –και δεν υπήρχε κι αυτός. Οι άλλοι –είναι κι άλλοι, υπάρχουν ακόµα;– είχανε µείνει στη Γερµανία, ψευτοφιλόσοφοι ωραίοι, βασανισµένοι χαµάληδες, Ρωµιοί της πίκρας, της φτώχειας, της νοσταλγίας.
Και τότες ο Σκουρογιάννης, γυρίζοντας στο Ντοµπρίνοβο που ‘χε ερηµώσει, µπορούσε πια να το ξέρει πως ο τόπος αυτός ήταν ο τόπος της τελευταίας, της τελειωτικής ερηµίας. Ανύπαρκτος τόπος. Πως είκοσι χρόνια παιδεύτηκε, ονειρεύτηκε, σ’ αυτόν τον ανύπαρκτο τόπο να φτάσει…
Εκείνη η ξαφνική βροχούλα τα ’κανε όλα, απ’ αυτήν γινήκαν όλα. Πήρε πάλι τον κατήφορο για τη ρεµατιά, πήρε τον ανήφορο για το δάσος. Εκεί τον έπιασε. Στάθηκε όσο να περάσει πέρασε γρήγορα. Πήρε πάλι τον ανήφορο σιγά-σιγά για το ξέφωτο. Ο ήλιος πρόβαλε πάλι, ο τόπος απόµεινε υγρός, όλο το µικρό λιβάδι. Έκατσε στη συνηθισµένη του θέση ήτανε σήµερα πολύ λυπηµένος, δεν τ’ άνοιξε το δισάκι του καθόταν εκεί λυπηµένος. Ολοµόναχος εντάξει. ∆ιωγµένος, καταδιωγµένος από ποιόν; Γιατί;
Κι ολότελα ξαφνικά τα ’δε µπροστά του. Σηκώθηκε, τα κοίταξε, ξανακοίταξε δε µπορεί να γελιότανε, τα ’ξερε. Ήταν αυτά. Τ’ αρκουδίστικα χνάρια, τα µεγάλα της πέλµατα. Αυτή ’ταν. Η αρκούδα του Σµόλικα, του Πάπιγκου, της Πολιάνας η Μάρω του Πίνδου. Και ζούσε ακόµα. Ζούσε κι αυτή. Η λύπη του σκόρπισε µονοµιάς η καρδιά του χτύπησε δυνατά, τον παλµό της βουνίσιας του ράτσας, της δικής του της γης. Σαν τώρα µονάχα να ’φτασε εκεί, τώρα µονάχα να ’χε γυρίσει. Αυτά τα χνάρια γινόντανε τώρα, ξαναγινόνταν, η σιγουριά του η χαµένη πως είχε φτάσει σε τόπο που δεν ήταν ανύπαρκτος, που δεν ήτανε της νοσταλγίας του µόνο, της φαντασίας του η σιγουριά που είχε χάσει µέσα σ’ αυτούς τους τρελούς, τους µισούς, τους αφιονισµένους, τους νικηµένους ανθρώπους που βρήκε γυρίζοντας.
Πήγε ως την άλλη άκρη απ’ το ξέφωτο, έφκιασε λίγο τον τόπο µε τις παλάµες του, άδειασε εκεί το δισάκι του. Την άλλη µέρα ξεκίνησε απ’ το πρωί το ψωµί, το τυρί, που της άφησε, δεν ήταν εκεί.
Της έφερε πάλι και ζάχαρη. Και τις άλλες µέρες κάθε µέρα.
–Ε, λοιπόν, είπε ο γέρος ο Τράκας. Για µεγάλη δουλειά πας εσύ. Ξυλεία; Καλά το κατάλαβα.
–Και βέβαια, είπε αυτός χωρίς καµιά δυσκολία.
–Θα γράψω αµέσως στα παιδιά µου στη Λάρισα. Γι’ αυτό δεν τα ‘θελες τα καθαριστήρια.
–Και βέβαια, είπε πάλι ο Σκουρογιάννης, µεγάλη δουλειά.
–Αυτό µελετάς εκεί πάνω που πας;
–Αυτό.
–Καλά κάνεις. Το ’ξερα εγώ.
Και το µελετούσε. Πάρα πολύ. Μέρα µε µέρα το φαΐ που της άφηνε στην ίδια θέση. Ώσπου την είδε. Ξεπρόβαλε µέσα απ’ τα δέντρα. Στάθηκε µια στιγµή τράβηξε ύστερα για τη θέση που της άφηνε το φαΐ. Τον είδε, τρόµαξε, έκανε να φύγει πίσω έµεινε εκεί. Αυτός την κοιτούσε ασάλευτος. Πρέπει να ’τανε µικρή, θηλυκιά, δε θα ’ταν ακόµα δύο χρονών. Μείναν έτσι –και κοιταζόνταν. Ο τελευταίος άνθρωπος του Ντοµπρίνοβου κ’ η τελευταία αρκουδίτσα του Πίνδου στάθηκαν εκεί στο ξέφωτο εκείνο του δάσους, από τις δύο τις µεριές του και κοιταζόντανε. ∆ύσπιστα, δισταχτικά και καχύποπτα χωρίς να µπορούν να φύγουν δεν είχανε που να πάνε.
Την άλλη µέρα τ’ άρχιζε πια το µεγάλο παιγνίδι: γέµισε τον τορβά του, πήρε µαζί του και το µεγάλο δίκοπο µαχαίρι. Έκατσε στη θέση του και περίµενε. Την ίδια ώρα, τη χτεσινή, το ζώο ξαναπρόβαλε µέσ’ απ’ τα δέντρα. Ξανασταθήκανε µια στιγµή και κοιταχτήκανε πάλι. Άνοιξε το δισάκι του, του πέταξε ένα κοµµάτι ψωµί. Το ζώο το πήρε, πήγε τώρα κοντύτερα. Και τρίτο ακόµα κοντύτερα. Είτανε τόσο κοντά, που χρειάστηκε να κρατάει τη λαβή του µαχαιριού του. Του πέταξε ύστερα µια σακουλίτσα ζάχαρη όλα πήγανε καλά για σήµερα.
Και πήγανε και τις άλλες µέρες. Και το ζώο πλησίαζε κάθε φορά περισσότερο, τρία µέτρα, δύο µέτρα, ένα µέτρο, µισό.
–Και πως πάµε; Ρώτησε ο Τράκας.
–Τελειώνει, είπε αυτός, έρχεται πια το φθινόπωρο.
Και τελείωσε στ’ αλήθεια. Άπλωσε πια και το χέρι του –µια χούφτα ζάχαρη. Η αρκούδα πήγε και το ’γλειψε. Και την άλλη µέρα –και την παράλλη κ’
έµεινε δίπλα του, περιµένοντας. Και τότες αυτός άπλωσε τα χέρια του και της
αγκάλιασε το κεφάλι. Το ζώο τ’ άφησε µ’ εµπιστοσύνη µέσα στα χέρια του.
Ξεχείλισµα της δικής του λύπης, της µοναξιάς, της απελπισιάς του –έσφιξε τ’
αγαπηµένο κεφάλι µέσα στα χέρια του. Η αρκουδίτσα τανύστηκε –ένιωσε µέσα
στα χέρια του το σπαρτάρισµα του αζευγάρωτου θηλυκού. Έτσι όπως είτανε
έσκυψε και το φίλησε στο κούτελο, το ζώο µούγκρισε, στα δικά του τα µάτια
ανεβήκαν τα δάκρυα, τόσον καιρόν κρατηµένα.
–Τελειώσαµε, του ’πε του Τράκα.
–Έγραψα πια στα παιδιά, είπε εκείνος.
Το φθινόπωρο φτάνει πάντα γρήγορα στον Πίνδο τον Οκτώβρη συννεφιάζει πια, αρχίζει κιόλας το κρύο. Ο Σκουρογιάννης κατάλαβε η ώρα της αρκούδας του για το χειµωνιάτικο ύπνο της κόντευε. Έβλεπε τα µάτια της και µισόκλειναν κάποτε, το κεφάλι της βάραινε. Κάθεται δίπλα του, του γλείφει κάποτε και το χέρι µα το φαΐ της από µέρα σε µέρα όλο λιγότερο γίνεται.
Αυτή τον πήγε στη χειµωνιάτικη τρύπα της µια µεγάλη κουφάλα και τρία πεύκα τριγύρω. Αυτός κουβάλησε ζάχαρη, της την έβαλε σε µια γαβάθα να την βρει ξυπνώντας την άνοιξη. Ξάπλωσε το ζώο, του χάιδεψε αυτός το κεφάλι στο κούτελο, όπως χαϊδεύουνε τα σκυλιά. Μισάνοιξε µια φορά τα µάτια του πάλι όλο και βάραινε έγειρε το κεφάλι του. Αυτός έσκυψε, το χάιδεψε καναδυό φορές –είχε κοιµηθεί. Τελείωσε. Σηκώθηκε να φύγει. Ξαναστάθηκε µια στιγµή στην άκρη της κουφάλας:
–Κοιµήσου εσύ, έρµου πουλί µου, κοιµήσου τώρα. Θα ξαναβρεθούµε την άνοιξη; Ιµείς οι δυο αποµείναµαν σε τούτον τον τόπο κανένας άλλος δεν έµεινε τίποτα εδώ.
Και κατέβηκε στο ερηµωµένο χωριό, που δεν είχε να κάνει τίποτα, τετράδιπλα ορφανεµένος.
Και τότες έρχεται ο συγγραφέας ο φίλος µας, αυτός που γράφει και τούτη την ιστορία. Αρχίζει τώρα να φανερώνεται κι ο χαλασµός ο δικός του. Την γράφει, την πάει την ιστορία του και να την τελειώσει δεν ξέρει. ∆ιχασµένος, µοιρασµένος, κοµµατιασµένος ανάµεσα σε σαράντα δύο Ντοµπρίνοβα και σαράντα δύο σηµερινές πολιτείες, σαράντα δύο καλούς Σκουρογιάννηδες και
σαράντα χιλιάδες δικές του µαύρες κακίες, δεν ξέρει να δώσει µια λύση. Είχε χίλιες έτοιµες, σωστές, να διαλέξει κάποια, όπως κάθε συγγραφέας της προκοπής ξέρει να κάνει: Να το σκοτώσει ο Σκουρογιάννης τ’ αγαπηµένο του ζώο.
Να πεθάνει και κείνος µαζί του. Να του το σκοτώσουν οι Ντοµπρινοβίτες, οι Σκαµνελίτες, όπως σκοτώνουν λαθραία τις άλλες αρκούδες. Με µια στάλα καλοσύνη µπορούσε ακόµα να βάλει το Σκουρογιάννη και να το πάρει µαζί του, να το κρατήσει στην αυλή του σπιτιού του –αυτό θα ’ρχόταν πίσω του σα µανάρι– όπως είχε ακούσει παλιά και κάναν οι βλάχοι ούρσου τη λέγανε την αρκούδα που ’χαν δεµένη µπροστά στο κονάκι τους. Και δεν τις θέλει καµιά απ’ αυτές δεν του πάει. Το Ντοµπρίνοβο, λέει, µε την παλιά προκοπή του, οι γεροί του ανθρώποι που ξεριζώθηκαν και χαθήκαν, ο Σκουρογιάννης εκείνος που γύρισε να το βρει και δεν βρήκε τίποτα, η τελευταία αρκουδίτσα του Πίνδου που πεινασµένη, αζευγάρωτη, του φιλούσε τα χέρια πέθαναν. Και πέρα απ’ το θάνατο, λέει, δεν είναι τίποτα.
